
Η χειρότερη κατάσταση στην οποία μπορεί να βρεθεί ένας πολιτικός, μια κοινωνική οργάνωση (συνδικαλιστικός σύλλογος, επιμελητήριο) ή και ένα κόμμα ολόκληρο, είναι έρχεται αντιμέτωπος με την παγερή αδιαφορία των ανθρώπων στους οποίους απευθύνεται.
Να μιλάει και να του γυρίζουν την πλάτη. Να παρουσιάζει περισπούδαστες αναλύσεις και να μην τις ακούει κανείς. Να δηλώνει την ετοιμότητά του να αναλάβει δράση και να μην τον καλούν για τίποτα. Να υποβάλει προτάσεις για την αντιμετώπιση κάποιου σημαντικού προβλήματος και να σφυρίζουν αδιάφορα εκείνοι που υποτίθεται θα έπρεπε να πετούν τη σκούφια τους από ικανοποίηση.
Αυτή η κατάσταση, το να λες και να κάνεις πράγματα αλλά να συναντάς έναν τοίχο και κανείς να μην νοιάζεται για αυτά, αποτελούν το πολιτικό τέλος ενός πολιτικού- προσώπου ή οργανισμού. Έχοντας περιέλθει σε μια τέτοια φάση ένας πολιτικός, οφείλει να το πάρει απόφαση ότι τα ψωμιά του τελείωσαν και να σχεδιάσει την όσο το δυνατόν πιο τιμητική γι αυτόν οικειοθελή του αποχώρηση, αν θέλει να αποφύγει την αποδοκιμασία και την ήττα. Αντιστοίχως, μια κοινωνική οργάνωση (συνδικάτο, φορέας, κόμμα κλπ) αν συναντά την αδιαφορία των ανθρώπων που εκπροσωπεί και φιλοδοξεί να καθοδηγεί, οφείλει να κάνει την αυτοκριτική της και να αναπροσαρμόζει την ρότα της, ώστε να αναθερμάνει την επαφή και την σχέση της με τους οπαδούς της.
Βέβαια, η κατάσταση του να μιλάς σε ώτα μη ακουόντων, ή το να νομίζεις ότι εκπροσωπείς κάποιους οι οποίοι αδιαφορούν και όχι μόνον δεν συνεγείρονται αλλά δεν ακούν καν, δεν έρχεται από την μια στιγμή στην άλλη. Είναι μια μακρά περίοδος που έχει προηγηθεί, μέσα στην οποία συντελούνται αργά αργά οι μεταβολές στην σχέση του πολιτικού ή της κοινωνικής οργάνωσης με τους φίλους- οπαδούς- δυνητικούς υποστηρικτές.
Πρώτο στάδιο, η αμφιβολία. Μήπως κάνει λάθος ο άνθρωπός μου, το κόμμα μου, το συνδικάτο μου;
Δεύτερο στάδιο, η δυσπιστία και η αμφισβήτηση της ειλικρίνειας ή της ορθότητας των λεγόμενων.
Τρίτο στάδιο, η διαφωνία. Λάθος κάνει, λάθος η πρόταση του, λάθος η πρωτοβουλία του.
Τέταρτο στάδιο, η απαξίωση. Το να μιλάει ο πολιτικός και να μην σε νοιάζει. Να είσαι σίγουρος πως ό,τι λέει είναι χωρίς αντίκρισμα και πως δεν σε ενδιαφέρει οτιδήποτε πει ή κάνει.
Πέμπτο στάδιο, τον κάνεις αόρατο. Δεν τον ακούς, δεν τον βλέπεις. Πας για άλλα.
Τα σκέφτομαι αυτά, παρατηρώντας την χαμηλή απήχηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης στους ανθρώπους που αποδοκιμάζουν την κυβέρνηση και ψάχνουν εναλλακτικές. Όπως και τα σκέφτομαι, βλέποντας ότι ακόμη και μια παροχή της κυβέρνησης (αναφέρομαι στα 250άρια και το ένα νοίκι τον χρόνο), αντιμετωπίζεται σχεδόν αδιάφορα για να μην πως αποδοκιμαστικά από τον κόσμο.
