Θεσσαλονίκη: Εξιχνιάστηκαν περιπτώσεις ληστειών και κλοπών στον Δ. Δέλτα
Ταυτοποιήθηκαν ως δράστες έξι άτομα
- Newsroom
Αυτές τις μέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Άγκυρα» το βιβλίο του Βασίλη Καρδάση “Πάνος Γεραμάνης - Σε δρόμους λαϊκούς”. Την έκδοση, η οποία αποτελεί μία βιογραφία του γνωστού δημοσιογράφου, που πάσχισε όσο κανένας άλλος για την προβολή του λαϊκού μας τραγουδιού, προλογίζει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης.
Επιμέλεια: Στέλιος Κούκος
Ο Πάνος Γεραμάνης (1945-2005) μέσα από τα κείμενά του στον γραπτό Τύπο και τις εκπομπές του στο ραδιόφωνο ταυτίστηκε με τον κόσμο της λαϊκής μας μουσικής. Γι’ αυτό και δεν θα ήταν υπερβολή να του αποδώσουμε τον τίτλο του δημοσιογράφου-βάρδου του λαϊκού μας τραγουδιού. Είναι γνωστό άλλωστε πως για αρκετό καιρό από τη συχνότητα του Δευτέρου Προγράμματος παρουσίαζε την εκπομπή με τίτλο “Λαϊκοί βάρδοι”.
Ο Γεραμάνης όμως αγάπησε και το ποδόσφαιρο, ενώ δεν έμεινε αποστασιοποιημένος από τις πολιτικές εξελίξεις της εποχής του. Γι’ αυτό και το βιβλίο διαβάζεται και ως χρονικό, αφού αναφέρεται και στις εξελίξεις στην κοινωνική, πολιτική, καλλιτεχνική και αθλητική ζωή αλλά και στον Τύπο. Άλλωστε, ως δημοσιογράφος είχε την ειδικότητα του συντάκτη ύλης και έλαβε μέρος σε πρωτοποριακούς σχεδιασμούς εφημερίδων.
Η έκδοση συνοδεύεται από cd που περιέχει συνέντευξη του Πάνου Γεραμάνη στην Έφη Μεταλληνού, όπως και εννέα απο τα αγαπημένα του τραγούδια που συνήθιζε να παίζει στις εκπομπές του. Ως δείγμα γραφής παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το κεφάλαιο “Συνομιλία με τον Γιώργο Ζαμπέτα”.
Συνομιλία με τον Γιώργο Ζαμπέτα
"Στα 1960 η κοινωνία του Βασιλικού ήταν έτοιμη να γιορτάσει, όπως κάθε χρόνο, τον Δεκαπενταύγουστο, το πανηγύρι της Παναγίας. Μόνο που εκείνη ήταν μια ξεχωριστή γιορτή. Οι διοργανωτές καινοτόμησαν - άφησαν κατά μέρος τους τοπικούς παραδοσιακούς οργανοπαίκτες και προσκάλεσαν σπουδαία ονόματα του λαϊκού τραγουδιού: Γιώργος Ζαμπέτας, Καίτη Γκρέυ, Πέτρος Αναγνωστάκης, Ρία Κούρτη, Μιχάλης Μενιδιάτης, Ανθούλα Αλιφραγκή, Καίτη Θύμη, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Ηλίας Ποτοσίδης και Σταύρος Χατζηδάκης έφτιαξαν ένα τετραήμερο γλέντι, που όμοιό του δεν είχε ξαναγίνει στην ευρύτερη περιοχή της Εύβοιας. Χιλιάδες άνθρωποι απ’ όλα τα γειτονικά μέρη διασκέδασαν με την ψυχή τους. Δεν έλειπε, φυσικά, ο Πάνος. Από τη μάντρα, όπως έκαναν όλοι οι συνομήλικοί του, απόλαυσε τον κόσμο που είχε χτίσει η φαντασία του από τα ακούσματα στα ερτζιανά. Οι αισθήσεις του πλημμύρισαν από τους ήχους τού μπουζουκιού και του ακορντεόν, οι μελωδίες χαράχτηκαν μέσα του, η ζωντανή εκτέλεση των τραγουδιών τον συγκλόνισε, ταυτίστηκε με τα αγαπημένα πρόσωπα των λαϊκών δημιουργών, μια για πάντα. Η ζωή του ήταν πλέον συνυφασμένη με το λαϊκό τραγούδι και τους μύθους του. Εκείνο το τετραήμερο θα του μείνει αξέχαστο. Το μαρτυρεί η αφήγησή του, αρκετά χρόνια αργότερα:
«Ο Γ. Ζαμπέτας, που ήταν φυσικά ο αρχηγός της κομπανίας, έπαιζε στα ‘διαλείμματα’ του προγράμματος μερικά κομμάτια σόλο και ξεσήκωνε τον κόσμο. Ο ενθουσιασμός ήταν τόσο μεγάλος, ώστε στη μιάμιση μετά τη μεσάνυχτα τέσσερις νέοι που καθόντουσαν σε μπροστινά τραπεζάκια ανέβηκαν στη σκηνή και τον σήκωσαν στα χέρια! Εκείνος δεν συγκρατήθηκε. Δάκρυα χαράς κυλούσαν από τα γαλανά του μάτια. Συνέχισε να παίζει ως τα χαράματα. Η χαρτούρα από τους γλεντζέδες του Βασιλικού, της Χαλκίδας και των περιχώρων είχε φτάσει εκείνη τη νύχτα στο... αστρονομικό ποσό των 20.000 δραχμών -τη στιγμή που το συγκρότημα θα έπαιρνε για τρία βράδια συνολική αμοιβή ύψους 18.000 δραχμών.
