Η αλλαγή ρότας του Κυριάκου Μητσοτάκη

Ο Κυριάκος Μητσοτάκη αιφνιδιάστηκε από την «ζημιά» που κάνει στην κυβέρνησή του η υπόθεση των Τεμπών -την οποία κακώς του εμφάνιζαν ως ελεγχόμενη κι εύκολα διαχειρίσιμη- και που προσπαθεί εκ των υστέρων να απαντήσει, προκειμένου να αποφύγει τα χειρότερα

Αφού πειραματίστηκε επί δύο βδομάδες στην γραμμή της «συγκατάβασης» και της «αυτοκριτικής» ευελπιστώντας πως θα αντιστρεφόταν το κλίμα δυσπιστίας της κοινής γνώμης για τους χειρισμούς της κυβέρνησης στην τραγωδία των Τεμπών, μετά τις νέες δημοσκοπήσεις που δεν δικαίωσαν τις προσδοκίες, επανήλθε στην γνωστή συνταγή της σκληρής γραμμής. Της υπεράσπισης των πεπραγμένων της κυβέρνησης και των κρατικών υπηρεσιών αφενός και της στοίχισης πίσω από την λειτουργία της «ανεξάρτητης δικαιοσύνης» αφετέρου.

Ο λόγος φυσικά για τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, που αιφνιδιάστηκε από την «ζημιά» που κάνει στην κυβέρνησή του η εν λόγω υπόθεση -την οποία κακώς του εμφάνιζαν ως ελεγχόμενη κι εύκολα διαχειρίσιμη- και που προσπαθεί εκ των υστέρων να απαντήσει, προκειμένου να αποφύγει τα χειρότερα.

Η αλλαγή της στάσης του πρωθυπουργού στην συνέντευξη που έδωσε στον Σρόιτερ του ALPHA, εδραζόταν σε τρεις παραδοχές: ότι «παραπλανήθηκε» από λαθεμένα στοιχεία που του παρουσίασαν, ότι ήταν «κακιά στιγμή της Βουλής» η εξεταστική επιτροπή που συσκότισε τα πράγματα και λειτούργησε ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για όλο το πολιτικό προσωπικό και ότι σκύβει το κεφάλι στην Καρυστιανού και τους λοιπούς συγγενείς των αδικοχαμένων, αφήνοντάς τους στο απυρόβλητο.

Η επιλογή του πρωθυπουργού να αποδεχτεί το λαϊκό αίσθημα, είχε ξαφνιάσει τους «σκληρούς» του κόμματός του, αλλά επικροτήθηκε από μεγάλο τμήμα των πολιτών εκείνων που ήθελαν από τον Κυριάκο Μητσοτάκη έναν πιο ανθρώπινο κι ευρωπαϊκό τρόπο λειτουργίας. (Η στήλη έγραψε για γενναία στάση).

Ωστόσο η πολιτική είναι αδυσώπητη και κρίνεται στο πεδίο. Κι όταν λέμε στο πεδίο, εννοούμε είτε στις κάλπες, είτε στις δημοσκοπήσεις.

Στις δημοσκοπήσεις λοιπόν που ακολούθησαν, το κλίμα δυσφορίας των πολιτών, δεν έδειξε να υποχωρεί. Απεναντίας μεγάλωσε. Φρόντισαν γι’ αυτό και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που αντί να χειροκροτήσουν τις παραδοχές του πρωθυπουργού και να χτίσουν ένα περιβάλλον συναίνεσης μέσα στο οποίο να αναζητηθούν απαντήσεις και η αιτούμενη δικαιοσύνη, θεώρησαν πως βρήκαν μια ακόμη ευκαιρία να του επιτεθούν, χαρακτηρίζοντάς την προσχηματική κι εκ του πονηρού. (Κάποιοι δεν δίστασαν να απευθύνουν ευθείς κατηγορίες για υποστηρικτές των λαθρεμπόρων, δολοφόνους κλπ. Απίθανα πράγματα)

Ίσα ίσα που πρόλαβε να… θυσιαστεί ο Τριαντόπουλος απομακρυνόμενος από την κυβέρνηση και παραπεμπόμενος σε προανακριτική επιτροπή για το ξεμπάζωμα- μπάζωμα του χώρου και την επακόλουθη αλλοίωση του τόπου του εγκλήματος και το Μαξίμου άρχισε να προβληματίζεται εκ νέου.

