Υπόθεση Στάινμετζ: Τι αναφέρει η απόφαση του Συμβουλίου Εφετών και τι υποστηρίζει ο επιχειρηματίας στην έφεσή του στον Άρειο Πάγο

Υποστηρίζει ότι η καταδίκη του στη Ρουμανία οφείλεται σε έντονο αντισημιτισμό

- Newsroom

Ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που αποφάσισε την έκδοσή του στην Ρουμανία, ο Μπένι Στάινμετζ, προκειμένου να ανατρέψει την εκτέλεση του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, επικαλέστηκε ότι η καταδίκη του στην γείτονα χώρα έγινε από έντονο αντισημιτισμό και η δίωξη του έγινε για πολιτικούς λόγους.

Ακόμη, ισχυρίσθηκε ότι η έκδοσή του στην Ρουμανία θα οδηγήσει σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση λόγω των συνθηκών κράτησης στις φυλακές της γείτονας χώρας.

Επίσης, επικαλέστηκε ότι δεν προηγήθηκε της δίκης του στην γείτονα χώρα, η απαιτούμενη ορκωμοσία Ρουμάνου δικαστή, κάτι που παραβιάζει την διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Τελικά, το Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με την υπ΄ αριθμ. 12/2025 απόφασή του απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς του, διέταξε τη σύλληψη   και την προσωρινή κράτησή του με τον περιοριστικό όρο της παραμονής του σε νοσοκομείο, μέχρι την ημέρα της έκδοσής του στις Ρουμανικές αρχές.

Κατ΄ αρχάς ο Ισραηλινός και Γάλλος υπήκοος Μπένι Στάινμετζ συνελήφθη την 13η Οκτωβρίου 2024 στον αερολιμένα Αθηνών, σύμφωνα με το από 12.1.2021 Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης του Ποινικού Εφετείου του Μπρασόβ, προκειμένου να εκτέλεση ποινή φυλάκισης 5 ετών που του επιβλήθηκε τον Ιούνιο του 2019 από το Εφετείο του Μπρασόβ για απάτη και σύσταση οργανωμένης εγκληματικής ομάδας. Ο 69χρονος Μπένι Στάινμετζ διέμενε προσωρινά σε ξενοδοχείο της Βουλιαγμένης.
  
«Έντονος αντισημιτισμός»
 
Ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ο Μπένι Στάινμετζ επικαλέστηκε ότι η καταδίκη του έγινε σε μια έννομη τάξη χαρακτηριζόμενη από έντονο αντισημιτισμό.
Όμως, οι Εφέτες απέρριψαν τον ισχυρισμό του ως αβάσιμο αφενός γιατί δεν απεδείχθη ότι πρόκειται για μια καταδίκη στην οποία συνέβαλε η θρησκευτική ή εθνοτική καταγωγή του εκζητουμενού, ως Εβραίου και αφετέρου κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, εάν επρόκειτο για έντονα αντισημιτική χώρα, ο Μπένι Στάινμετζ ως έμπειρος και πασίγνωστος επιχειρηματίας δεν θα προέβαινε κατ΄ αρχήν καθόλου σε επιχείρηση επενδύσεων στη Ρουμανία, ούτε θα μετέβαινε ο ίδιος ποτέ εκεί.

Παράλληλα, ισχυρίσθηκε ότι εκδιώχθηκε για πολιτικούς λόγους και μέσα στις φυλακές της Ρουμανίας θα επιδεινωθεί η θέση του για τους ίδιους πολιτικούς λόγους.
Οι εφέτες απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του αυτό, του απάντησαν ότι είναι παντελώς αόριστα τα όσα επικαλείται, αφού δεν διευκρινίζονται περιστατικά που να προσδίδουν πολιτικό χαρακτήρα στις κατηγορίες σε βάρος του για απάτη και σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Παράλληλα, δεν προσκομίζονται καθόλου στοιχεία που να αποδεικνύουν τυχόν πολιτική φύση της καταδίκης του.

