Θεσσαλονίκη: Τιμήθηκαν δύο άνθρωποι που διέσωσαν Εβραίους
Ο τίτλος «Δίκαιοι των Εθνών» αποδόθηκε σε 369 Έλληνες - «Ελάχιστοι βοήθησαν και πρέπει να τους τιμούμε» σημείωσε ο Δ. Σαλτιέλ
Οι απόγονοι χριστιανικών οικογενειών που βοήθησαν να σωθούν Εβραίοι της Θεσσαλονίκης την περίοδο της Κατοχής τιμήθηκαν με τον τίτλο «Δίκαιοι μεταξύ των Εθνών» από το Γιαντ Βασέμ
Στις 15 Μαρτίου 1943 αναχώρησε ένα τρένο από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό το Άουσβιτς. Οι επιβάτες του ήταν Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι, μάλιστα, πλήρωσαν και το εισιτήριο χωρίς επιστροφή, νομίζοντας ότι ταξιδεύουν στην Πολωνία για καταναγκαστική εργασία. Στοιβάχτηκαν κατά εκατοντάδες σε βαγόνια κατάλληλα για τη μεταφορά ζώων και μετά από ένα βασανιστικό ταξίδι ημερών, έφτασαν στο στρατόπεδο εξόντωσης. Εκεί, πέρασαν τη λεγόμενη σελεξιόν και οι περισσότεροι κατέληξαν αμέσως στους θαλάμους αερίων. Με συνολικά 19 αποστολές προς το Άουσβιτς η Θεσσαλονίκη ξεκληρίστηκε από τους Εβραίους της. Πάνω από 45.000 Θεσσαλονικείς δολοφονήθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα. Στη διάρκεια της Κατοχής εξοντώθηκε το 96% του πληθυσμού της άλλοτε ακμάζουσας εβραϊκής κοινότητας της πόλης. Ελάχιστοι διασώθηκαν χάρη στη βοήθεια των χριστιανών συμπολιτών τους. Είχαν παραλύσει από φόβο ή αδιαφορούσαν για όσα συνέβαιναν στους αλλόθρησκους γείτονες και συμπολίτες τους; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, πάντως είναι γεγονός ότι μετά τον εκτοπισμό ακολούθησε ένα άνευ προηγουμένου πλιάτσικο στα σπίτια, τα καταστήματα, ακόμα και στο νεκροταφείο των Εβραίων.
Αυτή η στάση του γενικού πληθυσμού καθιστά ακόμα σπουδαιότερη την απόφαση κάποιων ελάχιστων να μην γυρίσουν την πλάτη, αλλά να βοηθήσουν τους συμπολίτες τους. Οι απόγονοι δύο ανθρώπων που διέσωσαν Εβραίους της Θεσσαλονίκης την περίοδο της Κατοχής τιμήθηκαν από το Γιάντ Βασέμ, ύστερα από ενδελεχή έρευνα από το Γιάντ Βασέμ και έγκριση από το Ανώτατο Δικαστήριο του Ισραήλ. Τα ονόματά τους θα αναγραφούν στον «Τοίχο των Δικαίων» και θα φυτευτεί ένα δένδρο στη μνήμη τους στον «Κήπο των Δικαίων» στους χώρους του Γιάντ Βασέμ. Μέχρι σήμερα 370 θαρραλέοι Έλληνες έχουν αναγνωριστεί ως « Δίκαιοι των Εθνών», μεταξύ αυτών ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, Δαμασκηνός, οι μητροπολίτες Ζακύνθου, Χρυσόστομος, και Δημητριάδος, Ιωακείμ, ο πρώην δήμαρχος Ζακύνθου, Λουκάς Καρρέρ, ο αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, Άγγελος Έβερτ, η ηρωίδα της Εθνικής Αντίστασης, Λέλα Καραγιάννη. Από σήμερα στα ονόματα των Δικαίων περιλαμβάνονται ο Στυλιανός Παπαδόπουλος και ο Νικόλαος Χατζηγιαννάκης, δύο άνθρωποι προσφυγικής καταγωγής.