Ήμουν τότε δεκατεσσάρων ετών. Παρέα με τον συμμαθητή μου Μανόλη Κορόζη, πλησιάσαμε τον Γ. Ζαμπέτα και του ζητήσαμε να μιλήσουμε μαζί του. Δέχτηκε μετά χαράς και μας είπε να συναντηθούμε το επόμενο πρωί εκεί που έμενε, στο Λευκαντί, στις ‘Τζιτζιφιές’ του Ανδρέα Βαβουλιώτη -η κόρη του οποίου, η Κούλα, ήταν συμμαθήτριά μας στο γυμνάσιο Βασιλικού. Ο φίλος μου ο Μανόλης βρήκε κάποια δικαιολογία και δεν ήρθε στο ραντεβού μας με τον Ζαμπέτα, αλλά εγώ περπάτησα με τα πόδια δύο χιλιόμετρα και έφτασα στην ώρα μου. Καθόταν σε μια καρέκλα με το ένα πόδι πάνω στο άλλο και χάιδευε με το δεξί του χέρι τις χορδές του μπουζουκιού. Αγουροξυπνημένος, είχε ανάψει τσιγάρο και το απολάμβανε με τον διπλό τούρκικο καφέ που έφτιαξε η κυρα-Παρασκευή (σύζυγος του ιδιοκτήτη του κέντρου), ενώ συγχρόνως συζητούσε μαζί της. Ήταν αυτοπροσώπως ο ‘Γιώργος Ζαμπέτας από το Αιγάλεω Σίτι και επίτιμος δημότης Κανών’, όπως συστηνόταν στους φίλους του. Φορούσε μαύρο παντελόνι, λουστρίνι παπούτσια και μια κόκκινη της φωτιάς μπλούζα με ροζ γιακά που την είχε αγοράσει στις Κάνες. ‘Είχα μεγάλη περιέργεια’, μου είπε, ‘να δω τι με θέλουν δυο παιδιά του σχολείου’ και ρώτησε γιατί δεν ήρθε ο φίλος μου. ‘Είχε δουλειά στο μαγαζί του πατέρα του’, είπα. ‘Λοιπόν, για λέγε μου, μικρέ. Μήπως θέλεις να γίνεις τραγουδιστής;’ με ρώτησε ευθύς αμέσως. Του απάντησα αρνητικά, αλλά τον έκανα να καταλάβει ότι ήξερα τα περισσότερα τραγούδια του, παρακολουθούσα την πορεία του κι ένιωθα θαυμασμό γι’ αυτόν -ιδιαίτερα όταν έπαιζε μπουζούκι.
'Μπράβο, Γιώργο, έχεις και θαυμαστές στην επαρχία’, είπε φωναχτά στον εαυτό του, άφησε το τσιγάρο και τον καφέ κι έπιασε το μπουζούκι, χωρίς πένα. ‘Σ’ αρέσει το μπουζούκι, ε;’ μου είπε και συνέχισε: ‘Το μπουζούκι, φιλαράκο, στην αρχή θέλει χάδια. Σαν τη γυναίκα. Το μπουζούκι είναι άνθρωπος, θέλει να το κουβεντιάζεις. Το έχω μαζί μου και του λέω όσα μου συμβαίνουν. Κι εκείνο πάλι μου λέει τα δικά του. Έτσι είναι. Με σακουλεύτηκες;’
‘Ναι’, του απάντησα κι εκείνος πήρε την πένα και άρχισε να μου παίζει τις επιθυμίες μου - τη ‘Ζαλούμπα’, τη ‘Μεξικάνα’, τη ‘Γυναίκα’, το ‘Της νύχτας κουρέλι’...».
Ταυτοποιήθηκαν ως δράστες έξι άτομα
Εντοπίστηκαν και κατασχέθηκαν 685 προϊόντα παρεμπορίου
Στους δρόμους συνοικιών της Μαδρίτης την αποκατάσταση της ηλεκτροδότησης χθες συνόδευαν οι ενθουσιώδεις κραυγές και τα χειροκροτήματα
Η Διεθνής Αμνηστία εξεγείρεται για τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων που «καταστράφηκαν» το 2024