
Την περασμένη εβδομάδα συνέβη κάτι κάπως περίεργο. Μιλώντας σε ένα συνέδριο real estate, ο Παναγιώτης Σταμπουλίδης, μέλος της διοίκησης του Υπερταμείου, το οποίο έχει αναλάβει να εξασφαλίσει τη συμμετοχή των ιδιωτών στην ανάπλαση της ΔΕΘ, ανέβασε το εκτιμώμενο κόστος της συνολικής επένδυσης από τα 300 στα 370 εκατομμύρια. Ο CEO της DIMAND, ενός δηλαδή εκ των υποψήφιων επενδυτών, αντέδρασε, υποστηρίζοντας ότι τα λεφτά είναι πολλά για αυτό που παίρνουν -«ούτε τετράγωνο στο Μανχάταν να κτίζαμε», είπε χαρακτηριστικά. Εύλογο: οι επενδυτές θα πιέζουν να δώσουν λιγότερα ή να πάρουν περισσότερα, π.χ. να τους δοθούν όχι μόνο οι νέες εμπορικές χρήσεις, αλλά και μέρος της εκθεσιακής δραστηριότητας.
Λίγες ημέρες μετά, από το βήμα του Δημοτικού Συμβουλίου, ο δήμαρχος της πόλης Στέλιος Αγγελούδης, άστραψε και βρόντηξε: «δεν νοείται» λέει, «κάθε οκτώ μήνες να έρχονται με ανακοινώσεις που αυξάνουν αυτό το τίμημα». Θυμίζουμε ότι λίγους μήνες πριν, στην ειδική συνεδρίαση για το θέμα, η διοίκηση του Δήμου επικύρωσε τη συμφωνία της στη σχεδιαζόμενη ανάπλαση και τη συμμετοχή ιδιωτών, αφού εξασφάλισε τις λεγόμενες «δέκα κόκκινες γραμμές». Άρα, είμαστε σύμφωνοι με το πρότζεκτ, αλλά απαιτούμε εντόνως να στοιχίσει λιγότερο; Μα γιατί; Από την τσέπη του θα τα βάλει ο Δήμος;
Η αντίδραση του δημάρχου δεν βγάζει κανένα νόημα. Ένας φίλος από την Αθήνα με ρώτησε την επόμενη ημέρα στο τηλέφωνο: «καλά, τρελοί είστε εκεί στη Θεσσαλονίκη; Ζητάτε να μειωθεί η επένδυση που είναι να γίνει στην πόλη»; Μία πιθανή εξήγηση θα ήταν ο δήμαρχος να μιλάει εκ μέρους των επενδυτών, όπως ακριβώς έκανε ο CEO της DIMAND: δώστε στους ιδιώτες το φιλέτο που υποσχεθήκατε με την αρχική τιμή. Ας δεχθούμε όμως, για το καλό όλων μας, ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύει.
Μια άλλη ερμηνεία είναι ότι ο κ. Αγγελούδης, όπως και άλλοι θεσμικοί παράγοντες, εξανέστησαν με τις ανακοινώσεις του κ. Σταμπουλίδη γιατί αυτές αποκαλύπτουν το πόσο πρόχειρο είναι το πρότζεκτ που κατά τα άλλα δεσμεύτηκαν να στηρίξουν: χωρίς μελέτες, χωρίς προϋπολογισμό, χωρίς εξασφαλισμένη δημόσια χρηματοδότηση, χωρίς υποψήφιους επενδυτές. Αν αυτή είναι η κατάσταση μετά από 11 (ολογράφως: έντεκα) χρόνια προετοιμασίας της «επί τόπου ανάπλασης», φανταστείτε τί θα γίνει αν ποτέ ξεκινήσουν τα έργα και πέσουν πάνω στα αρχαία ή τα ρέματα της περιοχής. Φανταστείτε πόσο ρεαλιστικό θα αποδειχθεί το χρονοδιαγράμμα που κυκλοφορεί σήμερα, ή το σενάριο ότι ένα τέτοιο έργο θα γίνεται βαθμιαία, με τη ΔΕΘ σε λειτουργία. Κατά τη γνώμη μου, είναι βέβαιο ότι η καρδιά της πόλης θα βρεθεί ξανά κλεισμένη σε λαμαρίνες για πολλά χρόνια.
