Η σχέση τέχνης και θρησκείας είναι μακραίωνη, βαθιά και τεταμένη. Από το αιρετικό «Ερωτικό» του Τζίμη Πανούση στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και «Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού» του Θόδωρου Αγγελόπουλου μία δεκαετία αργότερα, μέχρι τα γεγονότα στο Χυτήριο το 2012 και την αφίσα του ντοκιμαντέρ «Αδέσποτα Κορμιά» της Ελίνας Ψύκου στο 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης το 2024, η σχέση θρησκείας και τέχνης στην μεταπολιτευτική Ελλάδα ήταν πάντα θυελλώδης.
Η συζήτηση πυροδοτήθηκε ξανά πρόσφατα με τον πολύκροτο βανδαλισμό των έργων του Χριστόφορου Κατσαδιώτη στην Εθνική Πινακοθήκη από τον βουλευτή του κόμματος «Νίκη», Νίκο Παπαδόπουλο, ενώ λίγες ημέρες αργότερα στη Θεσσαλονίκη είχαμε τις διαμαρτυρίες για την αφίσα της παράστασης του Χριστόφορου Ζαραλίκου. Η συζήτηση για τα όρια της τέχνης είναι πολυσύνθετη, όταν δε, σε αυτήν τη συνάρτηση μπαίνει και η θρησκεία, γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκη. Η τέχνη είναι μία υποκειμενική και δυναμική διαδικασία που ξεπερνάει τις συμβάσεις, δεν περιορίζεται χρονικά, θεματολογικά ή τοπικά. Κάθε επιλογή του καλλιτέχνη έχει αντίκτυπο στο αποτέλεσμα του έργου και οφείλει να κρίνεται. Το θέμα της θρησκείας ενέπνευσε πολλές φορές την τέχνη ανά τους αιώνες και δεν περιορίστηκε μόνο στην εξύμνησή της αλλά και στην αμφισβήτησή της, με αποτέλεσμα πολλές φορές να εγείρονται αντιδράσεις από το ποίμνιο ή τον κλήρο. Είναι σαφές ότι το όριο ανάμεσα στην ελευθερία της τέχνης και της έκφρασης του θρησκευτικού αισθήματος είναι θολό. Πότε, λοιπόν, ένα έργο τέχνης ξεπερνά τα όρια και ποιος αποφασίζει πότε ένα έργο αποτελεί καλλιτεχνική έκφραση και πότε θεωρείται βλασφημία;
Η ελευθερία και τα όρια της τέχνης
Από νομική πλευρά, τόσο η ελευθερία της τέχνης όσο και η ανεμπόδιστη έκφραση του θρησκευτικού αισθήματος κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα. Όπως επισημαίνει στη «ΜτΚ» ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Σπύρος Βλαχόπουλος: «όπως όλα τα δικαιώματα, έτσι και η τέχνη μπορεί να περιοριστεί, αλλά μόνο υπό αυστηρές προϋποθέσεις και όταν αυτό πραγματικά επιβάλλεται. Τέτοιες περιπτώσεις περιλαμβάνουν την προστασία άλλων συνταγματικών έννομων αγαθών, όπως το δικαίωμα στην προσωπικότητα ή η προστασία της νεότητας. Σε μία κοινωνία κανένα αγαθό δεν υπερισχύει του άλλου εκ των προτέρων. Επιπλέον, η τέχνη λειτουργεί σε ένα μεταφορικό-αλληγορικό επίπεδο, γεγονός που καθιστά δύσκολη την επιβολή άμεσων περιορισμών, όπως στον προφορικό λόγο».
Επισημαίνει, πάντως, ότι η τέχνη δεν μπορεί να λειτουργεί ανεξέλεγκτα εις βάρος των δικαιωμάτων των άλλων: «Δεν μπορούμε να μιλάμε για απεριόριστη ελευθερία της τέχνης. Όπου χρειάζεται, τίθενται όρια, κυρίως, όταν διακυβεύεται η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Δεν μπορεί κανείς να προσβάλλει τον άλλον λόγω φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού ή θρησκευτικών πεποιθήσεων. Ο καθένας μπορεί να εκφράζει τις απόψεις του, αλλά χωρίς να καταπατά τις αξίες και την προσωπικότητα των άλλων. Το θρησκευτικό συναίσθημα θα πρέπει να γίνεται ανεκτό από την κοινωνία και θα πρέπει να σεβόμαστε και τις πεποιθήσεις των άλλων». Για τον κ. Βλαχόπουλο, εκεί που πρέπει να τεθεί όριο είναι όσον αφορά την προστασία και τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου. «Δεν μπορείς να προσβάλλεις τον άλλον λόγω του φύλου του, λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, λόγω των θρησκευτικών πεποιθήσεων κτλ.», προσθέτει και συνεχίζει, λέγοντας πως «το θρησκευτικό συναίσθημα είναι βαθιά προσωπικό και πρέπει να γίνεται σεβαστό. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να χρησιμοποιείται ως εργαλείο, για να λογοκρίνει την τέχνη. Δεν μπορεί κάποιος να απαιτήσει από έναν καλλιτέχνη να μην εκφράζεται δημιουργικά, απλώς και μόνο επειδή το έργο του δεν ταιριάζει με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις».
