
Την εβδομάδα που μας πέρασε το Μέγαρο Μουσικής φιλοξένησε μια ακόμη μεγάλη εκδήλωση εστιασμένη στον τουρισμό. Ακόμη μια ευκαιρία να επαναληφθούν τα γνωστά ευχάριστα κλισέ για τη Θεσσαλονίκη μας, με τα τεράστια πλεονεκτήματα, όπου υποτίθεται πως η μακραίωνη ιστορική διαδρομή γίνεται αισθητή άμεσα και καθημερινά. Τραγικά διαφορετική η πραγματικότητα. Με μόνη εξαίρεση τη Ροτόντα, (κρυμμένη κι αυτή πίσω από μπετόν και τηλεοπτικές κεραίες), η Θεσσαλονίκη ως βίωμα δεν αποτελεί παλίμψηστο, δεν είναι Ρώμη, όπου η συσσωρευμένη κληρονομιά αιώνων μπερδεύεται γοητευτικά σε κάθε γωνιά της.
Το ιστορικό κέντρο της μετά την πυρκαγιά και την -έστω κουτσή- εφαρμογή του σχεδίου Εμπράρ διαθέτει σύγχρονη ρυμοτομία, εντός της οποίας οι -όχι διάσημοι- αρχαιολογικοί της χώροι αποτελούν αυστηρά οριοθετημένα εκθέματα. Τα -σεμνά ως προς το μέγεθος- εκλεκτικιστικά και νεοκλασικά κτίρια του μεσοπολέμου πιθανώς θα συνέθεταν ένα σκηνικό πολύ πιο ταιριαστό στα τουρκικά λουτρά, στις βυζαντινές εκκλησίες και στα ρωμαϊκά δημόσια κτίρια και τείχη, όμως δεν ισχύει το ίδιο για τις μονότονες οκταόροφες πολυκατοικίες του ‘60 και του ‘70, τον κανόνα.
Ποια όμως είναι τα πλεονεκτήματά μας, όπως αναφέρονται και σε σχετική έκθεση της έγκυρης Deloitte; Στρατηγική θέση, πολυάριθμες αεροπορικές συνδέσεις, ποιοτικά ξενοδοχεία, πολυπολιτισμικότητα, καλή κουζίνα, πλούσια ιστορία: στοιχεία σε γενικές γραμμές υπαρκτά, που βέβαια διαθέτει σε υπερθετικο βαθμό η Φρανκφούρτη, μαζί με πλούτο, καθαριότητα και εξαιρετική αναγνωρισιμότητα. Το πρόβλημα είναι πως κανείς δεν πάει για τουρισμό στην έδρα της Fraport. Η -παρόμοιου μεγέθους- γερμανική πόλη καθημερινά φιλοξενεί δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους των επιχειρήσεων και της πολιτικής, καθώς αποτελεί ένα από τα τρία οικονομικά κέντρα της Γηραιάς Ηπείρου, μα τουριστικός πόλος σίγουρα δεν είναι. Συνεπώς, η ανοικοκύρευτη φτωχούλα Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να περιμένει πολλά περισσότερα αν μείνει κολλημένη στα σημερινά της στοιχειώδη προσόντα. Ειδικά όταν υποφέρει από προβληματικές υποδομές, έλλειψη πρασίνου, αέρια μόλυνση (πανελλήνια πρωταθλήτρια στα μικροσωματίδια), ισχνή αρχιτεκτονική παρακαταθήκη και λιγοστές οργανωμένες εναλλακτικές για τους τουρίστες. Πώς να το κάνουμε, δεν γίνεται να πουλάμε μια βαλκανική και βορειοαφρικανική εικόνα ως γλυκιά γραφικότητα και ανθρώπινη ζεστασιά • κάποιοι θα τσιμπήσουν, αλλά δύσκολα θα ξαναπατήσουν. Παγκόσμιο brand έτσι δεν χτίζεται.
