Το ξήλωμα του ποδηλατοδρόμου επί της Λεωφόρου Νίκης αποτελεί ένα ακόμα κρίκο σε μία μακριά αλυσίδα περιπτώσεων όπου η δαιδαλώδης και αδιαφανής -για τη μεγάλη μερίδα των πολιτών- κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφορετικών επιπέδων διοίκησης αποβαίνει εντέλει εις βάρος της ποιότητας ζωής στις πόλεις μας.

Αν επιχειρήσει κανείς να παρακολουθήσει το νήμα των εξελίξεων, διαβάζοντας τη σχετική ανακοίνωση του δήμου Θεσσαλονίκης (06/02/2025), μάλλον, θα αισθανθεί απελπισία. Η εκλεγμένη διοίκηση ενός από τους μεγαλύτερους δήμους της χώρας δεν έχει την αρμοδιότητα, την ελευθερία και άρα την ευθύνη να λάβει απόφαση για τη διαμόρφωση ενός από τα σημαντικότερα τμήματα δημόσιου χώρου στην επικράτειά της.

Καθώς γίνεται παραπομπή στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας-Θράκης, επισκέφθηκα την ιστοσελίδα της, όπου παρουσιάζονται, μεταξύ άλλων, οι στόχοι της. Αναφέρεται, λοιπόν, «Οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις αποτελούν έκφραση της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 101, παρ. 1,2,3 που οργανώνει την ελληνική δημόσια διοίκηση κατά το ‘αποκεντρωτικό σύστημα’, με βασικό στόχο την εξυπηρέτηση του πολίτη στο πλησιέστερό του επίπεδο και στον πληρέστερο βαθμό». Πώς εξυπηρετείται, λοιπόν, ο πολίτης με τη συγκεκριμένη διαδικασία, την οποία, προφανώς, αδυνατεί να παρακολουθήσει. Πόσο μάλλον να συνδιαμορφώσει;

Το επιχείρημα περί πρόκλησης ατυχήματος προφανώς και έχει βάση, καθώς ο ποδηλατόδρομος επί της Λ. Νίκης απείχε πολύ από τα στοιχειώδη επίπεδα ασφάλειας και άνεσης που συναντά κανείς σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Πώς, όμως, είναι λιγότερο επικίνδυνος ο συνωστισμός που θα προκληθεί στο πλακόστρωτο κατά τους επόμενους μήνες; Είναι αυτό ένα ζήτημα που μπορεί να καθορίζεται χωρίς τη συμμετοχή των πολιτών;

Η πιλοτική πεζοδρόμηση για δύο Κυριακές κάθε μήνα ως τον Μάιο εμπεριέχει και αυτή ως απόφαση μία αντίφαση, καθώς η απόδοση επιπλέον οδοστρώματος στα αυτοκίνητα στέλνει εντελώς διαφορετικά μηνύματα από αυτά μίας πεζοδρόμησης που πιθανόν να προκαλέσει τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Και στη συγκεκριμένη περίπτωση διαπιστώνονται τα όρια του μοντέλου διοίκησης που εφαρμόζεται στη χώρα, εξαιτίας του οποίου δεν μπορούν να διαμορφωθούν ολοκληρωμένες τοπικές πολιτικές σε μία εποχή όπου η κατά τόπους δράση ενάντια στις συνέπειες της κλιματικής κρίσης είναι αδιαμφισβήτητη. Ο τομέας δε των μεταφορών ευθύνεται για το ένα τέταρτο των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην ΕΕ, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος (EEB).

Η Θεσσαλονίκη ως μία από τις 100 ευρωπαϊκές πόλεις που φιλοδοξούν να είναι κλιματικά ουδέτερες ως το 2030, βρίσκεται εγκλωβισμένη στις παλινωδίες που γεννούν οι τρόποι εκτέλεσης των έργων στον τομέα των μεταφορών (βλ. FlyOver, Μετρό, ποδηλατόδρομος). Χωρίς δομικές αλλαγές, που καλείται να διεκδικήσει τόσο η πόλη αλλά και οι δήμοι (ΚΕΔΕ) εν γένει, δεν αργεί ο χρόνος που θα έρθουμε αντιμέτωποι με την επόμενη αφορμή εκνευρισμού και οπισθοδρόμησης.

* Ο Μιχάλης Γουδής είναι Διευθυντής του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ, Γραφείο Θεσσαλονίκης- Ελλάδα

* Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 16.02.2025