Ο ζωγράφος και ομότιμος καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ, Γιώργος Τσακίρης, που υπήρξε και δάσκαλος του Χριστόφορου Κατσαδιώτη, από την πλευρά του τονίζει ότι η τέχνη δεν είναι απλή διακόσμηση αλλά εργαλείο κοινωνικού και πολιτικού σχολιασμού. «Ο καλλιτέχνης είναι ένα πολιτικό ον που ζει και διαμορφώνεται από τα γεγονότα του κόσμου γύρω του. Η ζωγραφική δεν επινοήθηκε για να διακοσμεί σαλόνια. Ήταν η πρώτη γραφή του ανθρώπου στην εποχή των σπηλαίων και παραμένει ένα όπλο - συχνά εκκωφαντικό- που χρησιμοποιείται είτε ως επίθεση είτε ως άμυνα απέναντι στις κοινωνικές επιταγές». Σε ό,τι αφορά τα όρια της τέχνης, ο κ. Τσακίρης συμπληρώνει πως «το σύστημα είναι αυτό που μας οδηγεί στο να αποδεχτούμε ή να απορρίψουμε γεγονότα ή συμβάντα. Ο καθένας πρέπει να μπορεί να δηλώσει την αντίθεσή του σε κάτι, αν το θέλει, αλλά ο καθένας πρέπει να έχει το δικαίωμα να εκφραστεί». Στη συνέχεια συμπληρώνει πως η σχέση θρησκείας και τέχνης είναι διαχρονική και αμφίδρομη. «Σέβομαι τη θρησκευτικότητα ή ακόμα και τη θρησκοληψία κάποιου. Αλλά κι εκείνος πρέπει να μου επιτρέψει να έχω τις δικές μου αμφισβητήσεις. Μέχρι και σήμερα, η καλλιτεχνική παιδεία και η ιστορική κατανόηση της τέχνης παραμένουν περιορισμένες. Αυτά τα οποία σήμερα θεωρούμε αριστουργήματα είναι έργα τέχνης τα οποία απέκλειαν από τους κανόνες που είχαν θέσει στην εποχή τους οι ιθύνοντες. Ο Λοτρέκ, για παράδειγμα, ζούσε στο περιθώριο. Τα έργα του σήμερα κοσμούν τα μουσεία. Στα περισσότερα από αυτά τα έργα μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει με τον πιο σαφή τρόπο το στίγμα του -πολλές φορές- καταραμένου καλλιτέχνη που τα έφτιαξε».
«Η τέχνη θέτει η ίδια τα όριά της, εγκαταλείποντας, αργά ή γρήγορα, όχι μόνο το κατεστημένο, αλλά και το αλαζονικό που μπορεί να γεννηθεί εντός της. Λειτουργεί ως ένας κριτικός μηχανισμός που αλλοιώνεται, αν του τεθούν περιορισμοί», λέει ο υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας του Παντείου με ερευνητικό αντικείμενο την Αισθητική και Πολιτική φιλοσοφία, Γιάννης Δαφεράνος. Ο ίδιος σημειώνει πως αυτός ο διάλογος γίνεται αντίλογος, διότι τίθεται σε λάθος βάση. «Η τέχνη και η θρησκεία έχουν διαφορετικούς τρόπους εκδηλώσεων αλλά κοινό σκοπό: την κατανόηση της ανθρωπινότητάς μας, τα όρια και τις δυνατότητές της. Με την κριτική της στη θρησκεία η τέχνη δεν στοχοποιεί τη θρησκεία καθεαυτή, αλλά μέσα από αυτήν σχηματοποιεί το παράδειγμα ενός μακροχρόνιου θεσμού που έχει την τάση να απολυτοποιείται και να γίνεται αδιαμφισβήτητος. Η τέχνη δεν σχολιάζει την ύπαρξη ή τη μη ύπαρξη του Θεού, ούτε το θρησκευτικό δόγμα ούτε τις πεποιθήσεις του σώματος των πιστών αλλά επιμέρους πράγματα, όπως την εργαλειοποίηση του θείου».
