Οι χρόνιες ασθένειες του ΠΑΣΟΚ

Σάκης Μουμτζής
Γράφει Σάκης Μουμτζής Συγγραφέας

Τα συμπτώματα μαρτυρούν παιδικές ασθένειες, όμως ένα κόμμα που κλείνει 51 χρόνια όχι μόνον αδιάλειπτης αλλά και πρωταγωνιστικής παρουσίας δεν νοείται να έχει ακόμα παιδικές ασθένειες. Την Τετάρτη 2 Απριλίου, μία ακόμα δημοσκόπηση πιστοποίησε πως η Πλεύση Ελευθερίας έχει σταθεροποιηθεί για τα καλά στη δεύτερη θέση, ενώ το ΠΑΣΟΚ γνωρίζει σε μία ακόμα δημοσκόπηση την απώλεια μερικών μονάδων.

Δεν θα αποδώσω ευθύνες γι’ αυτήν την κατάσταση στον Νίκο Ανδρουλάκη, ο οποίος είναι εύλογο να αποτελεί τον πρώτο στόχο των επικρίσεων για αυτήν την πορεία. Το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ και της κεντροαριστεράς είναι πολύ βαθύτερο και έχει τις ρίζες του στην εποχή των μνημονίων. Δεν είναι τυχαίο πως και η αείμνηστη Φώφη Γεννηματά δεν μπόρεσε να ανασυγκροτήσει τον χώρο ούτε, βεβαίως, ο Ν. Ανδρουλάκης, αν και φάνηκαν κάποιες ελπίδες προς τούτο, όταν το Κίνημα ακούμπησε δημοσκοπικά το 20%.

Τελικά το θαύμα δεν κράτησε πολύ. Η επανεμφάνιση της τραγωδίας των Τεμπών και η μονοπώληση της επικαιρότητας από αυτό το θέμα, ήταν επόμενο να αναδείξουν την προσωπικότητα της κυρίας Ζωής Κωνσταντοπούλου σε πρωταγωνίστρια των εξελίξεων. Έτσι, το κόμμα της εισέπραξε όλα τα κέρδη από την πολιτική εκμετάλλευση της τραγωδίας. Και ένα κόμμα από αυτά που φούσκωσαν τα ποσοστά της Πλεύσης Ελευθερίας ήταν και το ΠΑΣΟΚ.

Βέβαια, αυτός ο χώρος της κεντροαριστεράς αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει και την πίεση από τη Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη η οποία έχει καλύψει ένα μέρος του μεταρρυθμιστικού κέντρου, έναν χώρο που ιστορικά ανήκε στο ΠΑΣΟΚ. Όμως το μεγάλο πρόβλημα που ταλανίζει κυριολεκτικά το Κίνημα είναι ο στρατηγικός προσανατολισμός του. Και το ταλανίζει εσωκομματικά. Υπάρχει μία ισχυρή τάση που επιζητεί μίας κάποιας μορφής συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα κόμματα της ριζοσπαστικής αριστεράς, και η κυρίαρχη τάση που υποστηρίζει την αυτόνομη πορεία με στόχο την εκλογική νίκη. Όσο αυτός ο στόχος δεν είναι ορατός τόσο αυξάνεται η ένταση και η γκρίνια για την ακολουθούμενη πορεία.

Τέλος, και αυτό είναι εξίσου σημαντικό, υπάρχει και μία μειοψηφική τάση που δεν θα έβλεπε αρνητικά μία κυβερνητική συνεργασία με τη Νέα Δημοκρατία, μία τάση που είναι αμφίβολο αν θα παραμείνει μέσα στο ΠΑΣΟΚ αν αυτό συμπράξει με τη ριζοσπαστική αριστερά.

Το ερώτημα είναι πώς συντονίζονται και πώς καθοδηγούνται αυτές οι αντίρροπες τάσεις από μία ηγεσία η οποία, αν και πρόσφατα εκλεγμένη, αμφισβητείται και πάλι. Αυτό που φαίνεται -και είναι ακατανόητο για ένα κόμμα που θέλει να ανακάμψει- είναι πως ηγετικά στελέχη λαμβάνουν θέση από τώρα για την επόμενη της εκλογικής αποτυχίας του ΠΑΣΟΚ. Βέβαια, και ο Ν. Ανδρουλάκης ευθύνεται για άστοχες κινήσεις στην πολιτική διαχείριση της τραγωδίας των Τεμπών. Ενώ ορθώς αντιπολιτεύτηκε την κυβέρνηση για συγκεκριμένους χειρισμούς της, δεν χάραξε ευκρινείς γραμμές από την τακτική της κυρίας Κωνσταντοπούλου, με αποτέλεσμα να την βοηθήσει στο να καρπωθεί αυτή τη φθορά της κυβέρνησης από αυτήν την υπόθεση.

Φαίνεται πως η καθοδική πορεία του ΠΑΣΟΚ παγιώνεται, κάτι που θα δημιουργήσει, με κάθε βεβαιότητα, προβλήματα στη συνοχή του. Χρόνος μέχρι τις εκλογές υπάρχει. Δεν ξέρω αν υπάρχει και η υπομονή σε μερίδα στελεχών του Κινήματος.

*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 06.04.2025