Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές του 20ου αιώνα, ενώ συνδέθηκε άρρηκτα με το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τόσο ως απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής, όσο και ως επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ.
Ο λόγος για τον Μανόλη Αναγνωστάκη που, αναμφίβολα, άφησε ανεξίτηλο στίγμα στα ελληνικά γράμματα. Φέτος συμπληρώνεται ένας αιώνας από τη γέννησή του.
Με αυτή την αφορμή, το μεσημέρι της Δευτέρας, η Κοσμητεία της Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ, το Τμήμα Φιλολογίας ΑΠΘ, το Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής ΑΠΘ και ο Όμιλος Φίλων του Ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, τίμησαν τη μνήμη και το έργο του, μέσα από ένα αφιέρωμα με τίτλο «Μανόλης Αναγνωστάκης: 100 χρόνια από τη γέννησή του», το οποίο πραγματοποιήθηκε ακριβώς στον χώρο που εκείνος είχε τιμηθεί πριν πολλά χρόνια, την Αίθουσα Τελετών της Παλιάς Φιλοσοφικής Σχολής.

Τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Μανόλη Αναγνωστάκη σκιαγράφησε ο Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας ΑΠΘ Μιχάλης Μπακογιάννης. «Όλοι εμείς εδώ τον γνωρίσαμε και αυτό είναι συνεκτικός κρίκος μας», τόνισε χαρακτηριστικά. Η εισήγησή του δεν είχε τυπικό φιλολογικό χαρακτήρα. Ιχνηλάτησε ορόσημα στην εξέλιξη του ποιητικού έργου του Αναγνωστάκη, επισημαίνοντας ότι ο ποιητής «ήταν σχετικά ολιγογράφος».
Στάθηκε κυρίως στις συλλογές των ποιημάτων από τις «Τρεις εποχές» έως το «Υστερόγραφο».
Μιλώντας για την πρώτη εποχή του ποιητή είπε ότι ήταν η περίοδος της ιδεολογικής του διαμόρφωσής. Τα ποιήματά του, γραμμένα στα χρόνια της Κατοχής, απηχούν περισσότερο το κλίμα αδιεξόδου, την προσμονή, την ερωτική απογοήτευση, το αστικό τοπίο, την αίσθηση απουσίας και την ανάγκη για συντροφικότητα.
Προχωρώντας στην περίοδο της διαγραφής του από την Αριστερά διακατέχεται από μια αίσθηση απώλειας στοιχείων του ανθρωπισμού, ενώ αργότερα διαμορφώνει μια αίσθηση μοναξιάς.
Κομβική για το έργο του ήταν ασφαλώς η φυλάκισή του στο Επταπύργιο, που δίνει το έναυσμα για έναν κύκλο ποιημάτων που συναντάται σε όλο το έργο του και χαρακτηρίζεται από την απογοήτευση.
Τέλος, μια αίσθηση απώλειας, ένας πρώιμος απολογισμός που παίρνει τη μορφή αποδοκιμασίας και απολήγει στο τέλος της ίδιας της ποιητικής γραφής ακολουθεί, που επισφραγίζεται με μια νέα εποχή αυτογνωσίας, ματαίωσης και μοναχικότητας.
Από τα κύρια εκφραστικά μέσα του ο λόγος, γίνεται πιο εκρηκτικός με κλιμάκωση, ενώ εισάγονται στη γραφή του στοιχεία χριστιανικού θρησκευτικού νοήματος, συγκρατείται ο λυρισμός κ.α.
Ένα χαρακτηριστικό του εξάλλου μέσα από το οποίο ταυτίζεται με τη σημερινή νεολαία είναι η αγωνία για την ανεύρεση του πάσχοντος ανθρώπου.
Για τον «ρόλο» του Μανόλη Αναγνωστάκη ως κριτικού μίλησε η καθηγήτρια Παιδαγωγικού Τμήματος ΑΠΘ και συγγραφέας Βενετία Αποστολίδου. «Δεν μπορεί η μελέτη να περιοριστεί στους τρεις τόμους με τα κριτικά κείμενα που έχουν εκδοθεί. Χρειάζεται συνεχής επίμονη ένταξη των κειμένων αυτών στα συμφραζόμενα των εντύπων που δημοσιεύτηκαν και τα συνακόλουθα που συμμετείχαν», τόνισε.
Η ίδια πρόσθεσε ότι με το έργο του ο Αναγνωστάκης επέλεξε να παράγει πολιτική, ενώ τα κριτικά κείμενά του δεν υποστηρίζουν την ποίησή του με τον τρόπο που κάνουν άλλοι ποιητές. Η κριτική αποβαίνει ένα είδος γέφυρας, ένας χώρος ώσμωσης για την πολιτική και την ποίηση.