Και πώς λοιπόν χτίζεις το πολυπόθητο brand; Υποθέτω μόνο αφού κοιτάξεις την πραγματικότητα κατάματα, αναγνωρίσεις με θάρρος τα αρνητικά και εστιάσεις προσηλωμένα στα όσα θετικά. Το ότι κατεδάφισες μεγάλο μέρος της αρχιτεκτονικής σου κληρονομιάς δεν μπορεί να διορθωθεί, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αναπόδραστο το σημερινό χάλι • όψεις μπορούν να συντηρηθούν/αποκατασταθούν, ταράτσες να καθαριστούν, διαφημιστικές ταμπέλες να απομακρυνθούν, πλατείες να αποκτήσουν ταυτότητα, προαιώνια μνημεία να συναποτελέσουν ενότητα. Το ιστορικό κέντρο και μερικά ακόμη επιλεγμένα σημεία εντός του αστικού ιστού μπορούν να προσφέρουν συμπαθητικά αξιοθέατα και να αναδείξουν όσα ενδιαφέροντα συνέβαιναν εδώ επί 2300 χρόνια. Αν προσθέσουμε ενιαίου ύφους δημοτικό εξοπλισμό, ανανεωμένο γλυπτό διάκοσμο (ο σημερινός περισσότερο χαρακτηρίζει ακριτική κωμόπολη), ευρωπαϊκό τρόπο λειτουργίας και φυσικά συσχέτιση με τον πολιτιστικό-γαστριμαργικό-οινικό πλούτο όλης της Κεντρικής Μακεδονίας, τότε σίγουρα θα μιλάμε για μια πόλη κατάλληλη να την επισκέπτεσαι και -κυρίως- να τη ζεις.
Ειδικά η υψηλή ποιότητα ζωής είναι ένας στόχος που θα πρέπει να κυνηγήσουμε οπωσδήποτε, επειδή είναι επιεικώς κωμικό το να προσδοκούμε ευημερία ποντάροντας τα ρέστα μας σε μία οικονομική δραστηριότητα. Γενικά δεν έχουμε την πολυτέλεια να βασίσουμε το μέλλον μας αποκλειστικά στον τουρισμό, στην οικοδομή, στην εστίαση ή στα logistics, τουτέστιν μόνο σε όσα σήμερα θεωρούνται… μοδάτα. Είναι ξεκάθαρο ότι εισερχόμαστε σε εποχή μεγάλων ανακατατάξεων, οι οποίες θα ανατρέψουν πολλά εξ όσων σήμερα θεωρούμε δεδομένα. Οι δασμοί θα μπορούσαν να περιορίσουν το παγκόσμιο εμπόριο, η κλιματική αλλαγή ίσως καταστήσει δύσκολη τη διαβίωση στη Μεσόγειο, οι ψηφιακοί νομάδες θα χαθούν αν επιστρέψει η υποχρέωση φυσικής παρουσίας, και σε ένα δυσχερές περιβάλλον τα μακρινά ταξίδια θα αφορούν λίγους και εκλεκτούς, ικανούς να καταβάλουν το υπέρογκο κόστος τους. Συνεπώς, θα πρέπει να ξεχάσουμε τις θεωρίες του ‘90 περί μονόδρομου ανάπτυξης μέσω των υπηρεσιών και να ξαναστραφούμε στην παραγωγή, χωρίς να χρονοτριβούμε. Άλλωστε ο εγχώριος τριτογενής τομέας φημίζεται για τους χαμηλούς μισθούς του, άρα η αλλαγή υποδείγματος σίγουρα δεν θα μας βλάψει.