Τα βίντεο που… διέρρευσαν στον Πορτοσάλτε και ο περίεργος τρόπος που παρουσιάστηκαν δύο χρόνια μετά το τραγικό δυστύχημα, σηματοδότησαν την νέα αλλαγή στάσης της κυβέρνησης η οποία επανήλθε στην ασφάλεια του... σκληρού ροκ, όπως το μάθαμε από την εποχή που μεσουρανούσε ο Λαλιώτης στην διαμόρφωση της επικοινωνιακής γραμμής του ΠΑΣΟΚ.

-----------------------------------------

* Η συνέχεια είναι γνωστή: τα κόμματα της αντιπολίτευσης καταγγέλλονται πως εργαλειοποιούν την τραγωδία, οι γονείς των θυμάτων πως επιδιώκουν να κάνουν πολιτική καριέρα και όλοι μαζί, μαζί με όσους μιλάνε για απόπειρα συγκάλυψης, υπηρετούν ένα σχέδιο υπονόμευσης της κυβέρνησης κι αποσταθεροποίησης της χώρας.

Συνδυαστικά με αυτά, η κυβέρνηση επικαλείται σθεναρά την λειτουργία της δικαιοσύνης ομνύοντας στην ανεξαρτησία της, ενώ υποστηρικτές της βγαίνουν μπροστά στα μέσα ενημέρωσης και τα σόσιαλ μίντια, διακινώντας καμπάνια κατά της συμμετοχής στις συγκεντρώσεις που θα οργανωθούν με αφορμή την επέτειο των δύο χρόνων από το τραγικό συμβάν, την ερχόμενη Παρασκευή.

* Η νέα αυτή ρότα της κυβέρνησης, συνοδεύεται από εγκατάλειψη του σεναρίου για ανασχηματισμό (με τον οποίο θα απομακρύνονταν όσοι είχαν προκαλέσει την κρίση δυσπιστίας της κοινής γνώμης), την όξυνση των τόνων προς τα άλλα κόμματα και ευθεία πρόκληση της αντιπολίτευσης να καταθέσει πρόταση μομφής και να… «τα πούνε στη βουλή». Ως απαραίτητο συμπλήρωμα -για να καλλιεργηθεί η πεποίθηση ότι η κυβέρνηση ασχολείται με τα προβλήματα της χώρας και των πολιτών- εγκαινιάζεται μια πολιτική περιοδειών του πρωθυπουργού κι ενίσχυσης των πολιτικών πρωτοβουλιών της κυβέρνησης.

Δεν ξέρω αν καταφέρει η κυβέρνηση να κάνει το θέμα των Τεμπών να υποχωρήσει στη συνείδηση του κόσμου και το ενδιαφέρον του να μετατοπιστεί αλλού. Αλλά πού να μετατοπιστεί; Στην ακρίβεια; Στο κόστος της ενέργειας; Συγχωρείστε με, αλλά δεν μπορώ να συμφωνήσω με εκείνους που βλέπουν πως μπορεί να αναστραφεί εύκολα το κλίμα στην κοινή γνώμη, επειδή έτσι…

* Τα Τέμπη, είναι πολλά περισσότερα από ένα τραγικό δυστύχημα με 57 αδικοχαμένους. Τρία είναι τα επίπεδα στα οποία ένας καλοπροαίρετος προβληματίζεται γύρω από αυτήν την υπόθεση.

Πρώτο αυτά που προηγήθηκαν του δυστυχήματος. Τα όσα δηλαδή σχετίζονται με τη λειτουργία του ελληνικού σιδηρόδρομου, τη σύμβαση 717, την οργάνωση του ΟΣΕ, το ρουσφετολογικό κομματικό κράτος που τοποθετεί ανεπαρκείς στη διοίκηση και «ημέτερους» σε κρίσιμα πόστα (σταθμάρχης), τη λειτουργία της ιδιωτικοποιημένης εταιρείας εκμετάλλευσης των σιδηροδρόμων, τις προδιαγραφές ασφάλειας, καταγραφής κι ελέγχου που υπήρχαν.