Αντίθετα μάλιστα, αποδεικνύεται -σύμφωνα με του εφέτες- ότι η καταδίκη του έγινε στο πλαίσιο υπόθεσης αμιγώς ποινικού δικαίου, ενώ η ιδιότητα του συγκατηγορουμένου του ως απογόνου της πρώην βασιλικής οικογένειας της Ρουμανίας δεν είναι ικανή να προσδώσει καμία πολιτική χροιά στη δίωξη και την καταδίκη του.

Αναγκαίο είναι να επισημανθεί στο σημείο αυτό, ότι η καταδίκη του Μπένι Στάινμετζ οφείλεται στην εμπλοκή του σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της Ρουμανίας, γνωστο ως «Project Prince», σύμφωνα με τον Ρουμανικό Τύπο.

Η υπόθεση αφορά την προσπάθεια του έκπτωτου πρίγκιπα Παύλου της Ρουμανίας να ανακτήσει μέρος της περιουσίας της πρώην βασιλικής οικογένειας που είχε κατασχεθεί από το κομμουνιστικό καθεστώς, μεταξύ των οποίων είναι η Αγροτική Φάρμα Băneasa, μεγάλη έκταση στα προάστια του Βουκουρεστίου και το Δάσος Σναγκόβ, που έχει χαρακτηριστεί προστατευόμενη περιοχή φυσικής ομορφιάς.
Απάνθρωπη και εξευτελιστική κράτηση
Σε άλλο σημείο ισχυρίσθηκε ότι η παράδοσή του στις Ρομανικές αρχές θα σημάνει τον κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής συμπεριφοράς λόγω των τραγικών συνθηκών κράτησης στην γείτονα χώρα.
Όμως, οι εφέτες του απάντησαν ότι ζήτησαν πληροφορίες από τις Ρουμανικές αρχές για τις συνθήκες κράτησής του, οι οποίες τους απάντησαν:
«Εγγυόμαστε ότι εάν ο κ. Μπένι Στάινμετζ επιλέξει ατομική διαμονή σύμφωνα με την ελεύθερη βούλησή του, η εθνική διοίκηση των σωφρονιστικών καταστημάτων θα ικανοποιήσει αυτό το αίτημα.
Σε αυτή την περίπτωση θα του διασφαλίσουμε ένα ελάχιστο ατομικό χώρο 6 τ.μ., καθ΄ όλη τη διάρκεια έκτισης της ποινής του. Στον κατάδικο παρέχεται ένα μονό κρεβάτι ενός επιπέδου, στρώμα, σεντόνι, μαξιλάρι με μαξιλαροθήκη, κουβέρτα, κλινοσκεπάσματα που παρέχονται και αλλάζονται εντός μιας κανονικής χρονικής περιόδου.
 Το δωμάτιο είναι εξοπλισμένο με ένα τραπέζι για το σερβίρισμα του φαγητού, ράφια για αποθήκευση προϊόντων και ένα μπάνιο με ντους, νιπτήρα, καθρέπτη, ράφι και λεκάνη τουαλέτας, διαχωρισμένο σε τμήματα για τη διασφάλιση της ιδιωτικότητας.
Ο θάλαμος της τουαλέτες διαχωρίζεται από το θάλαμο του μπάνιου με πόρτες, εξασφαλίζοντας ένα φυσικό αερισμό μέσω ενός παραθυριού.
Ο κατάδικος θα έχει μόνιμη πρόσβαση σε πόσιμο νερό και σε ζεστό νερό καθημερινά, καθώς και στις μονάδες και εγκαταστάσεις υγιεινής για την ικανοποίηση των φυσιολογικών του αναγκών, κάθε φορά που θα χρειαστεί υπό συνθήκες υγιεινής και ιδιωτικότητας.
          Το δωμάτιο στο οποίο θα κρατείται, έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να επιτρέπει τον φυσικό και τεχνητό φωτισμό, καθώς και το φυσικό αερισμό».
 Επίσης, από τις αρχές της Ρουμανίας παρέχονται εγγυήσεις «για τη διατροφή του, τη θέρμανση του στο χώρο κράτησής του, τον προαυλισμό του, την ενασχόλησή του με διάφορες δραστηριότητες εντός του κρατητηρίου και τις δραστηριότητες που θα πραγματοποιήσει εκτός χώρου κράτησης».
Επίσης, από τους εφέτες απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης καθώς κάποιος δικαστής δεν αποδείχθηκε ότι είχε δώσει πριν τη δίκη τον απαιτούμενο όρκο.
 
