Η ευκαιρία που γεννά η προοπτική δημοψηφίσματος για τη ΔΕΘ

Κάθε βήμα που γίνεται προς την ενίσχυση της δημοκρατίας σε τοπικό επίπεδο και προς την ενδυνάμωση του ενεργού ρόλου των πολιτών είναι θετικό. Υπό αυτό το πρίσμα, η καμπάνια που έχει ξεκινήσει για τη συλλογή υπογραφών με σκοπό να ζητηθεί από το Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης διεξαγωγή τοπικού δημοψηφίσματος για το μέλλον της ΔΕΘ με βάση το άρθρο 134 του Ν. 4555/2018 είναι κάτι σημαντικό και όχι συνηθισμένο για τη Θεσσαλονίκη. Αλλά και για καμία ελληνική πόλη. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα αυτής της απαιτητικής προσπάθειας, μια και ο πήχης τίθεται στις 25.000 υπογραφές, θα ήταν ευχής έργο να αξιοποιηθεί αυτή η κινητοποίηση ως ευκαιρία σε διαφορετικά επίπεδα.

Αρχικά, είναι επιβεβλημένο να καλυφθεί το κενό ενημέρωσης και διαφάνειας για το θέμα της ΔΕΘ. Για μία συνειδητοποιημένη συμμετοχή των πολιτών στην καμπάνια και ενδεχομένως και στο δημοψήφισμα είναι απαραίτητο να γνωρίζει κανείς αναλυτικά ποιο είναι το σημερινό πλάνο ανάπλασης της ΔΕΘ, ποιες είναι οι χρήσεις γης που περιλαμβάνει, πόσο κοστίζει, ποιος είναι ο χρόνος υλοποίησής του, αν υπάρχουν όσα απαιτούνται (π.χ. συγκοινωνιακή, περιβαλλοντική μελέτη κ.ο.κ.) και ποια θα είναι η επιβάρυνση στη ζωή της πόλης κατά την εκτέλεσή του. Αντίστοιχα και για την αντιπρόταση που αφορά το Μητροπολιτικό Πάρκο.

Παράλληλα, ένδειξη σεβασμού προς την πόλη θα ήταν ένας ανοιχτός διάλογος όλων των εμπλεκόμενων φορέων, πολλοί εκ των οποίων δε βρίσκονται καν στη Θεσσαλονίκη. Ένας διάλογος που δεν έχει λάβει χώρα επί της ουσίας ποτέ επί του θέματος. Ιδέες για το τι καθιστά έναν δημόσιο διάλογο επαρκή και συμπεριληπτικό υπάρχουν πολλές από το εξωτερικό με τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα την απόφαση του δήμου του Παρισιού να πεζοδρομήσει και να πρασινίσει 500 επιπλέον δρόμους με βάση το αποτέλεσμα σχετικού δημοψηφίσματος.

Η συζήτηση για τη ΔΕΘ δεν είναι συζήτηση για ένα οικόπεδο. Είναι ένα διακύβευμα καθοριστικό για το μέλλον της Θεσσαλονίκης, καθώς πρόκειται για έναν χώρο ζωτικό που μπορεί να επηρεάσει δείκτες για την ποιότητα ζωής στην πόλη για δεκαετίες. Δείκτες που συνήθως τίθενται σε χαμηλότερη προτεραιότητα από το οικονομικό κέρδος, όταν λαμβάνονται υπόψη. Για παράδειγμα, η δημόσια υγεία και η ατμοσφαιρική ρύπανση, η ψυχική υγεία των παιδιών και των ηλικιωμένων σε μία τόσο πυκνοδομημένη πόλη κ.τ.λ. Το αστικό περιβάλλον ήταν ανέκαθεν πεδίο σύγκρουσης συμφερόντων. Με τα λόγια της σπουδαίας Αμερικανίδας ακτιβίστριας και συγγραφέα, Jane Jacobs «Οι πόλεις έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν κάτι για όλους/ες, μόνο επειδή, και μόνο όταν, δημιουργούνται από όλους/ες».

Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η Θεσσαλονίκη είναι ένας διχασμός με βάση συνθήματα και θόρυβο. Ο δημόσιος διάλογος πεθαίνει στην πράξη όταν όλα λέγονται με την επανάληψη των ίδιων, λίγων λέξεων και με «πιασάρικα» κλισέ που προωθούν ένα διαχωρισμό με οπαδικούς, μανιχαϊστικούς όρους. Αυτοί οι όροι κατεβάζουν πολύ το επίπεδο της πολιτικής λειτουργίας στη χώρα και όσο βολικό και αν είναι για μεγάλο μέρος των εμπλεκομένων, είναι βασικός λόγος αποξένωσης για ακόμη περισσότερους. Ο δημόσιος χώρος ως Κοινό είναι το ιδανικό θέμα για εξάσκηση των δημοκρατικών αντανακλαστικών στην πόλη. Πολίτες, αρχές και φορείς έχουμε ευθύνη να μην τα αφήσουμε να ατροφήσουν άλλο.

*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 13.04.2025