- Newsroom
Μεγάλη Πέμπτη σήμερα (17.04) και το πιο δημοφιλές έθιμο της ημέρας σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας είναι το βάψιμο των αβγών. Μάλιστα, λόγω του κόκκινού χρώματος η ημέρα ονομάζεται και «Κόκκινη Πέφτη» ή «Κοκκινοπέφτη».
Γιατί όμως αβγά; Πολύ απλά γιατί το αυγό είναι σύμβολο της γονιμότητας, της έναρξης μιας νέας ζωής. Αλλά και μια παραπομπή στον τάφο του Χριστού που ερμητικά κλειστός (όπως το τσόφλι ενός αβγού) έσπασε και από μέσα βγήκε αναστημένος ο Ιησούς.
Φυσικά, υπάρχει συγκεκριμένη εθιμοτυπία για το βάψιμο των αβγών και αυτή περιλαμβάνει τον αριθμό των αβγών που θα βαφτούν, το μέσο της βαφής, αλλά και το δοχείο που θα τοποθετηθούν τα αβγά μετά τη βαφή.
Η αρχή της παράδοσης των κόκκινων αβγών έχει πολλές εκδοχές. Μία εξ αυτών συνδέεται με το πρόσωπο της Μαρίας Μαγδαληνής. Ειδικότερα, μετά την ανάσταση του Χριστού, η Μαρία Μαγδαληνή επισκέφτηκε τον αυτοκράτορα της Ρώμης και τον χαιρέτησε λέγοντας «Χριστός Ανέστη».
Τότε, ο αυτοκράτορας λέγεται ότι απάντησε «ο Χριστός Ανέστη, όπως αυτό το αβγό είναι κόκκινο» δείχνοντας ένα αβγό που βρισκόταν πάνω στο τραπέζι. Τότε, μπροστά σε όλους, το αβγό έγινε κόκκινο και η Μαρία Μαγδαληνή κατήχησε τον αυτοκράτορα στον χριστιανισμό.
Άλλη εκδοχή αναφέρει πως η Παναγία πήρε ένα καλάθι αυγά και τα πρόσφερε στους φρουρούς του Ιησού, ικετεύοντάς τους να μην τον βασανίσουν. Όταν τα δάκρυά της έπεσαν πάνω στα αυγά, τότε αυτά βάφτηκαν κόκκινα.
Ιδιαίτερες και θεραπευτικές ιδιότητες προσδίδονται στο πρώτο αβγό που θα βαφτεί, αλλά και στα ευαγγελισμένα αβγά, εκείνα δηλαδή που στέλνονται στην εκκλησία για να λειτουργηθούν. Το χρώμα των αβγών είναι κυρίως κόκκινο και για την επιλογή αυτή υπάρχουν διάφορες εξηγήσεις. Για μερικούς το κόκκινο χρώμα προτιμάται εις ανάμνησιν του χυμένου αίματος του Χριστού. Για άλλους το κόκκινο είναι ένα χρώμα γιορτινό, το οποίο ταιριάζει στη μεγάλη χαρά της Ανάστασης.
Τέλος, σύμφωνα με μία παράδοση από την Καστοριά, όταν αναστήθηκε ο Χριστός μια χωρική γυναίκα δυσκολεύτηκε να το πιστέψει και είπε στους συγχωριανούς της πως αν αυτό συνέβη πραγματικά, τα αβγά που είχε μπροστά της έπρεπε να κοκκινίσουν. Έτσι και έγινε. Γι’ αυτό από τότε βάφουμε τα αυγά κόκκινα.
Γιατί τσουγκρίζουμε κόκκινα αβγά το Πάσχα;
Το ίδιο το αβγό αποτελεί εδώ και αιώνες σύμβολο της αναγέννησης της ζωής, που κρυμμένη μέσα στο αυγό μεγαλώνει σιγά σιγά. Την Κυριακή του Πάσχα ή το Μεγάλο Σάββατο μετά την Ανάσταση, «τσουγκρίζουμε» μεταξύ μας τα κόκκινα αβγά. Όποιος έχει το πιο δυνατό αβγό και δεν του σπάσει, συνεχίζει με τον επόμενο. Κάθε φορά που τσουγκρίζουμε το αβγό μας λέμε τη φράση «Χριστός Ανέστη» και παίρνουμε την απάντηση «Αληθώς ο Κύριος».
Το τσούγκρισμα των πασχαλινών αβγών, που μοιάζει με παιχνίδι, λέγεται ότι ξεκίνησε σαν παιχνίδι από τη Βόρεια Αγγλία, αν και πολλοί υποστηρίζουν πως οι ρίζες του είναι βυζαντινές. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, το έθιμο του τσουγκρίσματος καθιερώθηκε στη βυζαντινή αυλή από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο και τη μητέρα του Αγία Ελένη σε τελετή που λάμβανε χώρα το πρωί της Κυριακής του Πάσχα.
Εκτός του ότι συμβολίζει την Aνάσταση του Xριστού, το αυγό συμβολίζει τη ζωή και τη δημιουργία που κλείνει μέσα του τη ζωή. Όπως, λοιπόν, το κλωσσόπουλο σπάει το κέλυφος του αυγού και βγαίνει στο φως της ζωής, έτσι κομματιάζονται τα δεσμά του θανάτου και βγαίνει ξανά η ζωή από τα βάθη του τάφου.
Γιατί τα βάφουμε τη Μεγάλη Πέμπτη
Η παράδοση λέει να βάφουμε πάντα τα αβγά τη Μεγάλη Πέμπτη, για να τιμήσουμε τη σταύρωση και τα πάθη του Χριστού. Αξίζει να σημειωθεί πως τα παλιά χρόνια τα έβαφαν αργά τη νύχτα και ήταν πάντα κόκκινα, συμβολίζοντας το αίμα Του, γι΄αυτό και η Μεγάλη Πέμπτη λεγόταν και Κοκκινοπέφτη.
Μάλιστα, σε ορισμένες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας την ίδια μέρα κρεμούσαν και κόκκινα πανιά στα παράθυρα μετά το βάψιμο των αυγών για να ξορκίσουν το κακό μάτι. Σχεδόν σε όλη την Ελλάδα έχουν και κάποιες δικές τους παραδόσεις.
Για παράδειγμα, στην Κέρκυρα, βάφουν 12 αβγά, ένα για κάθε Ευαγγέλιο ή τόσα, όσα τα μέλη της κάθε οικογένειας. Μόνο που τ’ αυγά στην Κέρκυρα βάφονταν πάντα «φυσικά», μέσα σε νερό που προηγουμένως είχαν βραστεί για ώρα παντζάρια ή φλούδια κρεμμυδιών ή ρίζες που οι ντόπιοι έβγαζαν από το όρος του Παντοκράτορα.