Από πού προέρχεται η ακρίβεια και πώς επηρεάζει την κοινωνία;

Τα αποτελέσματα των ελέγχων που διεξάγει το υπουργείο Ανάπτυξης για το περιθώριο κέρδους και την τελική τιμή πώλησης των προϊόντων αποδεικνύουν ότι τελικά η αύξηση της τιμής δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στις γεωπολιτικές αναταράξεις και την ενεργειακή κρίση που πυροδότησε. 

Φαίνεται ότι με πρόσχημα την άνοδο των τιμών σε ενέργεια και πρώτες ύλες που προκάλεσε ο πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας υπάρχει μία αδικαιολόγητη αύξηση των τιμών. Με άλλα λόγια, ο πληθωρισμός δεν είναι εξ ολοκλήρου εισαγόμενος αλλά προκαλείται και συντηρείται από τις ελληνικές εταιρείες και τους προμηθευτές. 

Προφανώς, όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι σε πολλά προϊόντα η αύξηση της τιμής τους είναι δικαιολογημένη και αναπόφευκτη. Όπως επίσης είναι αντιληπτό ότι στόχος κάθε επιχείρησης είναι η επίτευξη κέρδους. Αυτό που δεν δικαιολογείται όμως σε καμία περίπτωση είναι η αισχροκέρδεια και ειδικά σε τέτοιες περιόδους όπου η πίεση προς τα νοικοκυριά είναι μεγάλη. 

Επίσης, θα πρέπει να προσθέσουμε στην ανάλυσή μας ότι ειδικά οι αλυσίδες των σούπερ μάρκετ προέρχονται από μία περίοδο, αυτής της πανδημίας, όπου είδαν τους κύκλους εργασιών και τα κέρδη τους να καταγράφουν σημαντική αύξηση. Αυτό σημαίνει ότι έχουν τη χρηματοοικονομική δυνατότητα να απορροφήσουν ένας μέρος των αυξήσεων.

Η ακρίβεια και ο πληθωρισμός δεν είναι απλοί οικονομικοί δείκτες που δείχνουν το επίπεδο αύξησης των τιμών σε μία οικονομία. Ή τουλάχιστον δεν θα πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε ως απλά νούμερα. Πίσω από αυτούς τους δείκτες υπάρχει μία καταναλωτική συμπεριφορά ανθρώπων η οποία πρέπει να αλλάξει και να προσαρμοστεί σε λιγότερο επιθυμητές καταστάσεις. 

Το επίπεδο της καταναλωτικής συμπεριφοράς ορίζει ως ένα βαθμό και την ποιότητα ζωής. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι καταναλωτές οδηγούνται στην αγορά λιγότερο ποιοτικών προϊόντων για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους ή σε χειρότερες καταστάσεις δεν είναι οικονομικά ικανοί να αγοράσουν ούτε υποκατάστατα προϊόντα.

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τα εισοδήματα των νοικοκυριών: τα χαμηλά εισοδήματα είναι πιθανό να βιώνουν τις «χειρότερες καταστάσεις» που περιγράψαμε παραπάνω. Αυτή η ανάλυση δεν πρέπει να είναι μόνο ποσοτική. Πρέπει να έχει κυρίως ποιοτικά χαρακτηριστικά: σε ποια προϊόντα η κατανάλωση έχει μειωθεί ή ενδεχομένως διακοπεί; Τι συνεπάγεται αυτό για την καθημερινότητα μίας οικογένειας; 

Σε πόσο χρονικό διάστημα θα καταφέρει αυτή η οικογένεια να επανέλθει στα κανονικά για εκείνη επίπεδα; Και η ανάλυση θα πρέπει να επεκταθεί και στα μεσαία εισοδήματα: μήπως αναγκάζονται να υιοθετούν καταναλωτικά πρότυπα που δεν συμβαδίζουν με την οικονομική τους κατάσταση; Μήπως η κατάσταση αυτή είναι παράγοντας συρρίκνωσης της μεσαίας τάξης; Σε αυτό το σημείο θέλουμε να διευκρινίσουμε ότι προφανώς δεν αναφερόμαστε σε προϊόντα πολυτελείας.

Οι διαστάσεις της ακρίβειας και του πληθωρισμού δεν είναι μονοσήμαντες. Δεν είναι μόνο οικονομικές. Έχουν κοινωνικές προεκτάσεις και επιπτώσεις. Πίσω από την αδυναμία αγοράς ενός προϊόντος -και εντέλει εγκατάλειψής του- κρύβεται πάντα μία ανθρώπινη ιστορία η οποία δεν περιορίζεται μόνο στην ικανοποίηση μίας ανάγκης. 

Η αδικαιολόγητη ακρίβεια πρέπει να εντοπιστεί και να παταχθεί. Είναι γνωστό ότι δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η εντατικοποίηση των ελέγχων είναι απαραίτητη και το μήνυμα πρέπει να είναι ξεκάθαρο: δεν θα υπάρξει καμία ανοχή στην αισχροκέρδεια. Το ζήτημα επεκτείνεται πέρα από την οικονομία και στην ίδια τη σχέση εμπιστοσύνης πολίτη-κράτους που πρέπει να διέπει κάθε ευνομούμενη πολιτεία.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 10.03.2024