Δίκη για το γηροκομείο - κολαστήριο στις Σέρρες: Ελεύθεροι μέχρι το Εφετείο η διευθύντρια και ο ιδιοκτήτης

Αθωώθηκαν ομόφωνα οι δύο γιατροί και οι δύο ιδιοκτήτες γραφείων τελετών

Ελεύθεροι μέχρι το Εφετείο αφέθηκαν οι δύο από τους επτά κατηγορούμενους για την υπόθεση του γηροκομείου-κολαστηρίου στον Λιθότοπο Σερρών, όπου ηλικιωμένοι είχαν εντοπιστεί σε άθλια κατάσταση, τον Οκτώβριο του 2020.

Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης επέβαλε στον πρώτο κατηγορούμενο, φερόμενο ως διαχειριστή του γηροκομείου, που δεν παρέστη στο δικαστήριο και δικάστηκε ερήμην, συνολική ποινή κάθειρξης 16 ετών, στη δεύτερη κατηγορούμενη, φερόμενη ως διευθύντρια, κάθειρξη 11 ετών και 11 μηνών, ενώ στον τρίτο, φερόμενο ως ιδιοκτήτη, κάθειρξη 9 ετών και 11 μηνών.

Για τους δυο τελευταίους αποφασίστηκε η έφεση να έχει αναστέλλουσα δύναμη υπό τους όρους της εμφάνισης σε αστυνομικό τμήμα και απαγόρευσης εξόδου από την χώρα και έτσι, αφήνονται ελεύθεροι μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό.

Το δικαστήριο τους έκρινε ένοχους για διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, απλή έκθεση σε κίνδυνο (για έντεκα παθόντες) και θανατηφόρα έκθεση (για έναν παθόντα) και για παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών, ενώ αθωώθηκαν για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε έκδοση ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης.

Μάλιστα, αναγνωρίστηκε και στους δύο το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας και στον τρίτο κατηγορούμενο και επιπλέον το ελαφρυντικό του προτέρου σύννομου βίου.

Οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι (δύο γιατροί και δύο ιδιοκτήτες γραφείων τελετών) αθωώθηκαν για όλες τις πράξεις.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, το γηροκομείο λειτουργούσε σε χώρους βρώμικους, με πλήθος εντόμων και ακαθαρσίες τρωκτικών, με τους ηλικιωμένους να ζουν σε εμφανώς άθλια ψυχική και σωματική κατάσταση, υποσιτισμένοι και αφυδατωμένοι.

Κατά την έφοδο της αστυνομίας,
μία 84χρονη βρέθηκε δεμένη από τον δεξιό αστράγαλο, με ιμάντα και λουκέτο, στο κρεβάτι της ενώ από την περαιτέρω έρευνα προέκυψε ότι δύο ηλικιωμένες γυναίκες απεβίωσαν, στερούμενες ιατρικής περίθαλψης. Σύμφωνα με τη δικογραφία, θάφτηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, με τη συνδρομή δύο γιατρών και ισάριθμων ιδιοκτητών γραφείων τελετών.

Αρνήθηκαν τις κατηγορίες

Η δεύτερη κατηγορούμενη, φερόμενη ως διευθύντρια του γηροκομείου υποστήριξε ενώπιον του δικαστηρίου πως δεν έχει καμία εύθυνη και πως κατηγορείται άδικα. Η ίδια, μάλιστα, διατηρούσε πριν άλλη μονάδα φροντίδας ηλικιωμένης και ήταν εκείνη που παρείχε όλο τον εξοπλισμό της μονάδας στον πρώτο κατηγορούμενο (διαχειριστή). «Εγώ είχα συμφέρον αυτός ο άνθρωπος (σ.σ ο πρώτος κατηγορούμενος) να με αποπληρώσει. Που είναι ο διαχειριστής του γηροκομείου; Γιατί είμαστε εμείς κατηγορούμενοι;», απολογήθηκε.

Και ο τρίτος κατηγορουμενος, που φαίνεται να είναι και ο ιδιοκτήτης του γηροκομείου και έχει κριθεί προσωρινά κρατούμενος, κατα την απολογία του, ζήτησε συγγνώμη και ισχυρίστηκε πως δεν γνώριζε για τις συνθήκες που επικρατούσαν και την κατάσταση των ηλικιωμένων. «Πήγαινα τα ψώνια για να μην πληρώνουν ταξί. Τις δυο-τρεις φορές δεν με άφησαν να μπω μέσα λόγω κορονοϊού. Τρεις φορές που μπήκα μέσα δεν είδα κάτι περίεργο. Στην κουζινα ήταν μια πόρτα κλειστή που δεν με άφηναν να μπω μέσα», υποστήριξε μεταξύ άλλων.

Για κερδοφόρα επιχείρηση έκανε λόγο η εισαγγελέας

«Λειτουργούσαν παράνομα ως επένδυση την μονάδα φροντίδας των ηλικιωμένων», είπε η εισαγγελέας της έδρας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης για τους τρεις πρώτους κατηγορούμενους.

Κατά την αγόρευση της ανάφερε, μεταξύ άλλων, πως οι τρεις πρώτοι κατηγορούμενοι ήταν άμεσα συνδεδεμένοι μεταξύ τους, ενώ, όπως είπε, «άπαντες ήθελαν χρήματα και, εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού, ήταν μια κερδοφόρα επιχείρηση».

Για τους τροφίμους ηλικιωμένους είπε πως ζούσαν σε άθλιες συνθήκες και πως «αν είχαν την φροντίδα που άξιζαν και έπαιρναν από τους αρμόδιους, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα είχαν αποβιώσει ή δεν θα είχαν αποβιώσει στον χρόνο που απεβίωσαν».

Loader