Τι θα παράγει άραγε η Θεσσαλονίκη; Αυτή τη στιγμή περιορίζεται κυρίως σε τρόφιμα-ποτά, δομικά υλικά, πετροχημικά και λογισμικό. Με εξαίρεση το τελευταίο, η πόλη και η ευρύτερη περιοχή της προσφέρει αγαθά μάλλον χαμηλής προστιθέμενης αξίας, συχνά ανίκανα να εξαχθούν σε μακρινές χώρες. Τουτέστιν, ούτε από το τωρινό μεταποιητικό μείγμα μπορούμε να περιμένουμε πολύ περισσότερα, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι οι ισχυρότερες επιχειρήσεις αυτών των κλάδων ήδη παράγουν και στις ξένες αγορές τους, ώστε να παραμείνουν αρκούντως ανταγωνιστικές. Από τα παραπάνω καταλαβαίνουμε πως θα πρέπει να στραφούμε σε πιο ακριβά είδη, και εδώ προκύπτει νέο ερώτημα: ποιά θα μπορούσαν να είναι αυτά, πέραν του software; Σίγουρα δεν μπορούμε να μιλάμε για βαριά βιομηχανία βορειοευρωπαϊκού τύπου, διότι ούτε η γεωγραφική μας θέση το επιτρέπει, ούτε οι τοπικές πρώτες ύλες, ούτε το υπάρχον επιχειρηματικό οικοσύστημα, ούτε η κεφαλαιακή επάρκεια, ούτε το διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό. Μάλλον θα πρέπει να στραφούμε σε παραγωγή σχετικά μικρού όγκου και υψηλής ποιότητας, κοινώς σε μοντάρισμα ασιατικών προϊόντων, σε ηλεκτρονικά, σε εξειδικευμένα χημικά, σε χειροποίητα κοσμήματα, σε ακριβά ρούχα και αξεσουάρ, σε αμυντικά συστήματα, σε αναγνωρίσιμα έπιπλα, σε περιζήτητα τρόφιμα και σε οικολογικά καλλυντικά.
Και ποιός θα τα παράξει όλα αυτά; Η βορειοελλαδίτικη επιχειρηματικότητα αποδεκατίστηκε κατά τη μνημονιακή περίοδο, με λιγοστές εξαιρέσεις που ομολογουμένως προχωρούν με άλματα. Την ίδια στιγμή το όλο περιβάλλον παραμένει απελπιστικά στάσιμο: το εκπαιδευτικό σύστημα εξακολουθεί να μην προσαρμόζεται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας, οι τράπεζες να μη στηρίζουν νεοφυείς εταιρείες καινοτομίας, το κράτος να μην εξαφανίζει τα αντικίνητρα. Δυστυχώς είμαι πολύ μικρός για να ξέρω πώς ακριβώς θα επιστρέψει η παραγωγή στη Θεσσαλονίκη. Ξέρω πάντως καλά ότι αν δεν επιστρέψει δεν θα σηκώσουμε ποτέ κεφάλι, και ότι η επιστροφή προϋποθέτει την προσέλκυση ξένων, επενδυτών και εργαζομένων. Πρέπει να βρούμε τον τρόπο, και πρέπει να τον βρούμε εδώ, οι ίδιοι. Όσον αφορά τον στρατηγικό σχεδιασμό, από την Αθήνα μπορούμε να περιμένουμε τα βασικά και τίποτα παραπάνω. Ασχέτως ανασχηματισμών.
Κλείνω με μια δυσάρεστη υπενθύμιση. Ζούμε στην… πρωτεύουσα των χαμένων ευκαιριών: δεν κατόρθωσε να γίνει εξέχουσα πόλη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, δεν κατόρθωσε να επωφεληθεί από τις οθωμανικές μεταρρυθμίσεις του 1870, δεν κατόρθωσε να αποκτήσει γαλλικό αέρα μετά το 1917, δεν κατόρθωσε να αποκτήσει το βιομηχανικό εκτόπισμα που οραματίστηκε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, δεν κατόρθωσε να καταστεί ευρωπαϊκή ηγέτιδα στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας, δεν κατόρθωσε να γίνει μητρόπολη των Βαλκανίων. Το μόνο που σίγουρα κατόρθωσε είναι να την ειρωνεύονται ως πρωτεύουσα του καφέ.
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 16.03.2025