Υπάρχει, τέλος, και μια τρίτη πιθανή αιτία πίσω από την οργισμένη αντίδραση. Να θυμηθούμε ότι εδώ και δεκαετίες η πόλη είχε επιλέξει μια άλλη εναλλακτική που κάλυπτε όλες τις ανάγκες καλύτερα: δημιουργία μητροπολιτικού πάρκου στο κέντρο, διατήρηση και ανακαίνιση των αξιόλογων κτιρίων της ΔΕΘ για φιλοξενία ήπιων εκθεσιακών δραστηριοτήτων και δημιουργία μιας νέας ΔΕΘ στα όρια του πολεοδομικού συγκροτήματος, σε δημόσιο οικόπεδο της Σίνδου, σε ένα σημείο δηλαδή με πολύ καλύτερη σύνδεση με οδικούς και σιδηροδρομικούς άξονες. Και να θυμηθούμε επίσης ότι η δικαιολογία με την οποία εγκαταλείφθηκε αυτή η κοινώς αποδεκτή λύση, ήταν η έλλειψη πόρων μεσούσης της οικονομικής κρίσης, για να προκριθεί τελικά στη θέση της η φτηνότερη λύση της επί τόπου ανάπλασης, η οποία υποτίθεται θα στοίχιζε μόνο 120 εκατομμύρια. Αν λοιπόν το κόστος «αυξάνεται κάθε οκτώ μήνες», τί επιχειρήματα μένουν σε όσους το υπερασπίζονται; Έτσι φτάσαμε στο σημείο να μας «προσφέρουν» μια επένδυση 370 εκατομμυρίων και εμείς να απαντάμε «όχι, θέλουμε μόνο 300», μην τυχόν και χαλάσει η δουλειά.
Λίγες ημέρες μετά, βγήκε ο κ. Τζήκας της ΔΕΘ για να μας καθησυχάσει, υποστηρίζοντας ότι έγινε κάποιο λάθος (ποιο;) και η επένδυση παραμένει στα 300. Φαντάζομαι ότι με την ίδια λογική, αν αποδειχθεί μικρότερη κι από αυτό, όλοι θα είναι ακόμα πιο χαρούμενοι. Είναι φανερό ότι οι αρχές της πόλης διαχειρίζονται το έργο σαν αναγκαίο κακό: όσο μικρότερο, τόσο καλύτερα. Ε, κάτι έχει γίνει πολύ λάθος εδώ πέρα. Δεν αξίζει στην πόλη μας τόση μιζέρια.
…κι η πόλη που χρειάζεται περισσότερα
Δεν λέω, ωστόσο, ότι πρέπει γενικά να ζητάμε περισσότερα λεφτά: λέω να διεκδικήσουμε αυτά ακριβώς που χρειαζόμαστε. Να εξασφαλίσουμε δηλαδή πρώτα από όλα τα λίγες δεκάδες εκατομμύρια που θα στοιχίσει η κατεδάφιση της παραγκούπολης και η δημιουργία ενός πάρκου. Πόσο θα είναι αυτά; Ενδεικτικά, η πρόσφατη ανάπλαση του στρατοπέδου Παύλου Μελά, με διπλάσια έκταση, είχε ως προϋπολογισμό τα 53 εκ. Να προσθέσουμε σε αυτά μερικά εκατομμύρια ακόμα για την ανακαίνιση των λίγων ιστορικών κτιρίων της ΔΕΘ που θα διατηρηθούν.
Παράλληλα, και χωρίς να διαταραχθεί η λειτουργία της ΔΕΘ, το σχεδιαζόμενο εκθεσιακό κέντρο μπορεί να χτιστεί αυτούσιο στη Σίνδο. Κανείς, ως τώρα, δεν έχει μπει στον κόπο να μας ενημερώσει πόσο στοιχίζει αυτό. Αν όμως λάβουμε υπόψη ότι οι εκθεσιακοί χώροι καταλαμβάνουν μόλις το 56% του συνολικού οικοδομικού προγράμματος της ανάπλασης, και αν συνυπολογίσουμε κόστη κατεδαφίσεων, διαμορφώσεων, χώρων στάθμευσης κοκ, τότε υποθέτουμε εύλογα ότι το κόστος τους καλύπτει λιγότερο από το μισό της σχεδιαζόμενης επένδυσης των 300 εκ. Προσθέστε, τέλος, σε αυτά και το Συνεδριακό Κέντρο.
