Έφυγα από το πατρικό μου σπίτι στην ανατολική Θεσσαλονίκη μόλις τελείωσα το πανεπιστήμιο το 1985. Η μονότονη φράση του εισπράκτορα στα λεωφορεία του ΟΑΣΘ «Στάση 25ης Μαρτίου, θα κατέβει κανείς;» σημάδεψε τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια κάθε μέρα που γυρνούσα στο σπίτι από τις εξόδους με τις παρέες, τον αθλητισμό, το φροντιστήριο, αργότερα από το πανεπιστήμιο. Όταν ξεκίνησα να οδηγώ το αυτοκίνητο του πατέρα μου -όπως όλοι τότε την εποχή μας- οι αντίστοιχες μετακινήσεις συνοδεύονταν από άγχος, συνεχή μικροτρακαρίσματα και τη μόνιμη γκρίνια και το άγχος των γονιών μου. Μποτιλιάρισμα, εκνευρισμός και καυσαέριο, κοινός παρονομαστής κάθε μετακίνησης της γενιάς μου.
Πριν λίγες μέρες, 40 χρόνια μετά, πήρα για πρώτη φορά το Μετρό με τη γυναίκα μου και τον μικρό μου γιο. Εκείνοι απλώς θαύμαζαν το νεότερο και σίγουρα το ομορφότερο Μέτρο της Ευρώπης. Εγώ κατακλυσμένος από μνήμες και συγκίνηση για το χθες, που έκανε ακόμη πιο συγκλονιστική την σύγκριση με το σήμερα. Η κατεύθυνση δεν μπορούσε να είναι άλλη: από το κέντρο της πόλης προς το πατρικό μου στο πάρκο της Κρήτης. Στα 40 χρόνια που πέρασαν, το μόνο που έμεινε ίδιο ήταν η «Στάση 25ης Μαρτίου». Όλα τα άλλα ήταν αλλιώς. Πολύ αλλιώς.
Είχα δει εικόνες του σταθμού Βενιζέλου, αλλά η πραγματική εικόνα, ο φωτισμός, ο διάλογος με την ιστορία της πόλης μπροστά στα μάτια των έκπληκτων επιβατών συγκλονίζει. Έστειλα στη φίλη μου Ελίζα Φερέιρα, τέως συνάδελφό μου στην Κομισιόν, αρμόδια για την περιφερειακή πολιτική, φωτογραφίες με το μοναδικό θέαμα των αρχαιολογικών ευρημάτων, αλλά και με τις πινακίδες που τόνιζαν τη χρηματοδότηση από την ΕΕ (1 δισ. από τα 3 του συνολικού κόστους). «Είσαι στο Μετρό ή σε μουσείο;» ήταν η άμεση απάντηση.
Ευγένεια, καθαριότητα, ησυχία, ασφάλεια και σεβασμός έδιναν τον τόνο τόσο στις αποβάθρες όσο και στα βαγόνια. Καμία σχέση με τα Μετρό του Λονδίνου και των Βρυξελλών που γνωρίζω καλά, γνωστά για τη ρυπαρότητα, την ανασφάλεια και την ταλαιπωρία των επιβατών τους και μάλιστα με τιμές τριπλάσιες ή πενταπλάσιες από το νέο αδελφάκι τους της Θεσσαλονίκης.
Στη στάση Πανεπιστήμια -που θα προτιμούσα προσωπικά να λεγόταν «Εβραίων μαρτύρων» για ευνόητους λόγους- η σκέψη πίσω στα φοιτητικά χρόνια. Οτιδήποτε ήταν τότε γύρω από το πανεπιστήμιο ήταν βρώμικο, πνιγμένο στις αφίσες και τα γκράφιτι. Ο νέος σταθμός, λαμπερός και καθαρός, μας κάνει αισιόδοξους πως ένα καλό παράδειγμα μπορεί να αλλάξει το συνολικό αποτύπωμα της περιοχής.
Παπάφη, Ευκλείδης, Φλέμινγκ, Ανάληψη (εκεί ήταν το πατρικό του Νίκου Ταχιάου που ξέρω πόσο τον άγγιξε προσωπικά το έργο) και, ναι, 40 χρόνια μετά, κατεβαίνω στη στάση 25ης Μαρτίου της νιότης μου αλλά τώρα περήφανος και συγκινημένος. Η γειτονιά μου φαίνεται πιο κομψή, περισσότεροι πεζοί, λιγότερα αυτοκίνητα.
Σκέφτομαι πόσα άλλαξαν, πόσα στερηθήκαμε και πόσο χρειάστηκε να περιμένουμε για τα αυτονόητα. Αλλά και πόσο άξιζε τον κόπο. Ο γιος μου με κοιτάει στα μάτια, μοιράζεται τις στιγμές. «Κρίμα που δεν το πρόλαβαν οι παππούδες, αλλά ευτυχώς το πρόλαβε η γενιά σας και η γενιά μας», μου λέει. Παίρνουμε το δρομολόγιο της επιστροφής χωρίς πολλά λόγια. Όταν η ζωή μας αλλάζει προς το καλύτερο, τα λόγια περισσεύουν, η πραγματικότητα σκεπάζει τις λέξεις. Κι ας πέρασαν 40 χρόνια. Η μάλλον, ακριβώς, γιατί χρειάστηκε να περάσουν 40 χρόνια.
*Ο Μαργαρίτης Σχοινάς διετέλεσε από το 2019 έως το 2024 αντιπρόεδρος της Κομισιόν
**Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 12.01.2025