Έχει νόημα μία ακόμη «προανακριτική»;

Με αφορμή την πρωτοβουλία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ζητήσει τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής μετά το δυστύχημα των Τεμπών για τη διερεύνηση ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών του υφυπουργού, Χρήστου Τριαντόπουλου, ήρθε στην επιφάνεια ξανά το ζήτημα της ποινικής ευθύνης των μελών μίας κυβέρνησης. Ο συνταγματικός θεσμός (άρθρο 86) υπηρετεί τη δημοκρατία; Υποβοηθάει, εν γένει, στην ανεύρεση της αλήθειας; Ή αποδεικνύει ότι η Βουλή των Ελλήνων λειτουργεί στην πράξη ως «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» για ποικίλα εγκλήματα ή ανομήματα; Δηλαδή, αποτελεί μέθοδο πολιτικού εξαγνισμού των παρανομούντων πολιτικών και ευκαιρία συγκάλυψης ευθυνών.

Το άρθρο 86 του συντάγματος έχει ως περιεχόμενο τον καθορισμό ειδικής διαδικασίας για την απόδοση ποινικής ευθύνης σε υπουργούς (συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του πρωθυπουργού και υφυπουργούς). Το ειδικό της διαδικασίας μπορεί να ξενίζει τον μέσο πολίτη, αλλά δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία. Η χορήγηση «πολιτικής άδειας» για τη δίωξη υψηλών πολιτικών στελεχών συναντάται στα περισσότερα ευρωπαϊκά συντάγματα. Προέρχεται από τη βρετανική παράδοση (θέση του βασιλιά υπεράνω των πολιτών και των πολιτικών, στο πλαίσιο αναμηρυκασμού του γνωστού «παπικού αλάθητου» («The King can do no wrong») και απαντάται στη χώρα μας, ήδη, από τα επαναστατικά συντάγματα (Σύνταγμα της Επιδαύρου, 1822). Θεωρητικά αποτελεί θεσμική εγγύηση που αποσκοπεί να διασφαλίσει το κύρος του υπουργικού αξιώματος με ταυτόχρονη λειτουργία του υπέρ του δημοσίου συμφέροντος.

Τα ερωτήματα, όμως, είναι συγκεκριμένα. Πόσο ωφέλιμος είναι ο συγκεκριμένος θεσμός στο πλαίσιο μίας σύγχρονης δημοκρατίας; Μέχρι σήμερα αποδείχθηκε λειτουργικός; Εμπέδωσε αίσθημα λογοδοσίας ή ατιμωρησίας των πολιτικών; Ενίσχυσε ή αποδυνάμωσε τον κοινοβουλευτισμό; Και για να έρθουμε στη συγκεκριμένη υπόθεση, αναμένουμε ότι η προανακριτική θα αποδώσει, πράγματι, ευθύνες;

Εάν εξετάσουμε το ιστορικό προηγούμενο αντίστοιχων πρωτοβουλιών, γίνεται αντιληπτό ότι η κοινή γνώμη λίγα μπορεί να αναμένει. Τούτο διότι η ευόδωση της σχετικής διαδικασίας εξαρτάται πάντοτε από την κυβερνητική-κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Και στον βαθμό που θα λειτουργήσει η «κυβερνητική αλληλεγγύη» ή/και η «κοινή άμυνα» του πολιτικού κόμματος ή τυχόν συγκυβερνώντων κομμάτων εξουσίας, καθίσταται κατανοητό ότι ένας υπουργός μπορεί εντέλει να βρεθεί διωκόμενος είτε όταν υπάρχει εναλλαγή εξουσίας (έχασε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία το κόμμα του οποίου μέλος ήταν ο υπουργός) είτε όταν υπάρχει προσωπικός εξοστρακισμός (η κυβερνητική πλειοψηφία απέπεμψε το συγκεκριμένο μέλος της). Συνεπώς, μιλάμε για περιπτώσεις σπάνιες αλλά όχι απίθανες, όπως κατέδειξε και η πρόσφατη κοινοβουλευτική ιστορία μας. Μπορεί, βέβαια, στο πλαίσιο μίας προανακριτικής να υπάρξουν περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία και να τονισθεί η πολιτική ευθύνη των εγκαλούμενων υπουργών.

Ωστόσο, η αναζήτηση της στατιστικής μοναδικότητας δεν περιποιεί τιμή στο δημοκρατικό πολίτευμα. Μία λύση θα ήταν η συσταλτική ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης, δίδοντας έμφαση στην απαίτηση του συνταγματικού νομοθέτη, η ενεργοποίηση της «ειδικής» αυτής διαδικασίας να εκκινεί μόνον, όταν οι έκνομες ενέργειες έγιναν αποκλειστικά στο πλαίσιο του καθηκόντων του πολιτικού. Στην περίπτωση του εγκλήματος των Τεμπών, η «υπόθαλψη εγκληματία», ήτοι η απόπειρα συγκάλυψης του τραγικού δυστυχήματος και μη απόδοσης ευθυνών ουδεμία σχέση έχει με τις αρμοδιότητες ενός υφυπουργού «παρά τω Πρωθυπουργώ». Στην περίπτωση αυτή η τακτική ποινική Δικαιοσύνη θα πρέπει να θεωρείται η μόνη αρμόδια για άσκηση δίωξης και εκδίκαση της υπόθεσης και όχι η Βουλή των Ελλήνων.

*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 09.02.2025