
Γράφει ο Γεώργιος Φ. Μπανιάς*
Κύριος Ερευνητής (Ερευνητής Β’), Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ), Ινστιτούτο Βιοοικονομίας και Αγροτεχνολογίας (ΙΒΟ), Πρόεδρος Επιστημονικού Συμβουλίου ΕΚΕΤΑ/ΙΒΟ

Όταν οι Ίβηρες, καταφθάνοντας στο Νέο Κόσμο (Αμερική), στα τέλη του 15ου αιώνα, συνάντησαν μπροστά τους τις αυτόχθονες φυλές, τους μοίρασαν αφειδώς καθρεφτάκια και χάντρες, με αντάλλαγμα τη γη των προγόνων τους και τις πλουτοπαραγωγικές τους πηγές. Σύντομα, ένας πολιτισμός αιώνων, απετέλεσε παρελθόν και όσοι εκ των ιθαγενών επιβίωσαν, αφομοιώθηκαν από τους κονκισταδόρους κατακτητές. Στον ερευνητικό κόσμο, τα καθρεφτάκια αντικαταστάθηκαν από την οικονομική βοήθεια (εθνικά ερευνητικά προγράμματα), κοινώς χρήμα, που αντιμετωπίστηκε ως μάννα εξ ουρανού. Λίγοι μπήκαν στον κόπο να σκεφτούν το αντάλλαγμα για αυτό, αλλά η φωνή τους χάθηκε από τις ιαχές του όχλου, που, σαγηνεμένος από τα σύγχρονα «καθρεφτάκια», έβαζε αυτοβούλως την υπογραφή του στην υποθήκη της αξιοπρέπειάς τους. Μετά τις πρόσφατες παραιτήσεις των μελών του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ), του ανώτατου γνωμοδοτικού οργάνου της χώρα απαιτείται να πυροδοτήσει τη συζήτηση για την αναδιάρθρωση του θεσμικού πλαισίου που διέπει το ελληνικό ακαδημαϊκό και ερευνητικό οικοσύστημα.
Το ελληνικό ακαδημαϊκό οικοσύστημα βρίσκεται σε μία κρίσιμη καμπή. Χαρακτηριζόμενο από μία διοικητική και θεσμική πολυδιάσπαση, αντιμετωπίζει σημαντικά εμπόδια που δυσχεραίνουν την αποτελεσματική του λειτουργία. Η «συναρμοδιότητα», ένας όρος που διογκώνει την γραφειοκρατία και αναστέλλει την χάραξη μίας ενιαίας εθνικής πολιτικής για την έρευνα, αποτελεί το κυριότερο εμπόδιο. Τα ΑΕΙ είναι ενταγμένα στο υπουργείο Παιδείας, ενώ τα Ερευνητικά Κέντρα και Ινστιτούτα (ΕΚ&Ι) της ΓΓΕΚ μετά την απόσπασή τους από το υπουργείο Παιδείας είναι ενταγμένα στο υπουργείο Ανάπτυξης. Επιπρόσθετα, ο κατακερματισμός του δημόσιου ερευνητικού ιστού, είναι ακόμα πιο έντονος με την ύπαρξη ΕΚ&Ι πολλών ταχυτήτων, διασπαρμένων σε διάφορα Υπουργεία και με θεσμικά πλαίσια πολύ διαφορετικά από αυτό που διέπει τα ΕΚ&Ι της ΓΓΕΚ. Το ως άνω, οδηγεί σε επικαλύψεις που μειώνουν την αποτελεσματικότητα του συνόλου των ιδρυμάτων, περιορίζοντας τη δυνατότητα της συμβολής τους στην οικονομική ανάπτυξη του τόπου, και συνεπώς στη συνολική τους προσφορά στην κοινωνία.
O υφιστάμενος κατακερματισμός δημιουργεί ανισότητες όσον αφορά τους κανόνες διοίκησης, τη χρηματοδότηση, την ανταγωνιστικότητα και τα δικαιώματα των ερευνητών. Ταυτόχρονα συντείνει στην απουσία κοινής στρατηγικής. Στρατηγικής που απαιτείται να υιοθετεί τις αρχές του «τριγώνου γνώσης» που αναφέρεται στη σχέση μεταξύ των τριών βασικών συντελεστών της αναπτυξιακής στρατηγικής στη σύγχρονη εποχή, δηλαδή της έρευνας, της εκπαίδευσης και της καινοτομίας. Η έρευνα παράγει νέα γνώση. Η νέα γνώση με τη σειρά της μεταδίδεται μέσω της εκπαίδευσης στην κοινωνία. Τέλος, το (καλά εκπαιδευμένο) ανθρώπινο δυναμικό θα πρέπει να είναι σε θέση να εφαρμόσει νέες τεχνολογικές και οργανωτικές μεθόδους και διαδικασίες.
Ο διαχωρισμός μεταξύ πανεπιστημίων και Ερευνητικών Κέντρων αντί να λειτουργεί ως πρόκληση, πρέπει να θεωρηθεί ως μια μοναδική ευκαιρία για ενίσχυση της συνεργασίας και της δημιουργικής αλληλεπίδρασης. Αντί να αντιλαμβανόμαστε αυτόν τον διαχωρισμό ως εμπόδιο, μπορούμε να τον δούμε ως μια ευκαιρία να χτίσουμε γέφυρες που θα επιτρέψουν την αρμονική σύνδεση της ακαδημαϊκής και ερευνητικής γνώσης με την επιχειρηματική καινοτομία. Η ενθάρρυνση της δημιουργικής ώσμωσης και η αναζήτηση συνεργατικών μονοπατιών προς τον συγχρονισμό των προσπαθειών των πανεπιστημίων και των Ερευνητικών Κέντρων μπορούν να διευκολύνουν την πολυπόθητη ενσωμάτωση της έρευνας στην πράξη και να οδηγήσουν στην επίτευξη κοινών στόχων που θα ωφελήσουν τόσο την επιστήμη όσο και την κοινωνία συνολικά. Ας αναζητήσουμε τρόπους να αξιοποιήσουμε αυτήν την πρόκληση ως μια πύλη προς νέες, καινοτόμες συνεργασίες που θα ενισχύσουν την έρευνα και θα φέρουν την επιχειρηματικότητα ένα βήμα πιο κοντά.