Η θρησκεία ως έμπνευση για την τέχνη
Ωστόσο, δεν είναι κάθε έργο που εμπνέεται από τη θρησκεία αυτομάτως βλάσφημο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η έκθεση «Ιερά Πορτρέτα» του ζωγράφου Σώτου Ζαχαριάδη που παρουσιάστηκε στην ΦΑΑΘ το 2013, όπου ο καλλιτέχνης ζωγράφισε πάνω σε αγιογραφίες. Παρότι η προσέγγιση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί βλάσφημη, είχε τη στήριξη του βυζαντινολόγου και Αρχιμανδρίτη δρ. Παντελεήμονα Τσορμπατζόγλου ο οποίος, προλογίζοντας την έκθεση, χρησιμοποίησε τα λόγια του Ivan Panin: «για κάθε ομορφιά υπάρχει ένα μάτι για να την αντικρίσει, για κάθε αλήθεια υπάρχει ένα αυτί να την ακούσει, για κάθε αγάπη υπάρχει μία καρδιά για να την φιλοξενήσει».
Ο Αρχιμανδρίτης, μιλώντας στη «ΜτΚ» σημειώνει πως στην εν λόγω έκθεση ο ίδιος έδωσε έμφαση στη φιλοσοφία του βλέμματος, λέγοντας χαρακτηριστικά πως σε αυτά τα έργα η ουσία είναι ότι «ο Θεός μας κοιτάζει μέσα από το βλέμμα του άλλου».

«Ο Σώτος έχει πολλή σύνεση, λεπτότητα και ευαισθησίες, οι οποίες ξεπερνούν την ανάγκη να προκαλέσει και να εντυπωσιάσει. Θέλει να εκφράσει τον εσωτερικό του κόσμο και τον απεικονίζει εικαστικά. Δεν θέλει να προκαλέσει, θέλει να προβληματίσει», εξηγεί και συμπληρώνει πως «στην τέχνη, όπως και σε κάθε ανθρώπινο δημιούργημα, έχουμε πάντοτε όρια είτε προσωπικά είτε κοινωνικά, τα οποία θέτουν ο άνθρωπος και οι κοινωνικές συμβάσεις. Στο κοινωνικό πλαίσιο που ζούμε, βρίσκουμε έναν τρόπο για να μην προσβάλλουμε ένας τον άλλον. Η τέχνη έχει αποδείξει πολλές φορές τις ευαισθησίες της με άλλες κοινωνικές ομάδες αλλά όχι ιδιαίτερα με τους χριστιανούς. Πρέπει να τα λαμβάνει όλα υπόψη της γιατί έχει δημόσιο χαρακτήρα, με τον ίδιο τρόπο που έχουν κανόνες ο δημόσιος διάλογος ή οι δημόσιες συμπεριφορές». Για τον ίδιο, αυτό που μετράει κυρίως είναι η πρόθεση του καλλιτέχνη, ενώ σημασία έχει και η μόρφωση και καλλιέργεια του κοινού στο οποίο απευθύνεται. «Δεν κάνουμε λογοκρισία, αλλά όποιος προκαλεί θα πρέπει να είναι έτοιμος να δεχθεί αντιδράσεις», εξηγεί.
Με τη σειρά του, ο ζωγράφος Σώτος Ζαχαριάδης επισημαίνει ότι η θρησκεία είναι ένα αναπόσπαστο στοιχείο της πολιτισμικής ταυτότητας ενός λαού και ότι οι εικόνες της θρησκευτικής τέχνης δεν ανήκουν αποκλειστικά στη σφαίρα του δόγματος:
«Οι αγιογραφίες εμπνεύστηκαν από τα Φαγιούμ της ελληνιστικής περιόδου και εξελίχθηκαν στη συνέχεια. Κάποιες εικόνες είναι εξαιρετικά υψηλής τεχνικής και μεταφυσικού βάθους, πιο έντονες από τις δυτικές, που έχουν περισσότερο περιγραφικό χαρακτήρα».
Ο ίδιος εξηγεί πως δεν είχε πρόθεση να προσβάλλει το θρησκευτικό συναίσθημα, αλλά να αντλήσει έμπνευση από αυτό:
«Στα έργα μου φέρνω την ιερή εικόνα πιο κοντά στο ανθρώπινο στοιχείο, χωρίς όμως να αφαιρώ τη μεταφυσική της διάσταση. Η τέχνη δεν είναι επίθεση, είναι διάλογος».

