Πρωινός καφές με την Ξένια Ελευθερίου (βίντεο)
Συνάντηση με τη Διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ και επιστημονική υπεύθυνη του Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης Ξένια Ελευθερίου
Ο πρώτος ήταν με τον τότε δήμαρχο Κων. Ζέρβα, ενώ πρόπερσι τέτοια εποχή τα λέγαμε με τον Στ. Αγγελούδη και πέρυσι με τον Θ. Πελαγίδη
Τρία χρόνια συμπληρώνει αυτές τις ημέρες ο «πρωινός καφές» του emakedonia. Ο πρώτος που ήπιαμε τον Φεβρουάριο του 2022 ήταν στο δημαρχείο Θεσσαλονίκης με τον τότε δήμαρχο Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνο Ζέρβα, ενώ πρόπερσι τέτοια εποχή τα λέγαμε στο λιμάνι με τον Στέλιο Αγγελούδη που τότε ξεκινούσε το εγχείρημα της εκλογής του. Πέρσι ήταν ο υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Θεόδωρου Πελαγίδη ο καλεσμένος μας τέτοιες ημέρες. Με θέμα την οικονομία και τη Θεσσαλονίκη.
Επακολούθησαν πολλές συναντήσεις (μέχρι στιγμής 160 σε τρία χρόνια), όλων των ειδών οι καφέδες, μεγάλη ανταπόκριση από τους ιντερνετικούς αναγνώστες μας, πολύωρες συζητήσεις, εκατοντάδες φωτογραφίες και βίντεο, δεκάδες τηλεφωνήματα και δια ζώσης γνωριμίες, πολλές απολαυστικές ατάκες, καθώς και ουκ ολίγα απρόοπτα.
Με τον Γιωργή Μπουσβάρο για παράδειγμα κάναμε μια μίνι προπόνηση μπάσκετ στο κλειστό της ΧΑΝΘ, με τον Δημήτρη Κουτσούμπα με το που κλείσαμε το μικρόφωνο επακολούθησε μια βιντεοκλήση σε φίλο του συνάδελφου Βασίλη Μόσχου που έχει την ευθύνη για τα κλικ και τα βίντεο του «πρωινού καφέ» και ένας σύντομος απολαυστικός διάλογος, ενώ με τον Mr. της βιοτεχνολογίας Στέλιο Παπαδόπουλο ο καφές ήταν παρά θιν’ αλός στην παραλία της Φούρκας.
Με τον Κωστή Χατζηδάκη η συνάντηση αφορούσε τα 50 χρόνια της ΝΔ και έγινε (κατ΄ εξαίρεση) βραδινή ώρα γιατί τότε ήταν δυνατόν να γίνει το ραντεβού, ενώ ιδιαίτερες ήταν οι συναντήσεις με τον Λεφτέρη Κογγαλίδη, τον Στέλιο Νέστωρα, τον Ηρακλή Δούκα και φυσικά το Μανώλη Μητσιά. Με τον Λεφτέρη Κογγαλίδη γιατί το σπίτι του είναι ένα Μουσείο βινυλίου, με τον Στέλιο Νέστωρα γιατί θαυμάσαμε το μυαλό του που παραμένει σε πλήρη εγρήγορση, με τον παλιό ιδιοκτήτη του Μπάναλ γελάσαμε γιατί το χιούμορ του είναι ανεξάντλητο και με τον Μητσιά για την απλότητα και ζεστασιά που μας δέχτηκε.
Δυστυχώς ο χρόνος που έκλεισε έφερε και απώλειες για τους καλεσμένους του «πρωινού καφέ», καθώς εντός του 2024 έφυγαν από τη ζωή ο Γιάννης Μπουτάρης και ο Νίκος Βασιλακάκης με τους οποίους είχαμε πιει πρωινό καφέ παλιότερα. Αλλά έτσι είναι η ζωή: προχωρά…
Για τη συνέχεια μερικές μόνο από τις ατάκες που ακούστηκα στους πρωινούς καφέδες του τρίτου έτους:
Που πρέπει να κοιτάξει η ΝΔ σήμερα; Στα δεξιά ή προς το κέντρο;
Πρέπει να παραμείνουμε αυτοί που είμαστε. Ένα μεγάλο δημοκρατικό φιλελεύθερο, αλλά και λαϊκό κόμμα.
Για το τέλος η ερώτηση με το μαγικό ραβδί. Τι χρειάζεται να αποκτήσει η ΝΔ δια μαγείας;
Μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Που δείχνει να μην την έχει πάντοτε, όταν δέχεται επιθέσεις ιδιαίτερα από την Αριστερά.
Αναμνήσεις από τα χρόνια στο σχολείο;
Καλές. Πήγα σε ένα καλό σχολείο, είχα καλούς και αυστηρούς καθηγητές, ήταν και η εποχή τέτοια. Προσευχή το πρωί, εθνικός ύμνος, πόσους πόντους είναι το μαλλί…
…Είχατε μαλλιά τότε;
Ναι, είχα. Θα σας φέρω μια φωτογραφία με μαλλιά (γελάει). Ήταν ένα σχολείο που μάς έμαθε γράμματα. Εγώ τελείωσα το πρακτικό και έχω να το λέω ότι παρόλο που τελείωσα πρακτικό λύκειο οι γνώσεις μας -όχι μόνο οι δικές μου, αλλά και όλων των παιδιών- ήταν και στα ελληνικά και στην ιστορία και στα αρχαία πάρα πολύ καλές. Μάθαμε γράμματα. Μάθαμε πειθαρχία. Αυτή υπήρχε βέβαια και από το σπίτι. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι με πειθαρχεία και τάξη. Πειθαρχία όχι με την έννοια του αυταρχισμού, αλλά της φροντίδας για να κάνει το παιδί κάτι καλύτερο.