Δεύτερο επίπεδο είναι αυτό καθαυτό το τραγικό περιστατικό. Πώς αφέθηκε η ευθύνη σε έναν άνθρωπο να λειτουργήσει τον σιδηρόδρομο στην χώρα; Πώς επιλέχθηκε αυτός ο άνθρωπος για τη συγκεκριμένη θέση; Γιατί αυτός ήταν μόνος του την κρίσιμη στιγμή; Τι μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία κλπ;

Τρίτο επίπεδο ήταν τα όσα ακολούθησαν το τραγικό συμβάν με δεδομένο τον στόχο - υποχρέωση για πλήρη διαλεύκανση των συνθηκών, για αναζήτηση πολιτικών αλλά και ποινικών ευθυνών και την απόδοσή τους. Δύο χρόνια είναι αρκετός χρόνος για να μπορεί η κοινή γνώμη να αξιολογήσει αυτό το τρίτο επίπεδο. Το μπάζωμα, η εξαφάνιση κρίσιμων ντοκουμέντων, η προφανώς προσχηματική εξεταστική επιτροπή της Βουλής, η δικαιολογημένη αμφισβήτηση της επάρκειας και της ταχύτητας των ερευνών που γίνονται για την διακρίβωση των συνθηκών και των αιτιών.

* Όλα αυτά μαζί, συνδιαμορφώνουν την πεποίθηση πως στην επικοινωνία πηγαίνουμε καλά αλλά επί της ουσίας τίποτα δε διορθώνεται στην ψωροκώσταινα. Ότι τα βήματα βελτίωσης της λειτουργίας της χώρας μας, είναι λίγα και… σημειωτόν. Τα Τέμπη, έφεραν στο φως τις παθογένειες της σύγχρονης Ελλάδας. Την ανικανότητα να παραχθεί έργο, το κομματικό κράτος που επιμένει να θριαμβεύει (διοικήσεις περιορισμένης δυνατότητας, ρουσφετολογικές τοποθετήσεις σταθμάρχη, κρατικές αρχές που «παίρνουν γραμμή», δικαιοσύνη με ρυθμό χελώνας κι ενδεχόμενα ευεπίφορη σε υποδείξεις κλπ.). Τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος όχι με γνώμονα το δίκιο και το δέον γενέσθαι, αλλά το συμφέρον του κόμματος στο βωμό του οποίου επιτρέπονται εκπτώσεις και προσαρμογές.

* Όπως συμβαίνει πάντα, η νέα γραμμή πλεύσης της κυβέρνησης, θα κριθεί στο πεδίο. Στις δημοσκοπήσεις του Μαρτίου και προηγουμένως στο πλήθος που θα μετάσχει στις συγκεντρώσεις της ερχόμενης Παρασκευής.

Βέβαια, μην νομίσει κανείς ότι η αλλαγή στρατηγικής της κυβέρνησης θα κριθεί επιτυχής, αν αναστρέψει πλήρως το κλίμα και βγει ο κόσμος στους δρόμους να χορεύει ευτυχισμένος. Στις δύσκολες περιπτώσεις -όπως η τρέχουσα- αυτό που μετράει είναι τα έστω μικρά οφέλη που θα υπάρχουν σε σύγκριση με αυτό που θα συνέβαινε αν η κυβέρνηση παρέμενε στην ίδια ρότα.

* Θεωρώ, ότι οι επιδιώξεις του Μαξίμου είναι μικρές, αλλά βαρύνουσας σημασίας. Θέλει σε αυτήν την φάση να περιχαρακώσει το 30 % του πληθυσμού, να πολυδιασπάσει το μέτωπο των επικριτών και να κερδίσει χρόνο για να δει τι κάνει σε μεταγενέστερη περίοδο όταν η συγκυρία είναι ευνοϊκότερη για την κυβέρνηση.

Για να το πετύχει αυτό, θα εκμεταλλευτεί όσο γίνεται την υπεροπλία του Κυριάκου Μητσοτάκη έναντι των ενδεχόμενων εναλλακτικών λύσεων (μόνον ο …κανένας τον κερδίζει στις προτιμήσεις για πρωθυπουργό) και τη στήριξη των μηχανισμών εξουσίας- και των φιλικών συστημάτων επηρεασμού της κοινής γνώμης.

* Κοντολογίς, οσμίζομαι μια εξαιρετικά κακή περίοδο για την πολιτική ζωή της χώρας, με την τοξικότητα να ξεπερνά τα φυσιολογικά όρια, εγκυμονώντας κινδύνους εκτροχιασμού. Μακάρι να διαψευστώ.

* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 23.02.2025