Κρίνεται επιτακτικό, να προκύψει ουσιαστικός διάλογος σχετικά με τη διαμόρφωση της ερευνητικής στρατηγικής: ποιος προτείνει, με βάση ποια κριτήρια, πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις και πώς χρηματοδοτείται η έρευνα, καθώς και τους λόγους που δικαιολογούν τη διαφορετική εποπτεία της έρευνας στα Ερευνητικά Κέντρα και τα Πανεπιστήμια. Η εντυπωσιακή ταχύτητα ανάπτυξης της έρευνας σε παγκόσμιο επίπεδο καθιστά απαραίτητη την επανεξέταση των δεσμών της με την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Βρισκόμενη σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, η ελληνική ακαδημαϊκό και ερευνητικό οικοσύστημα αντιμετωπίζει προκλήσεις που χρειάζεται να ξεπεραστούν, αλλά ταυτόχρονα διαθέτει τις δυνατότητες να καταστεί διεθνώς ανταγωνιστική.
Για την ενίσχυση της έρευνας και καινοτομίας στην Ελλάδα, απαιτείται η εφαρμογή σειράς στρατηγικών που θα διασφαλίζουν την συνεχή ανάπτυξη και εξέλιξη του ερευνητικού πεδίου. Καίριας σημασίας είναι η σταθερή προκήρυξη εθνικών προγραμμάτων και δράσεων* που θα υποστηρίζουν τη συνεργασία μεταξύ των ΑΕΙ και των ΕΚ, καθώς και την ενεργό αλληλεπίδραση με τον ιδιωτικό τομέα. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να διορθωθούν οι αστοχίες «αποκλεισμού» που παρατηρήθηκαν στην πρόσφατη προκήρυξη του υπουργείου Παιδείας για τις «Συμπράξεις, Ερευνητικής και Αριστείας» όπου τόσο τα ΕΚ της χώρας όσο και οι εταιρίες τεχνοβλαστοί (spin-offs) δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν δεν είχαν τη δυνατότητα συμμετοχής. Η συγκεκριμένη απόφαση, αντιτίθεται και στην πάγια ανάγκη για τη δημιουργία κινήτρων που θα ενισχύσουν τη κοινή χρήση μεγάλων υποδομών, πρακτική η οποία είναι δυνατόν να αποτελέσει βασικό παράγοντα συνέργειας του οικοσυστήματος για την ενίσχυση της ερευνητικής αποδοτικότητας και καινοτομίας. Η δημιουργία ενιαίου θεσμικού πλαισίου και η χάραξη κοινής πολιτικής για την έρευνα, με την ουσιαστική συμβολή του ΕΣΕΤΕΚ και της ΓΓΕΚ (με αναβαθμισμένο ρόλο), η οποία θα περιλαμβάνει τόσο τα ΑΕΙ και τα ΕΚ όσο και κάθε θεσμοθετημένο φορέα, μπορεί να αποτελέσει την ιδανική βάση για την ανάπτυξη συνεργειών.
Ιστορικά, η ρήση του Schopenhauer ότι «οι αλχημιστές ψάχνοντας για χρυσάφι ανακάλυψαν πολλά άλλα πράγματα μεγαλύτερης αξίας», επιβεβαιώνεται. Η διενέργεια βασικής έρευνας, ή αλλιώς η έρευνα της περιέργειας, αυτής δηλαδή που δεν έχει συγκεκριμένο στόχο ή προϊόν, είναι αυτή που εν τέλει δίνει και τα περισσότερα προϊόντα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι οι χώρες που κατανόησαν την σημαντικότητα της βασικής έρευνας είναι οι χώρες που σήμερα διαθέτουν και το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα. Προς αυτή τη κατεύθυνση, η παροχή ενός ελάχιστου εγγυημένου κονδυλίου για την κάλυψη αναγκών, (βασικού εξοπλισμού εργαστηριακής βάσης, ή/και λογισμικών) δεν θα ανέκοπτε ούτε θα αποπροσανατόλιζε το επιστημονικό έργο των ερευνητών στις περιόδους όπου η αναζήτηση χρηματοδοτικών εργαλείων είναι δύσκολη. Η όλο μεγαλύτερη λειτουργική δυσχέρεια του υφιστάμενου διαμορφωμένου τοπίου στην εκπόνηση βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας δημιουργεί παθογένειες που καθιστούν τον ερευνητή διαχειριστή προβλημάτων, αντιπαραγωγικό με αδυναμία σχεδιασμού δημιουργικής σκέψης.
* Στο πλαίσιο της δράσης «Ερευνώ - Καινοτομώ» μεσολάβησαν πέντε ολόκληρα χρόνια για να προκηρυχθεί η νέα δράση, η οποία μάλιστα είχε προδημοσιευτεί το 2021! Νέα δράση η οποία μάλιστα δημιουργούσε πληθώρα τεχνικών ζητημάτων στους αιτούντες κατά τη διαδικασία υποβολής
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 23.02.205