Πως βίωσε ένα μικρό παιδί όπως εσείς αυτό το οικογενειακό περιβάλλον; Την εξορία και όλα αυτά;
Οι συζητήσεις στο σπίτι τέτοιες ήταν. Γιατί εκτός από τον πατέρα μου, που έκανε οκτώ χρόνια εξορίες και φυλακές, όλη η οικογένεια έτσι ήταν. Η μεγαλύτερη αδελφή του πατέρα μου ήταν στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και είχε συλληφθεί, ήταν εξορία στο Τρίκερι, ο παππούς μου ο Δημήτρης ο Κουτσούμπας, που ήταν ιερέας από τους Βελεσιώτες Δομοκού, είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς μαζί με το γιό του, το θείο μου, τον αδελφό του πατέρα μου, γιατί ήταν στο ΕΑΜ και στην Αντίσταση. Τους πήγαν στη Γκεστάπο στη Λαμία και μετά τους πήγαν οι Γερμανοί κατακτητές στις φυλακές της Άμφισσας και τους εκτέλεσαν στη θέση Πασχάλη Χρυσού, έξω από την Άμφισσα. Ο ένας αδελφός της μητέρας μου εκτελέστηκε το 1949 στην Ξηριώτισσα της Λαμίας. Όλες αυτές οι συζητήσεις ήταν καθημερινές τότε στο σπίτι μας.
Με το ΚΚΕ στην παρανομία τότε…
Ναι. Και γι΄ αυτό γινόταν συζητήσεις στο σπίτι, είχαμε εμπειρίες τέτοιες και γεγονότα που συνέβαιναν. Στις εκλογές της βίας και νοθείας του 1961 και ενώ εγώ είμαι 6 χρονών γίνεται το εξής περιστατικό. Ήταν Σάββατο βραδάκι πριν από τις εκλογές και η μάνα μου λέει στον πατέρα μου: «Τι να μαγειρέψω αύριο;» Ο πατέρας μου λέει: «Δε φτιάχνουμε το κρέας; Να το φτιάξουμε ροσμπίφ». Λέει η μάνα μου: «Να το φτιάξουμε ροσμπίφ, αλλά δεν έχω μακαρόνια». Πάει, λοιπόν ο πατέρας μου να πάρει τα μακαρόνια και εκεί στο μπακάλικο ήταν ο χωροφύλακας της περιοχής. Έπιασε κουβέντα με το μαγαζάτορα ο πατέρας μου, πολιτική κουβέντα και έτσι τον βούτηξαν τον πατέρα μου. «Δε σου είπαμε, Κουτσούμπα, ότι απαγορεύονται οι πολιτικές συζητήσεις;» του είπαν και τον πήγαν στο τμήμα. Και πήγε η μάνα μου, μάζεψε μια κουβέρτα και κάτι πράγματα να του πάει στο αστυνομικό τμήμα, γιατί εκεί θα έμενε για δυο τρεις ημέρες μέχρι να τον αφήσουν και του έλεγε: «Τι το ήθελες αυτό το ροσμπίφ; Δε το έφτιαχνα με πατάτες που είχα αντί να τρέχεις για τα μακαρόνια;» (γελάει). Αυτά ήταν καθημερινά και μέσα στη ζωή εκείνα τα χρόνια.
Πίνεις πρωινό καφέ;
Ύψιλον, δηλαδή υποχρεωτικά
Πού τον πίνεις;
Παλιά στο καφέ Άλφα.
Στην Σβώλου;
Δε λέγεται Σβώλου, αλλά Πρίγκιπος Νικολάου. Εγώ είμαι υπέρ δεξιών καταστάσεων (γελάει).
Τι καφέ;
Πάντα γαλλικό σκέτο.
Και τώρα που έκλεισε το Άλφα;
Τώρα στο χέρι. Τον παίρνω από ένα Ηρακλιδέα και μετά πάω στο κολυμβητήριο στην Καλαμαριά. Πίνω δύο καφέδες την ημέρα. Ο πρώτος στις 8 και 25 το πρωί, γιατί είμαι ΣΠ εγώ.
Τι σημαίνει ΣΠ;
Σιδηρά Πειθαρχία. Είμαι χειρότερος από τους Γερμανούς. Έχω πλάνο. Στις 7 και 10 έχει ξύπνημα, 8 και τέταρτο φεύγουμε από το σπίτι, 8 και 25 πίνουμε τον καφέ, 9 και τέταρτο είμαστε στο κολυμβητήριο, 9 και μισή μπαίνουμε μέσα μέχρι τις 10 και μισή με 11 παρά είκοσι και μετά αρχίζουμε λίγο λακριντί για το μπάσκετ.
Αυτό θα λέγατε και σε ένα νέο άνθρωπο που θέλει να ασχοληθεί με την αγροτική οικονομία και τη γεωργία στην Ελλάδα;
Ναι, ότι πρέπει να δείξει ότι το προϊόν που παράγει είναι ποιοτικότερο έναντι των άλλων. Γιατί κυκλοφορούν άπειρα προϊόντα. Το θέμα είναι πως μπορείς με το δικό σου προϊόν να δείξεις ότι διαφοροποιείσαι στην ποιότητα. Δείξτο αυτό. Πιστοποιήσεις, έλεγχος, ακόμη και η εμφάνιση του προϊόντος : όλα αυτά παίζουν ρόλο.
