Δικαιοσύνη του twitter ή των δικαστών;

Μάκης Βοϊτσίδης
Γράφει Μάκης Βοϊτσίδης Δημοσιογράφος

Το 2010 διαπιστώσαμε ότι το πολιτικό σύστημα είχε οδηγήσει τη χώρα στα πρόθυρα της πτώχευσης. Κυρίως το μέρος του που είχε κυβερνήσει, λιγότερο εκείνο που αξίωνε διαρκώς παροχές αλλά, πάντως, σύσσωμο. Αντί να σοβαρευτούμε και να αξιώσουμε το κράτος να λειτουργεί ορθολογικά και διαφανώς, αναζητήσαμε ταχυδακτυλουργούς. Από τον Σαμαρά, που μιλούσε για «διαφορετικό μίγμα μέτρων», έως τον Σώρρα, που διαβεβαίωνε ότι υπήρχε ένα κρυφό θησαυροφυλάκιο με 600 δισεκατομμύρια. Με ενδιάμεσες εκδοχές για όλα τα γούστα που φρόντιζε να μας συστήνει η λαϊκίστικη τηλεόραση.

Τελικά, ο ελληνικός λαός επέλεξε τον Τσίπρα και τον Καμμένο που υπόσχονταν ότι θα καταργούσαν τα μνημόνια «με έναν νόμο και με ένα άρθρο», οπότε οι σλοβάκοι φορολογούμενοι θα μας δάνειζαν αενάως, ώστε να έχουμε συνταξιούχους με είκοσι χρόνια εργασίας και εργαζόμενους στις ΔΕΚΟ με μισθούς τέσσερις χιλιάδες. Οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αποδείχθηκαν αυτό που η στοιχειώδης μεν, εξόριστη όμως από τη δημόσια σφαίρα, λογική έλεγε. Ανίκανες να μοιράσουν δύο γαϊδάρων άχυρα και επικίνδυνες για τη δημοκρατία. Τρομοκρατημένο όχι από το -σταλινικής σκηνοθεσίας- σκάνδαλο «Νοβάρτις» αλλά από την απειλή για την τσέπη του, το εκλογικό σώμα ψήφισε Νέα Δημοκρατία. Κάποιοι ψήφισαν προσωπικά Μητσοτάκη, ελπίζοντας ότι θα αποδεικνυόταν όσο μεταρρυθμιστής φαινόταν, αλλά αυτοί ήταν λίγοι. Η μεταρρύθμιση του κράτους δεν υπήρξε ποτέ αίτημα της ελληνικής κοινωνίας. Ούτε υπήρξε αποτέλεσμα μεταρρυθμιστικής ατζέντας η θριαμβευτική επανεκλογή το 2023. Ήταν το χρήμα που έπεσε στην αγορά λόγω COVID-19 και τα ψιμύθια των ψηφιακών εφαρμογών. Η γραφειοκρατία του δημοσίου διατηρήθηκε ανέπαφη, το κράτος των «κολλητών» επίσης. Και έτσι χάθηκε μία μεγάλη ευκαιρία.

Μικρογραφία αυτού του σκηνικού θα αποτελέσει η τραγωδία των Τεμπών. Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να μεταβολιστεί σε αξίωση όχι μόνο για τον εκσυγχρονισμό των ελληνικών σιδηροδρόμων αλλά για τη λειτουργία του κράτους, στο οποίο ένας κτηνοτρόφος μπορεί να γίνεται αποθηκάριος και μετά σταθμάρχης σε έναν από τους δυσκολότερους σταθμούς του δικτύου. Στο οποίο όποιος υπάλληλος θέλει φεύγει πριν από την ώρα του, υπογράφοντας σε ένα μπακαλοτέφτερο. Στο οποίο οι «συμμορίες του χαλκού» αφήνονται ανεξέλεγκτες να λεηλατούν ακόμη και τις υποδομές ασφαλείας, επειδή οι κατευθυνόμενες από τους «αρχηγούς» ψήφοι πηγαίνουν πακέτο σε όποιον κυβερνά. Στο οποίο το σιδηροδρομικό δίκτυο έχει ακρωτηριασθεί, προς όφελος των λόμπι των οδικών και αεροπορικών μεταφορών. Στο οποίο μία σύμβαση -ορισμός της κρισιμότητος- που έπρεπε να τελειώσει το 2016, παραμένει ανεκτέλεστη έως σήμερα. Και στο οποίο, εντέλει, κανένας δεν αξιολογείται. Πλην -τι ειρωνία!- των δικαστών οι οποίοι και με εξαντλητικές εξετάσεις εισέρχονται στο σώμα, και ελέγχονται κάθε χρόνο για την επάρκεια των αποφάσεών τους και παύονται από τα καθήκοντά τους. Κάτι που αν το πεις σε κάποιον από τους «οργισμένους» δημόσιους υπαλλήλους των συγκεντρώσεων για τα Τέμπη, θα πάθει εγκεφαλικό.

Αντί, λοιπόν, να πιάσουμε το νήμα από την αρχή, πελαγοδρομούμε. Δεν συζητάμε τι έφταιξε για τη σύγκρουση των τρένων και τι πρέπει να γίνει, ώστε αυτή να είναι η τελευταία σιδηροδρομική τραγωδία. Συζητάμε αποκλειστικά για το «μετά» και για σενάρια με στοιχεία γραφικότητος. Είναι σαφές ότι ούτε η μεταρρύθμιση του κράτους ούτε καν ο εκσυγχρονισμός του σιδηροδρομικού δικτύου, αποτελούν αξίωση της ελληνικής κοινωνίας. Η αξίωση είναι να φύγει ο Μητσοτάκης και ας μην αλλάξει τίποτε άλλο. Μία χαρά ως αίτημα, αρκεί να διατυπώνεται καθαρά. Το πρόβλημα αρχίζει, όταν κρύβεται πίσω από το σύνθημα «Δικαιοσύνη». Γιατί δικαιοσύνη στις δημοκρατίες απονέμει η Δικαιοσύνη. Όποιος αξιώνει δικαιοσύνη χωρίς να περιμένει τι θα κρίνει η Δικαιοσύνη, πολύ περισσότερο, όταν την αμφισβητεί εκ των προτέρων, απλώς θέλει λαϊκή δικαιοσύνη. Twitter, πλατείες, δημαγωγούς και δεν συμμαζεύεται. Τουλάχιστον, ας μην κοροϊδευόμαστε…

*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 09.03.2025