«Κινδύνευσε αρκετές φορές για χάρη μας»
Ο Στυλιανός Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1893 στον Πόντο και ήταν 29 ετών, όταν έφτασε με την οικογένεια του στην Ελλάδα, με τα κύματα των προσφύγων που έφτασαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του στο Γυναικόκαστρο Κιλκίς και ασχολήθηκε με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και το εμπόριο ζωοτροφών. Το 1943, όταν άρχισε ο εκτοπισμός των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, ήταν 50 χρονών, χήρος με έξι παιδιά και πρόεδρος του χωριού του.
Πενήντα χιλιόμετρα μακριά, στη Θεσσαλονίκη, ζούσαν ο Αλβέρτ (Αβραάμ) Λεβή, 31 ετών και η σύζυγος του Λούτσα (Λουκία), 29 ετών. Ο Αβραάμ ήταν ένας φτωχός Εβραίος, καπνεργάτης στο επάγγελμα και αριστερός. Συμμετείχε στο εργατικό κίνημα, με αποκορύφωμα τις απεργίες του Μάη του ’36. «Ήταν ένας έξυπνος άνθρωπος, και ας είχε βγάλει μόνο την Α’ δημοτικού. Από την πρώτη στιγμή, πίστευε ότι όλα τα αντιεβραϊκά μέτρα που πήραν οι ναζί δεν θα έβγαιναν σε καλό. Όταν συγκέντρωσαν τους Εβραίους στην Πλατεία Ελευθερίας προφασίστηκε ότι είχε και ιταλικό διαβατήριο, οπότε δεν τον κατέγραψαν οι ναζί και δεν μπήκε σε γκέτο», λέει στη «ΜτΚ» ο εγγονός του, Βίκτωρ Ναρ. Προς το τέλος του Μαρτίου 1943, ενώ ήδη είχαν γίνει οι πρώτες αποστολές προς το Άουσβιτς, μία γειτόνισσα του ζευγαριού με καταγωγή από το Κιλκίς, τους έφερε σε επαφή με τον Στυλιανό Παπαδόπουλο, τον οποίον δεν γνώριζαν μέχρι τότε.
Εκείνος δέχθηκε χωρίς δισταγμό και φυγάδευσε διαδοχικά, πρώτα την αδελφή της Λουκίας, στη συνέχεια τη μητέρα του Αβραάμ και τέλος το ζεύγος, που μετονομάστηκε σε Αλέκο Αλιβιζάτο και Ελένη Δημητριάδου, χάρη στις πλαστές ταυτότητες που τους προμήθευσε ο σωτήρας τους. Ήταν πρόθυμος να φυγαδεύσει και να κρύψει και τους γονείς και τα δύο αδέλφια της Λουκίας, όμως «ενώ αρχικά είχαν δεχθεί, στη συνέχεια έδωσαν πίστη στις διαβεβαιώσεις της κοινότητας περί μετοικεσίας στη Κρακοβία. Έτσι έφυγαν στην Πολωνία όπου εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα του θανάτου», όπως ανέφερε η ίδια η Λουκία, σε γραπτή μαρτυρία της.
Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής το ζευγάρι φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Παπαδόπουλου. Η Λούκια βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού και ο σύζυγός της στις αγροτικές και κτηνοτροφικές δουλείες. «Μας φρόντισε σαν πραγματικός πατέρας, χωρίς να μας ζητήσει ποτέ τίποτα. Κινδύνευσε αρκετές φορές για χάρη μας», θα έλεγε πολλά χρόνια αργότερα η Λουκία. Επειδή ο Παπαδόπουλος ήταν πρόεδρος του χωριού από το σπίτι του περνούσαν και κατέλυαν συχνά αποσπάσματα Γερμανών αλλά και Ταγματασφαλιτών. Σε όλους έλεγε ότι το ζευγάρι ήταν συγγενείς του, πρόσφυγες από τη Θράκη. Κάποτε ένας άνθρωπος από το Νέο Γυναικόκαστρο τους πρόδωσε στους Ταγματασφαλίτες. «Ένα απόσπασμα Ταγματασφαλιτών με επικεφαλή κάποιον ονομαζόμενο επίσης Παπαδόπουλο (που αργότερα διετέλεσε και Βουλευτής) ήλθε στο σπίτι, συνέλαβε τον Στυλιανό Παπαδόπουλο και όλους εμάς και μας ανέκρινε. Στο τέλος ο άνδρας μου του είπε ότι είμαστε Εβραίοι και να μας σκοτώσουν οι ίδιοι, παρά να μας προδώσουν στους Γερμανούς. Την ίδια γενναία στάση κράτησε και ο Στυλιανός Παπαδόπουλος, που είπε πως θέλησε σαν άνθρωπος και σαν Χριστιανός, να σώσει κάποιους συνανθρώπους του που καταδιώκονται άδικα. Τελικά ο επικεφαλής των Ταγματασφαλιτών δεν μας πρόδωσε στους Γερμανούς και έδωσε εντολή να μη μας πειράξει κανείς», ανέφερε στη μαρτυρία της η Λούκια. Οι δύο νέοι έμειναν ασφαλείς μέχρι το τέλος του πολέμου. Μεταπολεμικά οι δύο οικογένειες κράτησαν επαφή. Δύο από τα παιδιά του Παπαδόπουλου που ήθελαν να φοιτήσουν σε γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης δήλωσαν τη διεύθυνση των Λεβή και τον πρώτο καιρό φιλοξενήθηκαν στο σπίτι τους. Στη συνέχεια η κόρη του Λεβή και η εγγονή του Παπαδόπουλου έγιναν πολύ καλές φίλες. «Ο παππούς ήταν ένας καλός άνθρωπος, ένας αγωνιστής της ζωής», λέει στη «ΜτΚ» ο εγγονός του, Κώστας Παπαδόπουλος. Ο ίδιος είχε ακούσει την ιστορία της διάσωσης, αλλά, όπως λέει, «τότε δεν μιλούσαν πολύ, δεν έδιναν πολλή σημασία σε αυτά. Κι ο άλλος παππούς μου, στις Σαράντα Εκκλησίες έκρυψε ένα διάστημα κάποιους, αλλά δεν ξέρουμε λεπτομέρειες». Ο παππούς του βραβεύτηκε μετά θάνατον από το Κεντρικό Ισραηλίτικο Συμβούλιο Ελλάδος το 1995 και πλέον έλαβε τον τιμητικό τίτλο του «Δικαίου των Εθνών».
«Το βίωμα της προσφυγιάς του χτύπησε καμπανάκια»
Ο Νικόλαος Χατζηγιαννάκης, γεννημένος το 1895 στις Σαράντα Εκκλησίες της Ανατολικής Θράκης ήρθε πρόσφυγας στη Θεσσαλονίκη, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και εγκαταστάθηκε με την επταμελή οικογένειά του σε ένα διαμέρισμα της οδού Αγίας Σοφίας. Στον επάνω όροφο έμενε η οικογένεια Περαχιά, που είχε την τράπεζα Banque Union. Όταν ο νεαρός Χατζηγιαννάκης θέλησε να ανοίξει έναν μύλο, χωρίς όμως να διαθέτει κεφάλαιο, δανείστηκε από τον Γιεσσούα Περαχιά. «Ήταν φίλοι, οι δύο οικογένειες βρίσκονταν πολύ τακτικά μεταξύ τους, είχαν σχέση αγάπης», λέει στη «ΜτΚ» ο Κωνσταντίνος Χατζηγιαννάκης, ανιψιός του Νικολάου.
