Όσο κακόγουστη και μακάβρια είναι η κουβέντα περί «κόμματος των Τεμπών», άλλο τόσο αληθινή δείχνει η διαπίστωση πως φέρνει εξελίξεις η μονοθεματική ατζέντα στην πολιτική ζωή που επέβαλε ο κόσμος με τη μεγαλειώδη συμμετοχή του στις διαδηλώσεις, ζητώντας τιμωρία των ενόχων, αλλά και να λάμψει η αλήθεια για την τραγωδία.
Η κυβέρνηση νιώθει άβολα, αμήχανα και με ευδιάκριτη δυσφορία απέναντι στο κλίμα που τη θέλει απομονωμένη.
Ακόμα και σε στοιχειώδεις θεσμικές ευκαιρίες, η επικοινωνία του Κυριάκου Μητσοτάκη με τους πολιτικούς αρχηγούς των κομμάτων είναι παγωμένη. Όχι ανόρεχτη αλλά ουσιαστικά ανύπαρκτη.
Είναι ιάσιμη αυτή η ιδιόμορφη μοναξιά του Κυριάκου Μητσοτάκη;
Δύσκολα να απαντηθεί τώρα αυτό το ερώτημα.
Από την πλευρά του Νίκου Ανδρουλάκη, ο όποιος από το καλοκαίρι του 2022 και το ξέσπασμα του θέματος των υποκλοπών, δείχνει και δηλώνει πως δεν θέλει «πολλά- πολλά» με τον πρωθυπουργό, υπάρχει μία ανυποχώρητα σκληρή στάση.
Η αντιπολίτευση, και όχι μόνο ο Ανδρουλάκης και ο Φάμελλος, θέλει τη μακροημέρευση της μονοθεματικής ατζέντας. Στο ίδιο μοτίβο, αν όχι πιο παθιασμένα, κινούνται η Ζωή Κωνσταντοπουλου και η Αφροδίτη Λατινοπούλου που ελπίζουν να στρογγυλοκαθίσουν στις επόμενες δημοσκοπήσεις σε ποσοστό 10% εκάστη, αλλάζοντας σιγά-σιγά τα σενάρια για την επόμενη κυβέρνηση.
Υπάρχει ο μύθος ότι τίποτα δεν αφήνει στην τύχη του το -περί τον Κυριάκο Μητσοτάκη- επιτελείο στο Μαξίμου, πόσο μάλλον την υπόθεση των Τεμπών.
Εκεί η ανησυχία και η εγρήγορση είναι έκδηλη. Μελετούν τα focus groups και τα αποτελέσματα κρυφών και φανερών δημοσκοπήσεων και αναλύουν ποιοτικά δεδομένα.
Πιο πολύ ψάχνουν το πότε θα τελειώσει αυτός εφιάλτης της μονοθεματικής ατζέντας των Τεμπών και της απομόνωσης της ΝΔ.
Η κυβέρνηση, όπως έδειξε τις τελευταίες με τη συνέντευξή του ο Κυριάκος Μητσοτάκης, θα κρατήσει «χαμηλά την μπάλα» σεβόμενη τους νεκρούς των Τεμπών και τους συγγενείς τους, επαναλαμβάνοντας στερεότυπα πως θέλει να λάμψει η αλήθεια αλλά και να αφεθεί η Δικαιοσύνη να έχει τον πρώτο λόγο. Το πόσο θα πείσει τον κόσμο αυτή η τακτική είναι άλλη ιστορία.
Τα δεδομένα λίγο πολύ είναι γνωστά:
Ήδη η ΝΔ χάνει ψηφοφόρους πιο πολύ προς τα δεξιά της παρά προς ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, ενώ Φάμελλος και Ανδρουλάκης δεν μπορούν καν να απειλήσουν το προβάδισμα Μητσοτάκη στη δημοφιλία και στην καταλληλόλητα για πρωθυπουργός.