Πάμε στα πιο δύσκολα: Από τον περσινό Σεπτέμβριο είστε ο πρώτος πρύτανης του ΔΙΠΑΕ. Πως αισθανθήκατε την ημέρα της εκλογής;
Επειδή ήμουν στη Διοίκηση ως αντιπρόεδρος της Διοικούσης Επιτροπής είχα σχέση, αλλά δεν περίμενα το μέγεθος. Τον πρώτο μήνα ήταν σαν κομπρεσέρ (γελάει). Μου ερχόντουσαν συνέχεια μηνύματα και έπρεπε να γνωρίζω τα πάντα. Οπότε τώρα ύστερα από 7 μήνες είναι πιο ήρεμα τα πράγματα.
Τι θυμάστε από εκείνα τα χρόνια στο Παρίσι;
Θυμάμαι πολλά. Μια στιγμή είναι το ‘73. Η Μελίνα στη γαλλική τηλεόραση να μιλά για το Πολυτεχνείο. Αυτό εκ των υστέρων το καταλαβαίνω. Εγώ βλέπω τη Μελίνα ταραγμένη να λέει διάφορα. Και εγώ να φωνάζω τη μητέρα μου που είναι το σπίτι στα γαλλικά: «Maman, maman, les Grecs, Οι Έλληνες». Όμως εκείνη τη στιγμή είναι για μένα ένα βήμα που με αφορά. Αφορά και τη μαμά που είναι εκεί, αλλά κάπως και εμένα. Ίσως εκεί γεννιέται και μια ιδέα: Α, η ταυτότητά μας. Παρόλα αυτά υποστήριζα πάντοτε την εθνική Γαλλίας και όχι την Εθνική Ελλάδος, συμπεριλαμβανομένου και του 2004 που πρέπει να ήμουν ο μόνος Έλληνας που στεναχωρήθηκε που κερδίσαμε τη Γαλλία (γελάει).
Μπορεί και ο Διακογιάννης…
Μπορεί και αυτός (γελάει).
Παιδικά χόμπι; Τι θυμάστε; Διάβασα ότι παίζατε ποδόσφαιρο. Τι θέση;
Γκολτζής, επιθετικός γκολτζής.
Εννιάρι δηλαδή.
Όπως έβαλε ο Ελ Κάαμπι αυτό το γκολ του Ολυμπιακού στον τελικό του Conference. Από το τίποτα, δηλαδή. Ήταν «νεκρός» σε όλο το παιχνίδι και έβαλε ένα καθοριστικό γκολ. Τέτοιος παίκτης ήμουν. Εκεί που δεν το περίμενες έβαζα ένα γκολ. Και ταυτόχρονα πολύ καλός μαθητής.
Δύσκολος συνδυασμός.
Και ναι και όχι. Ήταν δύσκολο από την άποψη ότι εκείνη την εποχή αν ήσουν καλό παιδί και καλός μαθητής δε νοείτο να πας να γίνεις ποδοσφαιριστής. Ποδοσφαιριστές γίνονταν τότε παιδιά από τα χαμηλότερα στρώματα της κοινωνίας. Λίγο αμόρφωτα παιδιά, λίγο αλήτες. Το οποίο δεν ξέρω και κατά πόσο ήταν αλήθεια. Θυμάμαι στο γυμνάσιο που πήγαινα τον Θοδωρή τον Πάλλα του Άρη που ήταν ένα χρόνο μικρότερος από εμένα. Παίζαμε στην αυλή ποδόσφαιρο και ήταν καλός παίκτης. Ήταν παιδί της Εκκλησίας, σοβαρό παιδί και πήγε μέχρι εθνική Ελλάδος, οπότε δεν είναι απόλυτο αυτό που λέω, αλλά αυτή ήταν η αίσθηση τότε.
Πίνεις πρωινό καφέ;
Τρεις τουλάχιστον την ημέρα.
Τι είδους καφέ προτιμάς; Καπουτσίνο όπως τώρα;
Όχι, πίνω ένα ιατρικό μείγμα. Το έχω τσεκάρει και με τον διαιτολόγο μου και τον βελονιστή μου και μέσω κειμένων στο ίντερνετ. Είναι ένα ανακάτωμα, κάτω με μια κουταλιά από κακάο, πλούσια κουταλιά που το λιώνει καλά το κακάο, ρίχνεις καυτό νερό και λίγο γάλα αν είναι δυνατόν χωρίς λακτόζη και αφού όλο αυτό λιώσει ρίχνεις και ένα καπουτσίνο από επάνω. Και αυτό είναι ένα καταπληκτικό πράγμα γιατί σηκώνει τις ενδορφίνες. Σε κάνει πάντα να ενθουσιάζεσαι με τα ασήμαντα (χαμογελάει).
Αυτός δεν είναι ένας απλός καφές. Είναι ένας ξεσηκωτικός καφές.
Είναι κοκτέιλ καφέδων εν πάση περιπτώσει (γελάει). Αυτή είναι η αλήθεια.
Και πίνεις τρεις από αυτούς;
Έναν το πρωί σε ένα καφέ δίπλα στο σπίτι μου. Μετά πριν το μεσημέρι σε ένα καφέ στην Αιγαίου, με μια παρέα με γριές (γελάει) που μου… πέφτει όλη η ενδορφίνη. Και μετά ξεκουράζομαι λίγο, γιατί τρώω πλέον πολύ ελαφριά, και πίνω έναν παρόμοιο τρίτο καφέ το απόγευμα που τον κάνω μόνος μου. Με λίγο κακάο και από μέσα ελληνικό καφέ.