Στην συνέχεια ο εκζητούμενος άσκησε έφεση στον Άρειο Πάγο κατά της απόφασης Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, υποστηρίζοντας ότι παραβιάστηκε η συνταγματική αρχής της αναλογικότητας, σημειώθηκε υπέρβαση δικαστικής εξουσίας, παραβιάστηκε το άρθρου 454 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και έγινε αναιτιολόγητη και εσφαλμένη απόρριψη των αντιρρήσεών του ενώπιον του Ελληνικού δικαστηρίου. Η έφεση του Μπένι Στάινμετς θα συζητηθεί στο Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου.

Τι υποστηρίζει στην έφεση
 
Στην έφεσή του επισημαίνει ότι πριν 3 χρόνια το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών «με την υπ’ αριθμ. 45/2022 απόφασή του έκρινε αμετάκλητα, ότι το υπ’ αριθμόν 1/12.01.2021 Ευρωπαϊκό ένταλμα σύληψης των αρχών της Ρουμανίας σε βάρος του Steinmetz Benyamin δεν πρέπει να εκτελεσθεί».
Και κρίθηκε τότε, ότι δεν πρέπει να εκδοθεί, καθώς παραβιάσθηκε το δικαίωμα του εκζητουμένου σε δίκαιη δίκη, διατρέχει κίνδυνο να υποβληθεί σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και ότι πρόκειται για πολιτική δίωξη, αφού αντικείμενο της εκεί δίκης ήταν «η διεκδίκηση της περιουσίας της τέως βασιλικής οικογένειας της Ρουμανίας» και υπήρξε «ενδιαφέρον της κρατικής εξουσίας της Ρουμανίας για τη συγκεκριμένη υπόθεση», με αποτέλεσμα οι Ρουμανικές Αρχές να επιφύλαξαν για τον εκζητούμενο διακριτική μεταχείριση».
Και κατέληξε το 2022 του συμβούλιο Εφετών ότι «ο εκζητούμενος θα υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, εάν παραδοθεί στις Ρουμανικές Αρχές, λόγω των συνθηκών κράτησης, κατά παράβαση του άρθρου 4 του Χάρτη».
Ακόμη, προσθέτει ότι αντίστοιχο αίτημα των Ρουμανικών Αρχών «έχει απορριφθεί και με την από 3.11.2023 απόφαση του Εφετείου Κύπρου».
Παράλληλα, υποστηρίζει ότι η εφεσιβαλλόμενη απόφαση του συμβουλίου Εφετών, παραβιάζει το έβδομο πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 454 ΚΠΔ, γιατί εν προκειμένω δεν υφίσταται “νέα αίτηση”, αλλά αναβίωση μιας παλαιάς.
Επίσης, υποστηρίζει ότι παραβιάστηκε η σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν που απαγορεύουν όχι μόνο την περαιτέρω τιμωρία, αλλά και κάθε περαιτέρω δίωξη για τις ίδιες πράξεις στα κράτη μέλη της ΕΕ.
Σε άλλο σημείο της έφεσης αναφέρεται:
«Το υπό κρίση ρουμανικό αίτημα παραβιάζει τη θεμελιώδη αρχή ne bis in idem διότι δεν στηρίζεται στο νόμο, δεδομένου ότι άλλα αποφαίνεται η απόφαση του ΔΕΕ που επικαλείται, αλλά ούτε και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, διότι το Εφετείο Αθηνών δεν στηρίχτηκε σε στοιχεία που προσκόμισε ο ίδιος ο καταδικασμένος, όπως υπολαμβάνει το έγγραφο του Εφετείου του Μπρασόφ, αλλά αντιθέτως είχε ζητήσει επιπρόσθετες πληροφορίες από την δικαστική αρχή εκδόσεως.
 Περαιτέρω το αίτημα των Ρουμανικών Αρχών παραβιάζει την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ λόγω της μονομερούς και χωρίς τήρηση της νόμιμης διαδικασίας άρσης της ειδικής ένδειξης για την Ελλάδα, είναι καταχρηστικό και αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας αλλά και στην παρεχόμενη από την ΕΣΔΑ προστασία, ο σεβασμός της οποίας επιβάλλεται κατ’ άρθρο 52 παρ. 3 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ΕΕ.
Κατά συνέπεια, τυχόν ικανοποίηση του εν λόγω αιτήματος των Ρουμανικών Αρχών συνεπάγεται παρέμβαση στην ημεδαπή ποινική εξουσία και δικαιοδοσία, την οποία οι ελληνικές δικαστικές αρχές ούτε υποχρεούνται αλλά ούτε και δικαιούνται να απεμπολήσουν καθόσον κείται εκτός κάθε διακρατικής συνεργασίας και αλληλεγγύης.
        Επομένως, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που με την εκκαλουμένη απόφαση αναιτιολόγητα και εσφαλμένως έκρινε ως παραδεκτή την επανεισαγωγή του ίδιου Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης των Ρουμανικών αρχών προς κρίση ενώπιόν του, υπερέβη θετικώς την εξουσία του και κατέστησε την απόφασή του ακυρωτέα».
Επίσης, παραθέτει τεράστια νομολογία των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων για κάθε ένα από τα επιχειρήματα που προβάλει προκειμένου να ανατρέψει την 12/2025 απόφαση του Συμβουλίου Εφετών.
 