Διασυνδέει και συμφιλιώνει τις δύο σταθερές της προσωπικότητάς του, την ποίηση και τη πολιτική, τόσο σε ένα επίπεδο θεωρητικό και πρακτικό. Έτσι, τα τρία στοιχεία συγχωνεύονται χωρίς να χάνουν τις διακριτές τους ιδιότητες.
Στα δείγματα μιας μη αναμενόμενης ποιητικής συγγραφικής συμπεριφοράς του Μανόλη Αναγνωστάκη αναφέρθηκε ο Καθηγητής Τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής ΑΠΘ Δημήτρης Κοκόρης, σταχυολογώντας τέσσερα από αυτά:
-Μια επιστολή του 25χρονου έγκλειστου (καταδικασμένου σε θάνατο) στις φυλακές Μανόλη Αναγνωστάκη προς τον νεαρό τότε Ντίνο Χριστιανόπουλο που σχολιάζει ποιήματα τα οποία του έστειλε ο δεύτερος μέσω της αδελφής του Λούλας Αναγνωστάκη. Το κριτικό σημείωμα είναι εύστοχο και διεισδυτικό, ενώ πέρα από τα καλά στοιχεία που σημειώνει στη γραφή του Χριστιανόπουλου ο Αναγνωστάκης εκφράζει και τις επιφυλάξεις του.
-Τον Ιούλιο του 1982 η διαγραφή του Γιώργου Πέτσου από το ΠΑΣΟΚ έφερε ένα ανυπόγραφο λιβελλογράφημα εναντίον του στο γνωστό περιοδικό "Αντί" για την εφηβική ποιητική συλλογή του «Ανήφορος». Τότε ο Αναγνωστάκης δημοσιεύει στην Κυριακάτικη Αυγή ένα άρθρο που μιλά για ατόπημα από την πλευρά του καλού περιοδικού και υπερασπίζεται τον πολιτικό υποστηρίζοντας ότι πρέπει να κριθεί για την πολιτική του διάσταση.
-Το καλύτερο ελληνόγλωσσο δοκίμιο για το ποδόσφαιρο «Άγιαξ, για πάντα Άγιαξ!» που γράφει το 1984 με το ψευδώνυμο Αλ Καμίς αιφνιδιάζοντας και κρίνοντας εμμέσως την απαξίωση του ποδοσφαίρου από την αριστερή διανόηση.
-Σκωπτικά ψευδωνυμικά στιχουργήματα από το βιβλίο του «Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης, η ζωή και το έργο του».
Ο φιλόλογος και πρώην πανεπιστημιακός Παναγιώτης Πίστας μίλησε εμφανώς συγκινημένος, βιωματικά, για τους νεανικούς φίλους της Νόρας και του Μανόλη Αναγνωστάκη στη Θεσσαλονίκη. «Η συνάντηση, η φιλία που προέκυψε και η μακρά συναναστροφή μιας ομάδας ανθρώπων καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στη Θεσσαλονίκη, ήταν παράγοντες που διαμόρφωσαν πολύ καθοριστικά τους νέους αυτούς. Τα παιδιά αυτά δεν ήταν εντελώς αμύητα στην πραγματική ζωή», τόνισε ενώ αναφέρθηκε και στις αγωνίες και τις αναζητήσεις της παρέας αυτής για την κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική ζωή.
Τέλος, ο Δρ. Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής Μίλτος Πολυβίου αναφέρθηκε στους τόπους του έργου του Μανόλη Αναγνωστάκη που αφορούν αποκλειστικά το αστικό τοπίο, χωρίς καμία αναφορά στη φύση. Μια πιο λεπτομερής εξέταση προϋποθέτει τη διάκριση μεταξύ των τόπων που αναφέρονται σε άλλα πρόσωπα και σε προσωπικά του βιώματα. Σε ό,τι αφορά στα άλλα πρόσωπα συναντώνται τόποι που έχουν σχέση με την τύχη των ανθρώπων της αριστεράς, όπως χώροι εξοριών, φυλακής, καταφυγής για λόγους επιβίωσης.
Ως προς τον ίδιο, εξαιρουμένων των τόπων των απραγματοποίητων ταξιδιών, που δείχνουν μια εφηβική τάση φυγής, όλοι οι άλλοι χώροι αφορούν βιώματα του ποιητή αποκλειστικά στη Θεσσαλονίκη.
Στο τέλος της εκδήλωσης ακούστηκαν μελοποιημένα ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη, τα οποία ερμήνευσαν η Παναγιώτα Γρηγοριάδου (τραγούδι), Ειρήνη Κυρισκόζογλου (σαξόφωνο), Αγαθή Νικολαΐδου (πιάνο).