Παλιά αγαπημένα στέκια της πόλης ποια είναι; Το Sante σίγουρα.
Τα πρώτα μπαράκια της Θεσσαλονίκης στα τέλη της δεκαετίας του ’70, με σημαντικότερο τον «Δον Κιχώτη, μπήκαν στη ζωή μου από την πρώτη στιγμή. Μέχρι τότε, διασκέδαση και εκτόνωση σήμαινε αποκλειστικά ταβέρνα στην Άνω Πόλη, ρετσίνα και αντάρτικα τραγούδια.
Για χρόνια πήγαινα συχνά στο «Φλού», το αραχνιασμένο φάντασμα του οποίου με γεμίζει ακόμη αναμνήσεις όταν περνάω από τη Νικηφόρου Φωκά, και ακριβώς απέναντι το «Time Out”, του οποίου ήμουν για λίγο «μικρομέτοχος», το όνομα του οποίου είχα επιλέξει για να μου θυμίζει τον όρο του μπάσκετ αλλά και το νεανικό περιοδικό του Λονδίνου.
Και το Sante;
Είναι αλήθεια πως το θρυλικό Sante του Κίκη στη Μητροπόλεως, που ήταν και το εκλογικό μου κέντρο το ’98, μαζί με τον πλωτό “Θερμαϊκό” του Μπάμπη Ζουμπούλη και το “De Facto”, που επιμένει αναλλοίωτο μέχρι σήμερα, σχεδίασαν ανεξίτηλα το απολαυστικό τρίγωνο της ενήλικης ζωής μου, συνδυάζοντας τη διασκέδαση και την κοινωνική συναναστροφή με συνεργάτες, φίλους, συντρόφους, αγαπημένα πρόσωπα και πραγματικούς ή φανταστικούς έρωτες εκείνης της ανεπανάληπτης, για μένα και για την πόλη, εποχής.
Πίνεις και τσάι όμως.
Πίνω μάτε, γιατί θέλω να μοιάσω λίγο στον Λιονέλ Μέσι (γελάει). Τώρα που πήγαμε να παίξουμε το ματς στη Γερμανία για τον Ρεχάγκελ, με βλέπει ο Δέλλας με το μάτε στο χέρι και μου λέει: «Θέλεις να γίνεις Λιονέλ, έτσι» (γελάει).
Γεννημένος στο Στρυμωνικό Σερρών το 1980. Παιδικές εικόνες από εκεί;
Θυμάμαι φτωχικά χρόνια. Προέρχομαι από μία πολύ φτωχική οικογένεια και αυτό χαρακτηρίζει τα παιδικά μου χρόνια. Ήταν ανέμελα αλλά φτωχικά και οι πρώτες εικόνες που έχω στο μυαλό μου ήταν ότι ήμουν με το ένα πόδι στο ποδόσφαιρο και με το άλλο στο σχολείο και στη μουσική. Είχα δύο δρόμους στη ζωή μου. Όταν πήγαινα να παρακολουθήσω το μάθημα μουσικής έλεγα: «Να πάω αριστερά που είναι η αλάνα ή να φύγω δεξιά και να πάω στο δάσκαλο;». Και τι έκανα; Άφηνα το μπουζούκι στον δάσκαλο και πήγαινα στην αλάνα για να παίξω μπάλα και του έλεγα: «Πες στον μπαμπά μου ότι ήρθα στο μάθημα» (γελάει).
Το μπουζούκι ήταν από νωρίς η αδυναμία σου;
Από 8 χρονών.
Πρώτο δημοσιογραφικό εγχείρημα;
Με ανακάλυψε ο Άλκης Στέας. Τον ήξερα από το Φεστιβάλ του Ελληνικού Τραγουδιού, τότε εγώ ήμουν στον «Ελληνικό Βορρά» και το γραφείο του ήταν περίπου 20 μέτρα μακριά στην Τσιμισκή. Μια μέρα με παίρνει τηλέφωνο. «Λευτέρη, διαβάζω αυτά που γράφεις στον Ελληνικό Βορρά για μουσική, αλλά και για άλλα πράγματα και θέλω να σου κάνω μια πρόταση. Η Ιζόλα μου έδωσε ως διαφημιστικό γραφείο να παρουσιάζω δύο εκπομπές στη Θεσσαλονίκη. Τη μία θα την παρουσιάζω εγώ και την άλλη θέλω να την παρουσιάζεις εσύ». Εγώ του λέω: «Νομίζω ότι δεν έχω την κατάλληλη φωνή». Μου λέει: «Μια χαρά είναι η φωνή σου, μπορεί τις 2 με 3 πρώτες φορές να έχεις λίγο τρακ όταν θα τα παρουσιάζεις, αλλά μετά ως δημοσιογράφος επειδή γράφεις και σωστά δε χρειάζεται τίποτα». Την έλεγαν εκπομπή Γιώτα από το Ιζόλα και είχε μόνο ξένα τραγούδια.
Στην ΣΣΑΣ είχατε φίλους; Αναπτύχθηκαν φιλίες εκείνα τα χρόνια;
Η ΣΣΑΣ μάς ενώνει και μάς συνδέει όλους. Όλα τα παιδιά, με τα οποία μείναμε μαζί στον ίδιο θάλαμο των 5 ή 10 ατόμων, είναι και θα είναι φίλοι για όλη την επόμενη ζωή. Είχα την τύχη να έχω ακριβώς στο απέναντι κρεβάτι σε ένα θάλαμο των 10 ατόμων τον νυν δήμαρχο Θεσσαλονίκης, τον Στέλιο τον Αγγελούδη.