         Επανεκχώρηση βασιλικής περιουσίας και εγκληματική οργάνωση
 
 
        Στην έφεση χαρακτηριστικά αναφέρεται η δραστηριότητα του Μπένι Στάινμετζ στην Ρουμανία.
         Συγκεκριμένα, αναφέρεται:
        «Ο εκζητούμενος είναι εκπρόσωπος οικογενειακής επιχείρησης που πραγματοποίησε μία καλή τη πίστη (bona fide) οικονομική επένδυση μαζί με άλλους στην Reciplia SRL – μια εταιρεία επενδύσεων με έδρα τη Ρουμανία που συστήθηκε με σκοπό να αγοράσει μέρος από τα δικαιώματα αποκατάστασης (επανεκχώρησης) του Παύλου Φίλιππου της Ρουμανίας (Paul Philippe Al Romanei) - εγγονού και κληρονόμου του έκπτωτου Βασιλέως Καρόλου Β΄ της Ρουμανίας. Με μια σειρά νόμων που υιοθετήθηκαν μετά το 1990, το ρουμανικό κράτος ανέλαβε τη δέσμευση να επιστρέψει στους προηγούμενους ιδιοκτήτες ή στους κληρονόμους τους όλα τα ακίνητα που κατασχέθηκαν από τους κομμουνιστές. Ο εκζητούμενος δεν είχε ενεργό ρόλο στην επένδυση και παρείχε μόνο ad hoc επενδυτικές συμβουλές [βλ. το από 8.12.2015 έγγραφο της Εθνικής Διεύθυνσης Καταπολέμησης της Διαφθοράς προς τη Γενική Επιθεώρηση της Συνοριακής Αστυνομίας, από το οποίο προκύπτει ότι ο εκζητούμενος επισκέφθηκε τη Ρουμανία την 27.4.2019 και την 19.9.2012].
         Η αξίωση αποκατάστασης του Παύλου Φίλιππου της Ρουμανίας προκάλεσε σημαντική πολιτική διαμάχη, κυρίως επειδή αφορούσε σημαντικά ακίνητα που είχαν περιέλθει στην ιδιοκτησία του Ρουμανικού Κράτους μετά τη δήμευσή τους από το Κομμουνιστικό Καθεστώς, ιδίως δε τα κεντρικά γραφεία της Υπηρεσίας Πληροφοριών της Ρουμανίας (“SRI”).
        Mε την (πρωτόδικη) υπ' αριθμ. 39/27.6.2019 απόφαση του Εφετείου του Brasov, ο εκζητούμενος κηρύχθηκε αθώος για τις πράξεις:
(α) της συγκρότησης εγκληματικής οργάνωσης [άρ. 367 ρουμΠΚ],
 (β) της συμμετοχής σε εμπορία επιρροής [άρ. 48 σε συνδ. με άρ. 291 ρουμΠΚ] και
(γ) της συμμετοχής σε νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
        To πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι η σύναψη σύμβασης για την εξαγορά των δικαιωμάτων του Παύλου-Φιλίππου για επιστροφή της περιουσίας του δεν μπορεί να συνιστά έγκλημα.