Ο χώρος της καλλιτεχνικής έκφρασης
Για το αν θα προσβάλλει ή όχι ένα έργο το θρησκευτικό αίσθημα παίζει ρόλο και ο τόπος της έκθεσης. Όπως εξηγεί ο κ. Βλαχόπουλος «αν βρισκόμαστε σε μία λεωφόρο και υπάρχει μία γιγαντοαφίσα που δείχνει οποιονδήποτε Θεό σε άσεμνη στάση, κατά την άποψή μου, δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται, γιατί είναι μία ακούσια προσβολή του θρησκευτικού συναισθήματος. Είναι διαφορετικό από ένα καλλιτεχνικό έργο το οποίο το βλέπεις με την θέλησή σου», λέει χαρακτηριστικά. Συγκεκριμένα, για τα εκθέματα στην Πινακοθήκη ο κ. Βλαχόπουλος τονίζει ότι αυτά δεν προσέβαλαν άμεσα την θρησκεία, καθώς εκεί βρίσκεται ο φυσικός τους χώρος. «Στον δημόσιο διάλογο ο καθένας μπορεί να πει τη γνώμη του και να αναδείξει την, κατά την άποψή του, χαμηλή αξία αυτών των έργων. Σε μία κοινωνία συζητάμε, αναδεικνύουμε τα ελαττώματα και κοινά. Υπάρχει λόγος και αντίλογος. Δεν μπορείς, όμως, να βανδαλίζεις και να αφαιρείς από κάποιον το δικαίωμα να συνομιλήσει με κάποιον που θέλει να μπει σε αυτήν τη συζήτηση», προσθέτει.
Αναφερόμενος στο ίδιο περιστατικό, ο κ. Τσακίρης τονίζει πως πρόκειται για έναν φορέα ο οποίος πρέπει να είναι πολύφωνος. «Είμαι αντίθετος σε τέτοιες τις συμπεριφορές. Νιώθω ντροπή και θυμό, πράγματα αυτονόητα που δεν θα έπρεπε να γίνονται δεκτά και να βρίσκουν και δίκιο. Μακάρι να είχαμε και την κουλτούρα και την ιστορία να έχουμε στην Πινακοθήκη μας έργα καλλιτεχνών οι οποίοι έγραψαν παγκόσμια ιστορία. Είναι στο χέρι μας πολλές φορές να μην δίνουμε βήμα σε όσους γίνονται σταρ ως προστάτες της θρησκευτικότητάς μας. Η αλήθεια των ανθρώπων βγαίνει μέσα από τις δικές τους αδυναμίες ή δυνάμεις, οπότε δεν μπορώ να αποδεχτώ την λογοκρισία». Με άλλα λόγια ο κ. Τσακίρης πιστεύει ότι ο καθένας πρέπει να έχει πλήρη ελευθερία έκφρασης, λαμβάνοντας υπόψη πάντα τον σεβασμό του άλλου ανθρώπου. «Φαντάζεστε πώς θα ήμασταν αν ο καλλιτέχνης δεν διεκδικούσε αυτήν την ελευθερία; Ούτε κινηματογράφο, ούτε τους Pink Floyd, ούτε τους Rolling Stones θα είχαμε», καταλήγει ο Καθηγητής.
Από την πλευρά του ο Αρχιμανδρίτης καταδικάζει τη βία του βουλευτή της Νίκης, αλλά διαφωνεί με την έκθεση των έργων στην Εθνική Πινακοθήκη, γιατί είναι δημόσιος φορέας. «Ανάλογα το χώρο καθορίζεται και το πολιτικό μήνυμα το οποίο περνάει. Πρέπει να ξέρουμε πού απευθυνόμαστε», λέει χαρακτηριστικά.
Εντέλει, η σχέση τέχνης και θρησκείας είναι περίπλοκη και γεμάτη αντιθέσεις και η ισορροπία μεταξύ αυτών των δύο αξιών δεν είναι εύκολη. Από τη συζήτηση προκύπτει ότι το όριο της τέχνης είναι ο ίδιος ο άνθρωπος και η αξία της προσωπικότητάς του, η οποία δεν πρέπει να προσβάλλεται ή να θίγεται. Είναι μία μεγάλη συζήτηση όμως το πότε και με ποιούς τρόπους θίγεται η προσβάλλεται ένα αίσθημα ή μία προσωπικότητα. Σε μία δημοκρατική κοινωνία ο διάλογος, η κατανόηση και η ανοιχτή σκέψη είναι οι πιο ισχυροί μηχανισμοί επίλυσης αυτών των εντάσεων.
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 23.03.2025