Πώς ήταν ως φοιτητής;
Ήταν ιδιαίτερα επιμελής στα μαθήματά του. Μπορεί να μην ήταν ο μαθητής εκείνος που διάβαζε από το πρωί μέχρι το βράδυ, φρόντισε όμως να έχει τον εξάωρο ύπνο του, δηλαδή μετά το νυχτερινό προσκλητήριο κοιμόταν, αλλά μέχρι τότε διάβαζε. Και όταν έρχονταν οι ώρες των εξετάσεων, έβλεπα ότι πραγματικά απέδιδε, δηλαδή όταν πήγαινε να διαβάσει διάβαζε και είχε απόλυτη συγκέντρωση.
Πειθαρχημένος, δηλαδή.
Ναι, πειθαρχημένος και νυσταγμένος (γελάει). Κάθε βράδυ ετοιμαζόταν από την κόπωση της ημέρας να ξεκουραστεί. Αυτό που θυμάμαι όμως ιδιαίτερα ήταν πως όταν βγαίναμε το Σάββατο περνούσε πάντα από το περίπτερο και έπαιρνε όλες τις εφημερίδες. Είχε ειδοποιήσει το σπίτι του να μη χρησιμοποιήσουν το μπάνιο, έμπαινε στην μπανιέρα με τις 5 με 6 αθλητικές εφημερίδες της εποχής, τις οποίες και διάβαζε όλες. Ήταν απόλυτα ενημερωμένος για όλα τα αθλητικά δρώμενα και για όλα τα σπορ. Ήξερε ανθρώπους και πρόσωπα και δεν είναι καθόλου τυχαία το ότι βρέθηκε στο Μουσείο του Ολυμπισμού. Ήταν ο πλέον ειδικός μαθητής στην ΣΣΑΣ πάνω στην αθλητική καθημερινότητα της περιόδου 1977 με 1981.
Πρώτη φορά που μπήκατε σε μετρό ήταν στο Λονδίνο;
Ουσιαστικά ήταν όταν πήγα για μεταπτυχιακές σπουδές στο Λονδίνο.
Ποια ήταν η πρώτη σας αίσθηση;
Δε θυμάμαι την πρώτη εικόνα, αλλά ήταν ένα μέσο μετακίνησης, το οποίο -όπως ξέρετε στο Λονδίνο- χρησιμοποιείται ευρύτατα. Προφανώς γερασμένο περιουσιακό στοιχείο, αλλά εξαιρετικά χρήσιμο για το Λονδίνο, γιατί ήταν το βασικό μέσο μεταφοράς της πόλης.
Από τότε έχετε ξαναχρησιμοποιήσει το μέσο ουκ ολίγες φορές. Υπάρχει κάποιο μετρό πόλης στον κόσμο που ζηλέψατε;
Της Θεσσαλονίκης. Θέλω να είμαι πολύ ειλικρινής μαζί σας. Πρόσφατα πήγα και στο Μιλάνο, όπου είχα κληθεί από τον συνάδελφό μου υπουργό Υποδομών και Μεταφορών για να εγκαινιάσουμε μια νέα γραμμή, όχι ένα νέο μετρό.
Που είναι ίδιας νοοτροπίας με της Θεσσαλονίκης.
Είναι η ίδια εταιρεία που έχει αναλάβει τη λειτουργία και τη συντήρηση. Και για αυτό το λόγο πήγαμε και εκεί. Όπως και στην Κοπεγχάγη είναι η ίδια εταιρεία. Και θέλω να σας πω -επειδή είχα εικόνα τού τι γίνεται εδώ στη Θεσσαλονίκη- ότι σαν το μετρό της Θεσσαλονίκης δεν έχω δει αλλού.
Πήγατε στο Πειραματικό, αλλά δεν ήσασταν καλός μαθητής.
Καθόλου.
Πώς αντέξατε σε αυτό το ελίτ και δύσκολο σχολείο;
Αν ήμουν στο δεύτερο γυμνάσιο θα ήμουν πολύ καλός μαθητής (γελάει). Δεν με ενδιέφεραν τα μαθήματα, διάβαζα άλλα πράγματα.
Όπως;
Λογοτεχνία, αστυνομικά. Θυμάμαι υπήρχε ένα υπόγειο στην οδό Καστριτσίου που είχε παλιά βιβλία. Πηγαίναμε και μάς έδινε βιβλία. Τότε έβγαιναν δύο αστυνομικά, το Μυστήριο και η Μάσκα. Μάς έδινε λοιπόν, τη Μάσκα που η αξία της ήταν τότε 4 με 5 δραχμές για 2 δραχμές και όταν την επιστρέφαμε παίρναμε άλλο βιβλίο (γελάει).
Παρόλα αυτά ήταν καλό το κλίμα στο Πειραματικό.
Εγώ κέρδισα πολλά από το σχολείο. Μπορεί να μην ήμουν καλός μαθητής, στην τελευταία τάξη ήμουν και μεταξεταστέος στα Λατινικά (γελάει).
Τι κερδίσατε;
Κέρδισα την αίσθηση της πειθαρχίας. Είχαμε τον φοβερό Ξηροτύρη. Από τη μια μεριά με αγαπούσε, ενώ στο τέλος όταν πια είχε γεράσει και ζούσε στο Ωραιόκαστρο με φώναζε να πάω να τον δω. Εκείνο τον καιρό όμως ήμουν ο σολίστ στη χορωδία του σχολείου και τραγουδούσα. Τραγουδούσα όμως και χαμογελούσα. Θύμωνε όμως ο Ξηροτύρης και ερχόταν και με έπιανε από το τσουλούφι: «Γιατί γελάς εσύ, ρε», μου έλεγε.