Μέσα στην Κατοχή ο Χατζηγιαννάκης, ζητούσε επιτακτικά από τον Περαχιά να φύγει από τη Θεσσαλονίκη εγκαίρως, για να σωθεί. «Έχοντας την εμπειρία του δικού του ξεριζωμού, του είχαν χτυπήσει ‘καμπανάκια’», λέει για τον θείο του ο κ. Χατζηγιαννάκης. Όμως ο Γιεσούα Περαχιά δεν είχε πειστεί, ακόμα κι όταν η οικογένεια αναγκάστηκε να κλειστεί σε γκέτο. Στο μεταξύ η μία κόρη της οικογένειας, η Ζερμαίν, παντρεύτηκε με τον Λέων Κοέν. Σύμφωνα με τον ανιψιό του, το σχέδιο απόδρασης του ζευγαριού συνέλαβε ο Νικόλαος Χατζηγιαννάκης και υλοποιήθηκε από ανθρώπους που σχημάτισαν «μία αλυσίδα προσφοράς, συμπαράστασης και αγάπης». Στη μαρτυρία της, που περιλαμβάνεται στο εμβληματικό έργο του Γιώργου Πηλιχού «Άουσβιτς: Έλληνες, αριθμός μελλοθανάτου» η Ζερμαίν περιγράφει την κινηματογραφική απόδραση του ζευγαριού, με τη βοήθεια των χριστιανών φίλων τους Μπαρότζη και Τζαμπάζη. Η παρέα παρίστανε τους μεθυσμένους, τραγουδώντας το «Για μας τραγουδούν τα πουλιά» και προσφέροντας ούζο στους Γερμανούς, για να γίνουν πιστευτοί. Τα ξημερώματα, στον δρόμο προς τον σιδηροδρομικό σταθμό, τους σταμάτησε μία φάλαγγα. Ο γερμανομαθής Κοέν τους ρώτησε τι συμβαίνει και της απάντησαν ότι πρόκειται να περάσει «μία φάλαγγα των καταραμένων Εβραίων που φεύγουν για Πολωνία. Εμείς οι Γερμανοί προσπαθούμε να σας απαλλάξουμε από τη χολέρα αυτή που λέγεται Εβραίοι». Για ένα τέταρτο της ώρας ο Κοέν έβλεπε φίλους και γνωστούς να παρελαύνουν από μπροστά του, πηγαίνοντας προς τα τρένα που θα τους οδηγούσαν στο θάνατό τους. Στο δικό τους ταξίδι σωτηρίας ο Κοέν ως Λεωνίδας Κοκκινάκης έλεγε ότι κλέφτηκαν με την κοπέλα που συνόδευε και «λάδωσαν» σιδηροδρομικούς, για να τους κρύψουν. Το ζευγάρι έφτασε στην Αθήνα, όπου τους έκρυψε ένας συνεργάτης του Κοέν ονόματι Διονύσης Κοκοκωτσάς. Εντωμεταξύ, στη Θεσσαλονίκη, ο Χατζηγιαννάκης καταφέρνει να βγάλει από το γκέτο τους γονείς της Ζερμαίν και τους κρύβει σε διάφορα σπίτια, αλλά και στον μύλο που κάποτε είχε πάρει δανεικά για να τον φτιάξει, μέχρι να τους φυγαδεύσει στην Αθήνα. Στην Αθήνα ένας δωσίλογος προδίδει τον Κοέν που εκτοπίστηκε στο Άουσβιτς. Οι Περαχιά κατάφεραν να σωθούν χάρη σε ένα δίκτυο φίλων που τους έκρυψαν για ενάμισι χρόνο. Στο Άουσβιτς ο Κοέν κατάφερε να επιζήσει και μάλιστα συμμετείχε και στην μοναδική εξέγερση κρατουμένων. Αντιθέτως, η αδερφή της Ζερμαίν, η Λιλίκα είχε την τύχη των 45.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Είχε προσπαθήσει κι αυτή να την βγάλει από το γκέτο ο Νικόλαος Χατζηγιαννάκης, αλλά δεν τα κατάφερε. «Την πίεζε φορτικά ο θείος μου. Αλλά ο σύζυγος της Λιλίκας της έλεγε ‘πού θα πας τώρα;’...».
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 16.03.2025
Ο τίτλος «Δίκαιοι των Εθνών» αποδόθηκε σε 369 Έλληνες - «Ελάχιστοι βοήθησαν και πρέπει να τους τιμούμε» σημείωσε ο Δ. Σαλτιέλ
18 εγκαυματίες θα νοσηλευτούν σε νοσοκομεία της χώρας μας
Τα ξημερώματα του Σαββάτου κουκουλοφόροι προκάλεσαν φθορές στο σταθμό «Πανεπιστήμιο»
Θα νοσηλευθούν στη μονάδα εγκαυμάτων