Ας φροντίσουν όσο είναι ακόμη καιρός, να σοβαρευτούν και να μην νομίζουν ότι τρώμε κουτόχορτο και είμαστε δεδομένοι…
Αν και δεν συγκαταλέγομαι στους θρήσκους, ομολογώ ότι όπως με συγκλονίζουν κειμήλια και έργα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, κάτι ανάλογο βιώνω και με την Καθολική. Αλλά στη δεύτερη, εκείνο που με εντυπωσιάζει βαθιά είναι η προσαρμογή της στη σύγχρονη εποχή, αλλά και η διαχρονικότητα των βασικών της «πιστεύω», τα οποία δεν είναι απλώς λέξεις, αλλά βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή στο σήμερα και στην κάθε εποχή από τη Βιομηχανική Επανάσταση και έκτοτε.
Αναφέρομαι στα 7 θανάσιμα αμαρτήματα, τα οποία ασχέτως πως τα ερμηνεύουν ή τα χρησιμοποιούν κατά καιρούς κάποιοι φανατικοί θρησκόληπτοι ηγέτες ή πιστοί, χτυπούν στη ρίζα τις παθογένειες της ανθρωπότητας. Η αλαζονεία, η ζηλοφθονία, η οργή, η οκνηρία, η λαγνεία, η λαιμαργία και φυσικά η απληστία, όσο ανθρώπινες ιδιότητες και δη επίκτητες είναι, άλλο τόσο καταστρέφουν την κοινωνία μας. Και αυτό, στα μάτια των μη πιστών, είναι μια πραγματική κατάσταση προς έρευνα κι όχι... μη.
Όμως, με αφορμή τον θάνατο του λαοφιλούς Φραγκίσκου, θέλω με το σημερινό μου σημείωμα να αναφερθώ και στο ζήτημα της προσαρμογής στις επιταγές της εποχής. Παρότι πολλά έχουν έρθει στο φως κατά καιρούς για το παρελθόν του εκλιπόντα από τα χρόνια της Αργεντινής και της χούντας, ο κόσμος τον γνώρισε ως έναν πραγματικά φωτισμένο άνθρωπο που με τον λόγο και τις πράξεις ζωής του άνοιξε την Καθολική Εκκλησία στον κόσμο ή, όπως λένε οι κυνικοί, αύξησε το λαό της, επομένως και το «πελατολόγιο», αν αναλογιστεί κανείς το μέγεθος του οικονομικού οικοδομήματος που είναι το Βατικανό.
Ο Πάπας των φτωχών και των αδυνάτων, όπως πέρασε πια στην ιστορία, έβαλε ανεξίτηλη την προσωπική του σφραγίδα σε μια εποχή με πολέμους, με προσφυγιά, με πανδημία. Την ώρα που μερίδα της εκκλησίας πολεμούσε την επιστήμη, εκείνος μιλούσε για τα εμβόλια ως δώρο Θεού και ο λόγος του ήταν αρκετός για να εμβολιαστούν εκατομμύρια άνθρωποι. Ή ποιος θα ξεχάσει το πώς αγκάλιασε τους πρόσφυγες από τη Συρία, δηλώνοντας από τη Λέσβο ότι είναι δουλειά όλης της Ευρώπης και όχι μόνο της Ελλάδας να τους δώσει νέα πατρίδα και το γεγονός ότι πήρε με το ιδιωτικό του αεροπλάνο προσφυγόπουλα στην Ιταλία, όταν ο ακροδεξιός Σαλβίνι που κρατούσε τότε τα ηνία της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, προσπαθούσε με μανία να αποτρέψει το να φτάσουν στην χώρα.
Ο Πάπας Φραγκίσκος ως ο πιο επιδραστικός «πολιτικός» θα λείψει τώρα περισσότερο από ποτέ από την παγκόσμια σκηνή. Γιατί στην εποχή των... τεράτων, αυτή που ζούμε με το σκοτάδι που επαγγέλλεται ο «πλανητάρχης» Τραμπ και που εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο, ήταν αχτίδα με δύναμη. Όποιος αντιλαμβάνεται τη δύναμη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ως οικοδομήματος, μπορεί να αντιληφθεί τι σημαίνει να αντιστέκεται ο «αρχηγός» στους άλλους ισχυρούς.
Επιπλέον, η εκπεφρασμένη θέση και στάση του για την σωτηρία του περιβάλλοντος σε μια εποχή που η κλιματική κρίση «θερίζει», ήταν μια βαθιά πολιτική και απαραίτητη φωνή.
Ο Φραγκίσκος θα λείψει πολύ, γιατί έφυγε σε μια στιγμή που τέτοιες φωνές είναι αναγκαίες όσο ποτέ. Ας ελπίσουμε ο διάδοχός του να μην αρκεστεί στο ποίμνιο, αλλά να συνεχίσει να κηρύττει την αγάπη στον άνθρωπο και τα δικαιώματά του.
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 27.04.2025