Λίλυ Χουλιαράκη η σύζυγος. Παιδιά;
Η σύζυγός μου, Λίλυ Χουλιαράκη, είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Μέσων Ενημέρωσης και Επικοινωνίας στο LSE. Θεωρώ ότι είναι πιο σημαντική ακαδημαϊκός από εμένα, στο καθαρό ακαδημαϊκό έργο, είναι κορυφαία. Έχουμε μία κόρη, τη Δάφνη.
Η κόρη;
Η κόρη μας, η Δάφνη, είναι 28 ετών και εργάζεται ως διευθύντρια του πολιτιστικού τμήματος στο περιοδικό "Atmos", το οποίο κυκλοφορεί τόσο σε ηλεκτρονική όσο και σε έντυπη μορφή. Το "Atmos" είναι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός μέσων ενημέρωσης που εστιάζει στη διασταύρωση του κλίματος και του πολιτισμού, προσφέροντας δημιουργική αφήγηση μέσω ενός εξαμηνιαίου έντυπου περιοδικού, καθημερινών ψηφιακών άρθρων και πρωτότυπων ενημερωτικών δελτίων. Η Δάφνη εργάζεται εξ αποστάσεως από το Λονδίνο, μιλά άπταιστα ελληνικά και αγαπά πολύ την πατρίδα μας.
Υπάρχει τρόπος χαλάρωσης στην Αγγλία;
Αυτή την περίοδο ζούμε μεταξύ Ελλάδος και Αγγλίας. Ένα από τα καλά της πανδημίας ήταν και η τηλεργασία.
Η χαλάρωση πώς γίνεται;
Βόλτες, κινηματογράφος, θέατρο, μουσική.
Πότε προσεγγίσατε τη ΝΔ;
Από τη ΜΑΚΙ ως μαθητής. Στο γυμνάσιο είχα τον Αντώνη τον Γυφτόπουλο που ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερός μου και αυτός σιγά σιγά με έμπλεξε με τη ΝΔ.
Πότε;
Εγώ μπήκα στη ΝΔ λίγους μήνες πριν χάσει. Το Μάρτιο του 81 μπήκα, τον Οκτώβριο ήταν που έχασε τις εκλογές. Μάλιστα θυμάμαι που είχα πάει στη συγκέντρωση της πλατείας Αριστοτέλους με ομιλητή το Ράλλη και όλοι έλεγαν: «τι ωραία συγκέντρωση» και εγώ τούς απαντούσα: «τι λέτε ρε παιδιά, εμείς και εμείς είμαστε».
Δεν ήταν της μόδας τότε η ΝΔ.
Καθόλου της μόδας. Και αυτό το διαπίστωσα όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο και στη Φυσικομαθηματική που ήταν μια Σχολή σκληρή, της Αριστεράς. Και όταν μπήκα στο αμφιθέατρο είδα ότι είμαι εγώ σαν ΔΑΠ-ΝΔΦΚ και άλλοι δύο, μπροστά σε 2000 ανθρώπους. Ο δεύτερος μάλιστα είναι σήμερα ο δήμαρχος Λιτοχώρου, ο Βαγγέλης ο Γερολιόλιος. Και λέω: «εμείς είμαστε παιδιά. Εμείς οι τρεις ήμασταν. Απέναντι σε όλους τους άλλους». Και έτσι ξεκίνησα.
Η γνωριμία με τη Σωτηρία Μπέλλου πως ήρθε;
Η Σωτηρία με άκουσε πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη. Δούλευα στην «Μπαρμπαρέλα», ήταν κάπου το 69 και έρχεται η Μπέλλου από την Αθήνα σα φίρμα να τραγουδήσει στο μαγαζί. Εκεί με άκουσε η Σωτηρία και μου λέει: «Πιτσιρίκο, μόλις τελειώσεις από δω έλα μαζί μου, σε παίρνω στην Αθήνα». Ήμουν δεν ήμουν 19 χρονών τότε και ακόμη δεν είχα πάει ούτε φαντάρος. Η Σωτηρία με πήρε στην Αθήνα και πήγα στο κέντρο «Ποσειδών» στις Τζιτζιφιές, ένα λαϊκό μαγαζί. Εμένα εκεί η ατμόσφαιρα δεν μου άρεσε πολύ, γιατί δεν ήμουν πολύ των λαϊκών μαγαζιών, έμεινα όμως εκεί περίπου δύο μήνες. Με τη Σωτηρία πέρασα πολύ ωραία και έμαθα πολλά πράγματα.
Όπως;
Καταρχήν πώς τραγουδιέται το ρεμπέτικο, η αυστηρότητα που είχε η Σωτηρία, δεν έδινε δικαίωμα σε κανέναν να την πλησιάσει όταν τραγουδούσε. Όπως και ο τρόπος που τραγουδούσε με είχε εντυπωσιάσει πάρα πολύ. Της χρωστώ πραγματικά μεγάλη ευγνωμοσύνη...
Διάβασα μια ιστορία ότι πήγατε σε ένα μαγαζί στην Πλάκα, όπου τραγουδούσε ο Τσιτσάνης και σάς άκουσε ο Μούτσης και σας πρόσεξε. Έτσι είναι;
Μπράβο. Εκεί ήταν οι φιλίες που είχαμε κάνει στην μπουάτ «107», όπως αυτή με την Ελένη Ροδά, που τραγουδούσε με τον Τσιτσάνη. Κάποια φορά λοιπόν, κατέβηκα στην Αθήνα για να την ακούσω μαζί με τον Τσιτσάνη που τραγουδούσαν στην Πλάκα.
