Μόνη σοβαρή στάση είναι η «ξενέρωτη»

Μάκης Βοϊτσίδης
Γράφει Μάκης Βοϊτσίδης Δημοσιογράφος

Το σκίτσο του Αρκά για τα Τέμπη, ένα μάτι που δακρύζει και τρεις τύποι που προσπαθούν το δάκρυ να πέσει μέσα στη δική τους κάλπη, είναι όπως όλα τα σκίτσα του Αρκά: Πικρό, εύστοχο και σαφές. Αυτή είναι η αλήθεια, όσο και αν προσπαθεί να τη μουτζουρώσει ο λαϊκισμός των social media και της τηλεόρασης που με τρόπο αριστοτεχνικά βίαιο έχουν επιβάλει τρομοκρατία στον δημόσιο λόγο. Πίσω από τους συγγενείς των παιδιών που βιώνουν το αδιανόητο δράμα, καιροφυλακτούν τυχοδιώκτες πολιτικοί οι οποίοι προσπαθούν να εκμεταλλευθούν την συγκίνηση της κοινωνίας. Για ένα συμβάν για το οποίο κανένας -μηδέ εξαιρουμένου του εφέτη ανακριτή- δεν έχει ακόμη καθαρή εικόνα.

Υπό άλλες συνθήκες θα ήταν γελοίο. Άνθρωποι που γενικώς στη ζωή δεν ξέρουν πού πάνε τα τέσσερα έχουν αντιληφθεί μέχρι και τις λεπτομέρειες που δεν καταλάβαμε εμείς, οι καθυστερημένοι. Ξέρουν για ένα βαγόνι που υπήρχε αλλά εξαφανίστηκε, έγιναν εξπέρ στους πτητικούς υδρογονάνθρακες, είναι σίγουροι για ποιον επιχειρηματία προοριζόταν το λαθραίο φορτίο (αλλά δεν τολμούν να ψελλίσουν το όνομα γιατί είναι τζάμπα μάγκες), είναι ειδικοί στα πρωτόκολλα διάσωσης, ειρωνεύονται όποιον διστάζει να μιλήσει για «έγκλημα» και κόβουν την καλημέρα σε όποιον υπενθυμίζει ότι σ’ αυτή την ιστορία υπάρχει και ένας σταθμάρχης που έβαλε το τρένο στη λάθος από τις δύο γραμμές. Αλλά το δράμα με τον θάνατο 57 νέων ανθρώπων είναι τόσο μεγάλο, ώστε καταπίνει την γελοιότητα. Γελοίο, σκέτο γελοίο, ήταν εκείνο που ζήσαμε το 2011 με τις πλατείες και το 2015 με το δημοψήφισμα, όταν συναντούσες ανθρώπους που νόμιζες για κανονικούς και μετά άρχιζαν να σου λένε ότι η οικονομική κρίση δεν υπάρχει αλλά είναι μία διεθνής συνωμοσία για να μας πάρουν τζάμπα τα πετρέλαια. Και αν δεν συμφωνούσες, ήσουν «τσιράκι των δανειστών» και «όχι και τόσο Έλληνας».

Όσο «ξενέρωτο» και αν ακούγεται, υπάρχει μόνο μία συνεπής στάση απέναντι στο δυστύχημα των Τεμπών -και σε πολλές ακόμη ανάλογες υποθέσεις που προηγήθηκαν ή θα ακολουθήσουν: Εμείς μπορούμε να μιλήσουμε μόνο για πολιτικές ευθύνες. Βαρύτατες αλλά πολιτικές! Γιατί ο σιδηρόδρομος στην Ελλάδα δεν αποτέλεσε προτεραιότητα για καμιά μεταπολεμική κυβέρνηση, γιατί ο συνδικαλισμός μετέτρεψε τους πειθαρχημένους και περήφανους για τη δουλειά τους σιδηροδρομικούς σε κακής ποιότητος δημόσιους υπαλλήλους, γιατί η πολιτεία έκλεισε τα μάτια στη λεηλασία των σιδηροδρομικών υποδομών και των συστημάτων ασφαλείας από τις συμμορίες του χαλκού με αποτέλεσμα να χρειαστεί να γίνουν όλα από την αρχή, γιατί η υλοποίηση της σύμβασης 717 πήρε επτά παρατάσεις, πού πήγαν οι ποταμοί του κοινοτικού χρήματος που διατέθηκαν για τον εκσυγχρονισμό των ελληνικών σιδηροδρόμων, εντέλει πώς ένας αχθοφόρος έγινε σταθμάρχης. Αλλά για τις ποινικές ευθύνες περιμένουμε την κρίση της Δικαιοσύνης. Δεν είναι καλή ιδέα να αναθέσουμε την απόδοση ποινικών ευθυνών σε γονείς παιδιών που χάθηκαν, σε πολιτικούς, σε δημοσιογράφους, σε πανελίστες, σε τραγουδιστές, σε proxies διαπλεκόμενων επιχειρηματιών και σε περσόνες του twitter. Και για να μην μασάμε τα λόγια μας: Όσοι αμφισβητούν εκ των προτέρων την κρίση της Δικαιοσύνης ή ασκούν εκφοβισμό στους δικαστές, υπονομεύουν την δημοκρατία. Ποιος είπε, άλλωστε, ότι φασισμός και λαϊκοί ήρωες δεν συμβιβάζεται; Μια χαρά πάνε μαζί!

Για κάθε κόμμα της αντιπολίτευσης είναι πειρασμός να απλώσει το χέρι και να πάρει κάτι από τον δίσκο που περιφέρει ο λαϊκισμός για τα Τέμπη. Αλλά εδώ μετριούνται όλοι. Δηλαδή το ΠΑΣΟΚ. Γιατί μόνο από το ΠΑΣΟΚ έχουμε προσδοκίες, ελπίδες και αξίωση πολιτικής υπευθυνότητος. Τους υπόλοιπους τους ξέρουμε. Αν ζητούσαμε σοβαρότητα, θα ήταν σα να τους λέγαμε να απαρνηθούν την φύση τους. Κάτι που ούτε οι ύαινες, ούτε η ριζοσπαστική Αριστερά ούτε η συνωμοσιολογική Δεξιά μπορούν να κάνουν…

*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 09.02.2025