Η άνοδος της ακροδεξιάς και τα βαθύτερα αίτια

Κώστας Μπλιάτκας
Γράφει Κώστας Μπλιάτκας Δημοσιογράφος

Στα μάτια του φανατισμένου ψηφοφόρου ακροδεξιών κομμάτων στη χώρα μας υπάρχει μία «ώσμωση» μεταξύ της ρητορικής τους από τη μία και των διαχρονικών ιδεολογικών επιλογών του Ντόναλντ Τραμπ από την άλλη.

Έγραφα μόλις την προηγούμενη Κυριακή από αυτή τη σελίδα τα εξής:

«Έχοντας στοχοποιήσει τους μετανάστες, αλλά και τους ΛΟΑΤΚΙ, τις αμερικανικές ‘ελίτ’ και τα ‘διεφθαρμένα μέσα ενημέρωσης’ και προχωρώντας σε ‘λυκοφιλία’ με τον Πούτιν, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει βρει το ‘μείγμα’ λαϊκίστικής ρητορικής που μπορεί να βρει πλατιά αποδοχή στη Γηραιά Ήπειρο και να φέρει διχασμό στο εσωτερικό ευρωπαϊκών χωρών».

Τονώθηκε, ας το πούμε έτσι, το ηθικό του Φάρατζ και των άλλων δυνάμεων που λυσσαλέα στήριξαν το Brexit στη Βρετανία, των οπαδών της AfD στη Γερμανία, του Front National στη Γαλλία και των «Φρατέλων» στην Ιταλία.

Ειδικότερα τα αποτελέσματα των εκλογών στη Γερμανία επιβεβαίωσαν τους φόβους. Η άνοδος του AfD στην πρώην κομμουνιστική ανατολική Γερμανία ήταν σοκαριστική. Όχι πως στη υπόλοιπη χώρα πήγε άσχημα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως έχει και ένα άλλο μήνυμα: Το 25% των νέων 18-24 ετών έδωσαν την ψήφο τους στο κόμμα Die Linke της Αριστεράς ενώ 21% πήρε στην ίδια κατηγορία η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD).

Στην Ελλάδα δεν θα γινόταν εξαίρεση.

Πολλοί ψηφοφόροι του Βελόπουλου και της Λατινοπούλου -οι οποίοι αθροιστικά κοντεύουν το 20% σε δημοσκοπήσεις- πιστεύουν ότι για τη διαφθορά και την ατιμωρησία φταίνε τα κόμματα που κυβέρνησαν στη Μεταπολίτευση (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στα οποία προσθέτουν και τον ΣΥΡΙΖΑ για τα κυβερνητικά του πειραγμένα 2015-2019).

Βέβαια η αντισυστημική δεξαμενή φέρνει ψήφους και στην Κωνσταντοπούλου και τον Βαρουφάκη, αλλά εκεί υπάρχει άλλη πολιτική ερμηνεία.

Αυτό το προαναφερθέν ιδεολογικό “μείγμα» οδήγησε πολλούς πολίτες να αναζητήσουν «ριζοσπαστικές» ψευδο-εναλλακτικές επιλογές ή να υποστηρίξουν το αφήγημα της «αντι-ελιτίστικης» στάσης και της «πατριωτικής» δύναμης που αντιστέκεται στο κατεστημένο.

Θέματα όπως η Συμφωνία των Πρεσπών (2018) αλλά και η αλλοπρόσαλλη επιθετικότητα της Τουρκίας δίνουν αφορμές στην εγχώρια ακροδεξιά να παρουσιάζει τα παραδοσιακά κόμματα της Μεταπολίτευσης από ενδοτικά έως «προδοτικά» και ανίκανα να υπερασπιστούν τα εθνικά συμφέροντα.

Τα μνημόνια, η υψηλή ανεργία, η λιτότητα, η μείωση μισθών και συντάξεων που οδήγησαν στο ξέσπασμα της οργής στις αλησμόνητες «αγανακτισμένες» πλατείες ήταν οι αφορμές για την εμφάνιση του πρώτου κύματος ενίσχυσης της ακροδεξιάς.

Σ’ αυτά μπορεί να προσθέσει κανείς και τις «αλλαγές» που φέρνουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τα οποία στο «αντισυστημικό» κοινό είναι πιο δημοφιλή από τα παραδοσιακά ΜΜΕ. Σ’ αυτό το πρωτόγνωρο και αλλόκοτο οικοσύστημα όπου βρίσκει κανείς τρολς, fake news και εξωφρενικά ακροδεξιά «αφηγήματα» βρίσκουν πρόσφορο έδαφος συνωμοσιολογικές θεωρίες, ειδικά όταν αγγίζουν ένα απογοητευμένο κοινό.

Κοινωνικά φαινόμενα, επίσης, όπως η woke ατζέντα, αλλά και οι γάμοι των ομόφυλων όπως και το ακανθώδες θέμα του Μεταναστευτικού που σε κάθε γωνία της Ευρώπης οι ακροδεξιοί το συνδέουν με την εγκληματικότητα, ήρθαν να εμπλουτίσουν ένα «ρεπερτόριο» που ήδη περιείχε τη μάχη κατά των εμβολίων, τη συμπάθεια προς τον Πούτιν και την οργή για τους κερδοσκόπους και την ακρίβεια.

Η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, το ΠΑΣΟΚ και ο Νίκος Ανδρουλάκης και ΣΥΡΙΖΑ και ο Σωκράτης Φάμελλος βλέπουν με ανησυχία την άνοδο αν όχι εκτόξευση των δυνάμεων στα δεξιά τους. Πολλοί υποστηρίζουν πως αυτή η άνοδος θα ήταν πολύ μεγαλύτερη αν υπήρχε στο χώρο της Ακροδεξιάς ένας λαϊκιστής αλλά πιο «ηγετικός» πολιτικός από τον Βελόπουλο και την Λατινοπούλου.

Στα σενάρια που πλέκονται γύρω από το ερώτημα «μετά το συλλαλητήριο, τι;» περιλαμβάνεται ι και η πορεία -ανοδική η όχι- των κομμάτων δεξιότερα της ΝΔ.

Η κυβέρνηση δεν εξετάζει ως ενδεχόμενο την ενδυνάμωση κάποιου από αυτά σε μεγέθη ανάλογα της AfD στη Γερμανία.

Έχει μεγαλύτερες έγνοιες όπως η πιθανότητα να επιδεινωθεί η θέση της πολιτικά και δημοσκοπικά υπό το βάρος των εντυπώσεων των τεράστιων διαδηλώσεων.

Το κείμενο αυτό γράφτηκε την Πέμπτη και δεν μπορεί να συμπεριλάβει τον πολιτικό και κοινωνικό αντίκτυπο παρά τις πανίσχυρες ενδείξεις.

Ισχύει όμως ο προβληματισμός για το μέγεθος της θετικής επιρροής του φαινομένου Τραμπ σ’ αυτά κόμματα και τους ηγέτες του.

*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 02.03.2025