        Περαιτέρω έκρινε ότι οι αμετάκλητες πολιτικές αποφάσεις, οι οποίες αναγνώρισαν αφενός ότι ο Παύλος Φίλιππος της Ρουμανίας είναι εγγονός του τέως Βασιλέως Καρόλου Β΄, αφετέρου το δικαίωμά του να ζητήσει την επιστροφή στην κυριότητά του εκτάσεων από το Δάσος Snagov και την πρώην Βασιλική Φάρμα Baneasa, που ανήκαν στον τέως Βασιλέα, έχουν ισχύν δεδικασμένου (res judicata), επομένως η συμφωνία μεταξύ άλλων και με τον εκζητούμενο δεν είχε παράνομο χαρακτήρα.
          Η Εθνική Διεύθυνση Καταπολέμησης της Διαφθοράς (DNA) άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής. Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο (HCCJ) δέχθηκε την έφεση και καταδίκασε τον εκζητούμενο και σχεδόν όλους τους άλλους 23 κατηγορούμενους που είχαν αθωωθεί από το Εφετείο του Brasov.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αγνόησε το δεδικασμένο που παρήγαγαν οι αμετάκλητες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων (μεταξύ των οποίων και του ίδιου του ΑΑΔ!) και έκρινε ότι ο Παύλος δεν είχε δικαίωμα στην επιστροφή των περιουσιών του παππού του.
Οι δικαστές δέχθηκαν ότι ο εκζητούμενος γνώριζε αυτό το γεγονός επειδή σε μια έκθεση δέουσας επιμέλειας που συνέταξε μια κορυφαία, έγκριτη δικηγορική εταιρεία αναφέρθηκαν πολλά εμπόδια για την επανεκχώρηση.
Εν ολίγοις, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι με την υπογραφή της συμφωνίας με τον Παύλο την 1η Νοεμβρίου 2006 συστήθηκε εγκληματική οργάνωση».
 
Μακρύς ο δρόμος 

Η έφεση θα κριθεί από το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου και σε περίπτωση που απορριφθεί, αυτό δρομολογεί την έκδοσή του στην Ρουμανία.
Όμως, για να υλοποιηθεί αυτό απαιτείται να εκδοθεί σχετική απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης. Με την απόφασή του ο υπουργός Δικαιοσύνης ή δεν θα υιοθετήσει την απόφαση του Ποινικού Τμήματος ή θα την κάνει δεκτή και θα ανάψει το πράσινο φως για την έκδοση του Μπένι Στάινμετζ.
Εάν η επιλογή του υπουργού Δικαιοσύνης είναι να εκδοθεί στην Ρουμανία, τότε ο εκζητούμενος έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ζητώντας να ακυρωθεί η απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία συναινεί στην έκδοσή του στην γείτονα χώρα.
Επί της αίτησης ακύρωσης θα εκδώσει σχετική απόφαση το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ.

Loader