Πιο πολύ ενισχύεται ο «κανένας», ενώ και οι αναποφάσιστοι από τη δεξαμενή αυτών που ψήφισαν ΝΔ το 2023 πληθαίνουν.
Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να δούμε λίγο βαθύτερα το φαινόμενο της απόστασης που κρατούν οι πολίτες από τους πολιτικούς και την πολιτική.
Τα κόμματα, φαντάζομαι όχι χωρίς ζήλεια, βλέπουν τον κόσμο να συσπειρώνεται εκεί όπου υπάρχει η κοινωνική αντιπολίτευση ή αλλιώς «αντιπολίτευση των γεγονότων», όπως συνέβη στις διαδηλώσεις για τα Τέμπη, αλλά να αποφεύγει τις κομματικές εκδηλώσεις.
Ειδικότερα στη νεολαία η απόρριψη της πολιτικής συγκεντρώνει υψηλά ποσοστά που προκαλούν δέος.
Τα κόμματα μαζεύουν μεγαλύτερο πλήθος μόνο στις εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη του αρχηγού τους. Τον υπόλοιπο καιρό, κομματική ζωή υπάρχει μόνο στα κεντρικά γραφεία τους, άντε και σε καμία συνεστίαση ή σε κινητοποιήσεις για επίλυση τοπικών προβλημάτων.
Προοδεύσαμε ως κοινωνία. Η κίνηση προς τα εμπρός γίνεται αργά, αλλά είναι και εμφανής. Ο πολίτης δεν τρέχει στα γραφεία των κομματικών οργανώσεων, τα οποία είναι ελάχιστα πια σε σχέση με αυτά που λειτουργούσαν τη δεκαετία του 1980.
Σ’ αυτό συνετέλεσαν δύο παράγοντες:
* Ο σημαντικός περιορισμός των μαζικών ρουσφετολογικών διορισμών από τον νόμο Πεπονή και το ΑΣΕΠ (1994) αρχικά και μετά τα μνημόνια (2010-18), όταν οι δανειστές είχαν επιβάλει και νέους περιορισμούς (ένας διορισμός για κάθε πέντε αποχωρήσεις από την εργασία!).
* Η έλλειψη χαρισματικών ηγετών, αλλά και εξίσου λαμπερών προσωπικοτήτων δίπλα τους που να εμπνέουν το πλήθος. Οι δημοσκοπήσεις τα λένε όλα για το έλλειμα αυτό.
Το κενό, συνήθως, προσπαθούν να εκμεταλλευθούν λαϊκιστές ηγέτες με δημαγωγίες που χαϊδεύουν τα αυτιά των κουρασμένων από τα προβλήματα πολιτών. Αυτοί δεν θα στεναχωριούνταν από μία επάνοδο στην εποχή των αγανακτισμένων πλατειών, όπου οι έξω φρενών πολίτες αποτελούσαν κανονικότητα. Γνωστή ιστορία.
Φουντώνουν, στο μεταξύ, τα ρεπορτάζ και οι παραπολιτικές αναφορές για την αναγκαιότητα του ανασχηματισμού, ο οποίος, πάντα, χρησιμοποιείται από στριμωγμένους ηγέτες ως φυγή προς τα εμπρός.
Το βαρύ κλίμα στην κυβέρνηση επιτάθηκε, άλλωστε, και από το γεγονός ότι υπήρξαν «γενναίοι υπουργοί» που βγήκαν στα κανάλια, στηρίζοντας τον πρωθυπουργό για τις επιθέσεις που δέχτηκε περί συγκάλυψης, αλλά και άλλοι που είτε… σφύριζαν αδιάφορα είτε απλώς χάθηκαν από τη δημοσιότητα. Δεν θέλει και πολύ να βαλτώσει η δουλειά στα υπουργεία.
Μετά την εκλογή του Κώστα Τασούλα ως Προέδρου της Δημοκρατίας, η αντίστροφη μέτρηση για τον ανασχηματισμό έχει αρχίσει.
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 16.02.2025