Μ. Βορίδης: «Μιλάνε για κράτος δικαίου αυτοί που έχουν καταδικασμένους υπουργούς» (βίντεο)

Ο υπουργός Επικράτειας μίλησε σε τηλεοπτική του συνέντευξη

- Newsroom

Τα Τέμπη και γενικότερα το κράτος δικαίου, ήταν τα θέματα που τέθηκαν στην τηλεοπτική συνέντευξη του υπουργού Επικρατείας Μάκη Βορίδη στον «Σκάι».

Η πρώτη ερώτηση αφορούσε, μάλιστα, όσα είπε κατά της κυβέρνησης ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κατά την ημερίδα του ομώνυμου Ινστιτούτου, την Πέμπτη (6/2), με θέμα το κράτος δικαίου. «Έχουμε ακούσει τέτοια από τον κύριο Τσίπρα, δεν είναι πρωτοφανές», παρατήρησε ο υπουργός Επικρατείας και προσέθεσε: «Δείχνει ότι ο άνθρωπος δεν αλλάζει, δεν μαθαίνει, λέει τα ίδια και τα ίδια, το ίδιο ύφος, η ίδια ανεπιφύλακτη καταγγελία, η ίδια υιοθέτηση θεωριών...».

Εν συνεχεία δε, ο Μ. Βορίδης δήλωσε για τον πρώην πρωθυπουργό ότι «η μόνη κυβέρνηση που έχει τα τελευταία 20 χρόνια καταδικασμένους υπουργούς, είναι η δική του». Ειδικότερα, «ο κ. Παππάς είναι καταδικασμένος με 13-0, γιατί προσπάθησε να ελέγξει και να χειραγωγήσει τη διαδικασία αδειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών, προκειμένου να δώσει άδεια σε δικούς του φίλους και ανθρώπους φιλικά διακείμενους στο καθεστώς ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Παπαγγελόπουλος είναι επίσης καταδικασμένος για υποθέσεις στις οποίες υπήρχαν παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη».

Και ο υπουργός Επικρατείας συνέχισε την επίθεσή του, σημειώνοντας ότι κατηγόρησαν δέκα πολιτικούς αντιπάλους «σε αυτό που αποκάλεσαν το μεγαλύτερο πολιτικό σκάνδαλο», τη Novartis, αλλά «η δικαιοσύνη τους απήλλαξε και τους δέκα. Αυτοί οι κύριοι κουνάνε τώρα το δάκτυλο για το κράτος δικαίου;», διερωτήθηκε.

Όσον αφορά την υπόθεση των Τεμπών, ξεκίνησε την τοποθέτησή του από ένα ευρύτερο πλαίσιο: «Επειδή εμείς σεβόμαστε τους θεσμούς, επειδή λειτουργούμε εντός του κράτους δικαίου, επειδή ακολουθούμε πολύ προσεκτικά το τι λέγεται σε επίπεδο Ευρώπης από πλευράς ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην Ευρώπη λένε ότι για τις εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις οι πολιτικοί δεν έχουν δικαίωμα να πουν κουβέντα».

Και, επί της ουσίας, «η υπόθεση είναι στην ανάκριση, κυκλοφορούν στοιχεία της δικογραφίας επιλεκτικά, ό,τι βολεύει τον καθένα για να κάνει πολιτική εκμετάλλευση. Γιατί δεν θέλει το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να μιλάνε οι πολιτικοί για εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις; Γιατί θεωρεί ότι επηρεάζουν την κοινή γνώμη και επηρεάζουν ενδεχομένως και τους δικαστές με τις τοποθετήσεις τους».

Αναφερόμενος δε, στις δημοσκοπήσεις σε σχέση με την εν λόγω υπόθεση, αναγνώρισε ότι απασχολεί την κυβέρνηση ότι μια σημαντική, όπως είπε, μερίδα των συμπολιτών μας, αλλά και ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας, δείχνουν να έχουν πεισθεί από την επιχειρηματολογία των αντιπάλων της για κυβερνητικές ευθύνες.

Επανέλαβε δε, στο σημείο αυτό ότι κάποιοι χρησιμοποιούν επιλεκτικά στοιχεία από τη δικογραφία, την ώρα που «εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να μη χρησιμοποιούμε κανένα στοιχείο της δικογραφίας και να μην μπαίνουμε στη συζήτηση της υπόθεσης». Συμπερασματικά, «από τη μια μεριά βγαίνουν επιλεκτικά στοιχεία και από την άλλη, εμείς καθόμαστε υπομονετικά χωρίς να λέμε κουβέντα γιατί σεβόμαστε τη θεσμική τάξη».

Ακολούθως, αφού αναρωτήθηκε πότε είπε η κυβέρνηση ότι «η ποινική υπόθεση δεν είναι ερευνητέα, ότι έχει κλείσει», ο Μ. Βορίδης υπογράμμισε ότι η «βαρύτερη μομφή» που μπορεί να απευθύνει κάποιος σε άλλον, είναι αυτή της συγκάλυψης. Μια μομφή, προσέθεσε, που «η αντιπολίτευση εκτοξεύει ελαφρά τη καρδία» και αυτή είναι που «εξαγριώνει τους συγγενείς και την κοινωνία».

Όμως, αντέτεινε, «συγκάλυψη είναι όταν υπάρχει μια κυβέρνηση, η οποία γνωρίζει κάποιον που εμπλέκεται και ευθύνεται για αυτό το έγκλημα, και ενεργεί για τον βγάλει από την ποινική ευθύνη, να τον εξαιρέσει. Να αποσιωπήσει, να αλλοιώσει στοιχεία για να μην φτάσει ποτέ η δικαιοσύνη σε αυτόν. Και ρωτώ: ποιος είναι αυτός που προστατεύουμε;», διερωτήθηκε κλείνοντας.

Loader