Newsroom Team
Γράφει Newsroom Team

Του Γιώργου Λιτσαρδάκη 

litsardakis.jpg

Στη λήξη του τρέχοντος ακαδημαϊκού έτους, δηλαδή σε επτά μήνες, και πριν αρχίσει η επαναληπτική εξεταστική του Σεπτεμβρίου, τα «αυτοδιοικούμενα» πανεπιστήμια υποχρεώνονται σύμφωνα με το νόμο 4957/2022 να διαγράψουν το 30-40% περίπου των φοιτητών και φοιτητριών τους, επειδή θα έχουν υπερβεί την «ανώτατη διάρκεια φοίτησης».

Πρόκειται για μια ρύθμιση ισοπεδωτική, με αριθμητικό μόνο κριτήριο, που θεωρεί «μη ενεργούς» τους φοιτητές που ξεπερνούν το ν+2 ή ν+3, όπου ν η ονομαστική διάρκεια (4 ή 5 έτη και 6 στην Ιατρική), χωρίς να κάνει τη διάκριση αν έχουν εγκαταλείψει τις σπουδές ή συνεχίζουν να ασχολούνται με αυτές.

Η διάταξη είναι απόλυτη, χωρίς εξαιρέσεις, προβλέποντας επίσης πειθαρχικές ποινές για τους Προέδρους και Κοσμήτορες που δεν θα ανταποκριθούν, και περιορισμό της χρηματοδότησης, ενώ οι Σύγκλητοι στις έως τώρα αποφάσεις τους δεν μπορούν παρά να επαναλαμβάνουν τις προβλέψεις του νόμου.

Παίρνοντας υπόψη ότι σε πολλά τμήματα το ν+2 είναι ο χρόνος αποφοίτησης των μισών σχεδόν φοιτητών, και όχι π.χ. του 90%, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η διάταξη είναι ανεδαφική και δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί.

Η προοπτική των διαγραφών έχει προκαλέσει ανησυχία στον φοιτητικό πληθυσμό, είτε έχουν ξεπεράσει το όριο είτε όχι, και αντιρρήσεις από τους διδάσκοντες, ενώ ήδη ξεκίνησαν αντιδράσεις που θα αποτελέσουν νέα αιτία αναταραχής στα πανεπιστήμια.

Η διάταξη για τις διαγραφές αποτελεί δείγμα κακής νομοθέτησης, όχι το μοναδικό στον υπερρυθμιστικό νόμο Κεραμέως, ο οποίος έχει υποστεί ήδη πάνω από 100 τροποποιήσεις και έπονται και άλλες. Δεν αφορά μόνο μια απλή διοικητική πράξη για εκκαθάριση των μητρώων από ανενεργούς φοιτητές, που δεν έχει συνέπειες. Χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα αριθμητικά δεδομένα, που είναι διαθέσιμα από την ΕΘΑΑΕ (Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης) και από τις ΜΟΔΙΠ (Μονάδες Διασφάλισης Ποιότητας) των πανεπιστημίων, και χωρίς την ανάλυσή τους και εξέταση των παραγόντων του θέματος «λιμνάζοντες φοιτητές», οι συντάκτες του νόμου θεώρησαν ότι μπορούν να το λύσουν «με ένα νόμο και ένα άρθρο», αδιαφορώντας για τις συνέπειες.

Η τυχόν επιμονή στην εφαρμογή της διάταξης ελάχιστα θα συμβάλλει στην αίσθηση ότι «το πανεπιστήμιο μπαίνει σε τάξη», ενώ αντίθετα θα δημιουργήσει άλυτα προβλήματα με τις ημιτελείς σπουδές δεκάδων χιλιάδων ενεργών φοιτητών. Παράλληλα η πίεση, για ολοκλήρωση των σπουδών μέσα στα οριζόμενα χρονικά περιθώρια, μεταφέρεται στους διδάσκοντες. Οι διδάσκοντες καλούνται είτε να χαλαρώσουν τα αξιολογικά κριτήρια, με προφανείς επιπτώσεις στο επίπεδο των σπουδών, είτε να βαθμολογήσουν αγνοώντας ότι ο βαθμός θα σημάνει τη διαγραφή - επωμιζόμενοι το βάρος μιας τέτοιας απόφασης, ακόμη και για φοιτητές που βρίσκονται ένα βήμα πριν το πτυχίο, διαγράφοντας τις ως τότε προσπάθειές τους.

Είναι προφανές ότι δεν μπορεί να προβλέπεται και να επιβάλλεται δια νόμου η διαγραφή φοιτητών που ασχολούνται ενεργά με τις σπουδές τους.

Θυμίζουμε ότι ο νόμος 4009/2011 («νόμος Διαμαντοπούλου») όριζε ίδιο χρόνο «κανονικής» φοίτησης (ν+2) αλλά παρέπεμπε, ορθά, τη διαχείριση της συνέχισης της φοίτησης σε αποφάσεις των πανεπιστημίων και στους εσωτερικούς κανονισμούς τους.

Το φθινόπωρο ο υπουργός κ. Πιερρακάκης, παραβλέποντας τα δεδομένα και τις προειδοποιήσεις, δήλωνε με αποφασιστικότητα ότι ο νόμος θα εφαρμοστεί. Πιο διαλλακτικός στη Σύνοδο Πρυτάνεων τον Δεκέμβριο ζήτησε προτάσεις από τα πανεπιστήμια. Δεν χρειάζεται να περιμένει άλλο. Πρέπει, πριν ξεσπάσει η αναμενόμενη και δικαιολογημένη αντίδραση των φοιτητών, να προχωρήσει έγκαιρα στην τροποποίηση του νόμου, με την οποία να προβλέπεται η εκκαθάριση των μητρώων με διαγραφή φοιτητών, αλλά να επαφίεται στα (αυτοδιοικούμενα) πανεπιστήμια να καθορίσουν τους όρους φοίτησης. Παράλληλα, ως υπουργός Παιδείας, να στηρίξει το δημόσιο πανεπιστήμιο, ώστε αυτό να παρέχει τις κατάλληλες συνθήκες για σύγχρονη και ποιοτική εκπαίδευση, και τους φοιτητές του, ώστε να ολοκληρώνουν χωρίς καθυστερήσεις τις σπουδές τους.

Γιώργος Λιτσαρδάκης

Καθηγητής Α.Π.Θ.

Γραμματέας της Π.Ο.Σ.Δ.Ε.Π. (Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού)