Αντιμέτωποι με τις επιπτώσεις της μονοκαλλιέργειας του τουρισμού

«Όταν ζεις σε ένα νησί με τέτοιο τουριστικό περιβάλλον γύρω σου, για ποιο λόγο και με ποιο κίνητρο να πας να σπουδάσεις;». Σκέφτομαι αρκετές ημέρες τώρα την παραπάνω δήλωση μίας καθηγήτριας πληροφορικής από το ΕΠΑΛ της Σαντορίνης που διάβασα σε ένα ρεπορτάζ της Τερέζας Πεσμαζόγλου στις «Βιώσιμες Κυκλάδες» με τίτλο «Ο τουρισμός υπερισχύει της μόρφωσης». Αυτή η σύντομη πρόταση είναι τόσο ενδεικτική του πνεύματος που έχει κυριαρχήσει ειδικά στα νησιά αυτά, αλλά και στην κοινωνία ευρύτερα με την απόλυτη προτεραιοποίηση του τουρισμού στην οικονομία της χώρας.

Τα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ διαδέχονται το ένα το άλλο γύρω από τις άδειες ανοικοδόμησης ή επέκτασης σε κτίρια συνολικού εμβαδού 450.000 τ.μ. στη Σαντορίνη από το 2018 μέχρι το 2022 (Γ. Λιάλιος, Καθημερινή, 06/2023), γύρα από τα σχέδια για «48 νέες ξενοδοχειακές μονάδες στη Μήλο» (Γ. Λιάλιος, Καθημερινή, 02/2025) κ.ο.κ. Γενικά, η εικόνα που αποτυπώνεται είναι σαν να τρέχουν όλοι στις Κυκλάδες ιδιαίτερα να προλάβουν να κερδίσουν όσα μπορούν πριν στερέψει η πηγή. Χωρίς να υπάρχει η απαραίτητη πρόνοια για το τι σημαίνει μία τέτοιου είδους «ανάπτυξη» μακροπρόθεσμα για τους τόπους αυτούς παρά τις συνεχείς υπενθυμίσεις της κλιματικής κρίσης με πιο πρόσφατες τις εικόνες από τις πλημμύρες στην Πάρο.

Οι κοινωνικές επιπτώσεις είναι επίσης εμφανείς και κραυγαλέες. Το στεγαστικό ζήτημα βρίσκεται στο επίκεντρο με τις περιπτώσεις δασκάλων και γιατρών που διορίζονται σε Κυκλαδονήσια και τελικά αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη θέση τους λόγω έλλειψης πρόσβασης σε οικονομικά προσιτή κατοικία για ολόκληρο το χρόνο να πολλαπλασιάζονται. Η πίεση που ασκεί η βραχυχρόνια μίσθωση σε συνδυασμό με την έλλειψη ρυθμιστικού πλαισίου από τη μία και τη διάθεση κερδοσκοπίας των ιδιοκτητών ακινήτων από την άλλη οδηγούν σε φαινόμενα που υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή. Παράλληλα, αναδεικνύεται συνεχώς η κρίση υγειονομικής περίθαλψης στο Αιγαίο ακόμη και από ανθρώπους που γύρισαν από το εξωτερικό για να ενισχύσουν νησιά όπως η Σέριφος και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την προσπάθεια, όπως στην περίπτωση του γιατρού Θανάση Κοντάρη (LIFO, 04/2025).

Ο σεβασμός της φέρουσας ικανότητας των νησιών είναι μονόδρομος όσο πολιτικό ή οικονομικό κόστος και αν έχει. Ο συγκεκριμένος όρος αποτυπώνει τα όρια των δυνατοτήτων ενός τόπου να υποδεχθεί επισκέπτες πέρα από τον μόνιμο πληθυσμό του. Το υπουργείο Περιβάλλοντος έχει εκφράσει δημοσίως την πρόθεσή του να χρησιμοποιήσει τη φέρουσα ικανότητα ως εργαλείο για την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ ανάπτυξης και προστασίας του φυσικού και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, ενώ και το ΣτΕ με αποφάσεις του το 2021 και το 2022 παραπέμπει σε αντίστοιχη τεκμηρίωση στρατηγικών επενδύσεων ή και των νέων γενικών πολεοδομικών σχεδίων.

Και αν τα παραπάνω θέματα μπορούν να αντιμετωπιστούν με νομοθετικές παρεμβάσεις ή με έλεγχο της τήρησης του υφιστάμενου πλαισίου, η αλλαγή της νοοτροπίας απαιτεί πολύ περισσότερα. Τι είδους εκπαίδευση παρέχουν τα πανεπιστήμιά μας; Γιατί πολλά παιδιά δε βρίσκουν νόημα σε αυτή και προτιμούν την άμεση σύνδεση με το «τουριστικό περιβάλλον»; Σε μία εποχή που η ουσιαστική μόρφωση είναι το κλειδί, ώστε οι κοινωνίες να παραμείνουν ελεύθερες και σκεπτόμενες, είναι απαραίτητη η επένδυση στην παιδεία, ώστε να καταρριφθεί το επιχείρημα του προλόγου.

*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 06.04.2025