Είσαι γεννημένος το 1945 στην Κρανιά Ελασσόνας. Στο σπίτι αγαπούσε κανείς τη λογοτεχνία ή τη δημοσιογραφία;
(Γελάει). Ναι, αν σκεφτείς ότι σε ένα αγροτόσπιτο υπήρχε ο Βίκτωρας Ουγκώ ως βιβλίο και «Οι Άθλιοι». Ήταν ένα ποντικοφαγωμένο βιβλίο που πραγματικά δεν ήξερα πως είχε φτάσει στο σπίτι μας, όπου υπήρχαν μόνο τα αναγνωστικά του δημοτικού. Και ήταν όλη η γκάμα του σχολείου, γιατί ήμασταν 7 αδέλφια. Μαζί με τα αρνάκια (γελάει), γιατί η οικογένεια ήταν μια κτηνοτροφική οικογένεια. Εγώ γεννήθηκα στα βουνά.
Δηλαδή;
Στο βουνό, στο μαντρί, στο κοπάδι, έξω. Με έφεραν στο χωριό όταν σαράντισε η μάνα μου και για αυτό είμαι γραμμένος στα κοινοτικά κατάστιχα ως γεννηθείς στις 19 Φεβρουαρίου. Αν και είμαι γεννημένος την Πρωτοχρονιά (γελάει).
Επί 35 χρόνια διδάξατε στη Θεσσαλονίκη και στη Θεσσαλία. Τι σήμαινε για εσάς αυτή η εμπειρία;
Ανεκτίμητη (γελάει). Αν με ξαναρωτούσατε θα έλεγα ότι αυτό θα ήθελα να ξανα-κάνω στη ζωή μου.
Κάνατε και πολλές διαλέξεις σε διάφορα σημεία του κόσμου. Κάτι που ξεχωρίσατε;
Όλα αυτά προήλθαν από μια πολύ καλή αξιοποίηση ενός sabbatical, το 1991-92 Ως επισκέπτης καθηγητής βρέθηκα για τρεις μήνες στο Λος Άντζελες, τρεις μήνες στη ΝΥ, στο Columbia και τρεις μήνες στο Κιότο. Ήταν σημαντική εμπειρία, καθώς συνέπεσε και με μια καλή στιγμή της δικής μου διαδρομής, γιατί ήμουν ήδη ένας έμπειρος academic και μπορούσα να ανταποκριθώ σε αυτό που προσδοκούσαν και τα Ιδρύματα Υποδοχής. Γύρισα πίσω σε υψηλό βαθμό αναδιαμορφωμένος.
Κάτι ξεχωριστό; Η Ιαπωνία;
Νομίζω ότι για μένα η αποκάλυψη ήταν η Αμερική. Πώς δηλαδή αυτή η χώρα του κακού, η αυτοκρατορία του πιο ανάλγητου φιλελευθερισμού ήταν εντέλει μια πάρα πολύ δημοκρατική χώρα, που μπορεί να υποδέχεται τους πάντες, ανεχόμενη ακόμη και τα κακά αγγλικά που μιλάς. Βέβαια πήγα στις πλέον ανεκτικές στιγμές αυτής της αχανούς χώρας - στη Δυτική ακτή και στη Νέα Υόρκη.. Και ίσως δεν ήταν σύμπτωση ότι αναγνώριζα συχνά μια εγγενή συμπάθεια για τον νεότερη ελληνική καλλιτεχνική παράδοση – Καβάφης, Θεοδωράκης, Θόδωρος Αγγελόπουλος. Γενικότερα, η αμερικανική academia, με την οποία σχετίσθηκα, δεν έκρυβε καθόλου το πόσο μειονεκτικά αισθάνονταν ως προς την Ευρώπη.
Να εκτιμήσω ότι ήσασταν καλή μαθήτρια. Αγαπημένα μαθήματα ποια ήταν;
Αριστούχος και αριστεύοντας πέρασα στη Νομική Θεσσαλονίκης. Όσο για αγαπημένα μαθήματα Αρχαία, Έκθεση και Ιστορία.
Χόμπυ από εκείνα τα χρόνια;
Διάβασμα, όποιο βιβλίο έβρισκα μπροστά μου και ταξίδια.
Γιατί επιλέξατε ως σπουδές τη Νομική;
Μου άρεσε ως κλάδος σπουδών και σκεφτόμουν το διπλωματικό κλάδο.
Πως ήταν τα φοιτητικά χρόνια στο ΑΠΘ;
Τότε πρωτοτύπησα (γελάει). Παντρεύτηκα και γρήγορα απέκτησα δύο παιδιά την Σοφία και τον Απόστολο, όμως δεν μου έλειψαν οι παρέες, οι συζητήσεις, τα όνειρα και οι αναζητήσεις.
Όταν λέμε παιδικά χρόνια τι σας έρχεται στο μυαλό;
Μου έρχεται το πρώην στρατόπεδο Στρεμπενιώτικη και οι αλάνες που υπήρχαν εκεί.