Φυσικά, οφείλουμε να τα υπολογίσουμε όλα αυτά με ακρίβεια – και σίγουρα θα το κάνουμε καλύτερα από τον κ. Σταμπουλίδη. Ήδη όμως μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι αν αθροίσουμε αυτά τα ποσά, δύσκολα ξεπερνάμε το σύνολο των 300, ή, ακόμα περισσότερο, των 370 εκατομμυρίων. Αυτό άλλωστε είναι εύλογο, αφού έχουν αφαιρεθεί από τον λογαριασμό τα «δολώματα» του ξενοδοχείου και του εμπορικού κέντρου, ή τα απρόβλεπτα κόστη ενός τεράστιου κτιριακού προγράμματος στο κέντρο μιας αρχαίας πόλης.
Κι εδώ μπαίνω στον πειρασμό να πω: γιατί να μην ζητήσουμε τότε κι εμείς κατιτίς παραπάνω; Το 424 και το Γ’ Σώμα Στρατού για αρχή. Ή, κάτι πραγματικά οραματικό. Για παράδειγμα, την αποκάλυψη των ρεμάτων που διαπερνούν τη ΔΕΘ, από το Σέιχ Σου ως την παραλία, για να λειτουργήσουν και ως αντιπλημμυρική προστασία, αλλά και ως πράσινοι διάδρομοι. Ή ίσως την υπογειοποίηση κάποιων δρόμων που διαχωρίζουν αυτή τη στιγμή τους χώρους πρασίνου, ώστε το νέο μητροπολιτικό πάρκο να γίνει πραγματικά ενιαίο. Φαντασιώσεις; Δεν ξέρω. Για άλλες πόλεις τέτοιες λύσεις αποτελούν απλώς στοιχειώδεις προσαρμογές στην εποχή της κλιματικής κρίσης.
Μα υπάρχουν αυτά τα χρήματα; Μόλις πριν λίγες εβδομάδες, εξασφαλίστηκαν ευρωπαϊκοί πόροι 370 εκ. για τη δημιουργία ενός τριπλάσιου σε έκταση μητροπολιτικού πάρκου στο Φαληρικό δέλτα της Αττικής. Εδώ, αντίστοιχα, ο fly over, ένα έργο τουλάχιστον αμφίβολης αξίας (η οποία παρεμπιπτόντως ενισχύεται μόνο αν η Θεσσαλονίκη αναπτυχθεί στα όρια της περιφερειακής της ζώνης και όχι όταν συνωστίζεται στο κέντρο), θα μας κοστίσει συνολικά ενάμιση δις. Είναι, λοιπόν, θέμα προτεραιοτήτων.
Το ίδιο ισχύει και για την επιλογή ανάμεσα στα δυο μεγάλα σχέδια που αντιπαρατίθενται γύρω από το μέλλον της ΔΕΘ. Το σχέδιο της επί τόπου ανάπλασης δεν είναι ούτε πιο οικονομικό, ούτε τεχνοκρατικά ωριμότερο: ίσα – ίσα, κάθε μέρα που περνά θα αποκαλύπτονται τόσο η προχειρότητα, όσο και τα κρυφά του κόστη. Ας μην κρυβόμαστε, ο μόνος λόγος που επιλέχθηκε είναι για να προσφέρει την ευκαιρία μιας έμμεσης ιδιωτικοποίησης ενός μέρους έστω αυτού του πολύτιμου «τετραγώνου», που λέει και ο CEO της DIMAND.
Είναι και αυτή βέβαια μια σεβαστή πολιτική επιλογή. Σε μια δημοκρατία ωστόσο, ο μόνος αρμόδιος για να κάνει τέτοιες κρίσιμες επιλογές, είναι ο λαός. Μπροστά λοιπόν στο διαφαινόμενο αδιέξοδο, τον χορό των φανταστικών εκατομμυρίων, τους διαγωνισμούς χωρίς μελέτες, τα παζάρια των επενδυτών, η μόνη δημοκρατική διέξοδος, αυτή που θα προσφέρει στο όποιο σχέδιο προκριθεί έναν καθαρό οδικό χάρτη, είναι το δημοψήφισμα. Φοβούμενες το αποτέλεσμά του, οι αρχές της πόλης προς το παρόν το απορρίπτουν. Επαφίεται λοιπόν στην κοινωνία να δώσει λύση, επιβάλλοντας τη διεξαγωγή του. Ευτυχώς, ο νόμος της δίνει πια τη δυνατότητα να το κάνει.