Παίζατε μπάλα;
Μπάλα, κυνηγητό, κρυφτό. Θυμάμαι ότι τότε ακόμη δεν είχαν προλάβει να γίνουν ούτε τα γήπεδα ούτε οι παιδικές χαρές και είχε κάτι κτήρια του πρώην στρατοπέδου αναχώματα και γκρεμούς. Πηγαίναμε, κάναμε αναβάσεις, κάναμε ορειβασίες, μικρά παιδάκια. Ένας γκρεμό φάνταζε Όλυμπος στα παιδικά μας μάτια, οπότε η μέρα ήταν με παιχνίδι. Όλα αυτά πριν ξεκινήσω το δημοτικό. Μετά προφανώς διάβασμα και κάπου στο ενδιάμεσο να είμαι μεταξύ του σπιτιού της γιαγιάς μου και της μαμάς μου, γιατί η μητέρα μου ήταν ελεύθερη επαγγελματίας. Οπότε περνούσε αρκετές ώρες και αυτή ως εργαζόμενη και την ευθύνη μας την είχε η γιαγιά μας. Ήμουνα μεταξύ δύο σπιτιών και στις αλάνες της Νεάπολης. Με ποδόσφαιρο, μπάσκετ και ποδήλατο έπαιζα πολύ μπάσκετ, μου άρεσε.
Πιο πολύ μπάσκετ ή ποδόσφαιρο;
Πιο πολύ μπάσκετ.
Τι θέση;
Λόγω ύψους πεντάρι (γελάει). Playmaker.
Πιο πολύ μαθητής καλός ή πιο πολύ καλός αθλητής;
Και τα δύο. Μου άρεσαν και οι πολεμικές τέχνες, που έκανα και αρκετά χρόνια. Προσπαθούσα πάντα να βρω την ισορροπία.
Στο σπίτι οι γονείς με τι ασχολούνταν;
Γουναράδες.
Η πρώτη εικόνα από το σπίτι εκτός από τις γούνες;
Η πρώτη εικόνα είναι η οικογένεια, μεγάλη οικογένεια. Γιατί μεγάλωσα σε ένα σπίτι στο οποίο ήμασταν μαζί με τα αδέρφια του πατέρα μου. Που σημαίνει ότι ζούσαμε στον ίδιο χώρο 15 άτομα. Τα πρώτα μου ξαδέρφια ήταν σαν αδέρφια. Οπότε το σπίτι είναι οικογένεια. Δηλαδή, ευρύ συγγενικό πλέγμα, αλλά και μια συνεχή κίνηση.
Σχολείο εκεί πήγατε;
Όλα εκεί. Δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο.
Πώς ήταν;
Πολύ ενδιαφέρον. Όταν έφευγα από το δημοτικό έκλαψα για τον δάσκαλο, έναν πολύ αγαπημένο Ηπειρώτη δάσκαλο, που συμπύκνωνε και συμπυκνώνει όλη αυτή την παράδοση που έχουν οι δάσκαλοι από την Ήπειρο. Ένας εξαιρετικός δάσκαλος ονόματι Χρήστος Αντωνίου που με παρακίνησε. Μετά στο γυμνάσιο ήταν η εποχή της αναζήτησης, ήταν η εποχή που πήγα Κατηχητικό εξαιτίας ενός εμπνευσμένου θεολόγου και το εγκατέλειψα όταν κάποιος μάς παρότρυνε να μην διαβάζουμε Λουντέμη. Και την επόμενη στιγμή διάβασα Λουντέμη και το εγκατέλειψα (γελάει).
Το μπάσκετ από πότε έγινε κομμάτι της ζωής σας;
Το 1987, με το μεγάλο μπαμ με το ευρωμπάσκετ. Γκάλης, Γιαννάκης, έ ήταν αδύνατο να μην κολλήσω. Τότε κόλλησα με το μπάσκετ.
Τι θέση παίζατε;
Playmaker φανατικά.
Σε ομάδα;
Έπαιζα στο σχολείο όσο ήμουν οικότροφος. Στο γυμνάσιο, πρώτα κάναμε προπόνηση και μετά πηγαίναμε για μάθημα. Και μετά στην ομάδα με τους απόφοιτους. Όλη την ημέρα κάναμε σουτ. Ακόμη και σήμερα στα σουτ είμαι καλός (γελάει)…
Εκτός από μπάσκετ ήσασταν λάτρης και της μουσικής, έτσι;
Ναι, ακούγαμε ραπ. Επηρεάστηκα πολύ και είχα πάρει όλους τους δίσκους των RUN DMC.
Επιδραστικό συγκρότημα…
Είχα μεγάλο κόλλημα! Μετά το ‘ 89 ξεκίνησε και η ηλεκτρονική μουσική, το house, πολλοί djs που με επηρέασαν τότε, όπως οι Duft Punk και οι Chemical Brothers.
Κάνατε και dj;
Μετά, όταν ήμουν φοιτητής στην Ξάνθη. Δούλεψα τρία χρόνια στο «Κυβερνείο», ένα γνωστό μπαράκι στην Ξάνθη και ήμουν και στο ραδιόφωνο κάποια απογεύματα στο CorallFM, ως παραγωγός. Ωραία χρόνια…
Συνάντηση με τη Διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ και επιστημονική υπεύθυνη του Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης Ξένια Ελευθερίου
Θυμήθηκε τα παιδικά χρόνια στα μάρμαρα του Διοικητηρίου, τα γηπεδάκια στην πλατεία των Δώδεκα Αποστόλων, για μπάλα, για σπόρια από τον Ηρακλή ή για παγωτό από τον Ρόκο το καλοκαίρι
Στον «πρωινό καφέ» θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη και τα εφόδια που πήρε από το γερμανικό σχολείο, ενώ όταν η κουβέντα φτάνει στο μέλλον, το εμπόριο και τη Θεσσαλονίκη είναι όπως πάντα συγκρατημένος
Στην κουβέντα που είχαμε, ο καθηγητής στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας του ΑΠΘ θυμήθηκε την Καστοριά των παιδικών του χρόνων, αλλά και την πλούσια δημοσιογραφική του πορεία