Αγώνας για να μην ερημώσει η πανέμορφη περιοχή του Βοΐου

Τι λέει στη «ΜτΚ» ο δημοσιογράφος Βασίλης Σολιόπουλος

Πώς μπορεί να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη σε μία χώρα όταν το 50% του πληθυσμού της κατοικεί στην Αθήνα και δραστηριοποιείται στο 3% του εδάφους της;

Οι νέοι, δυστυχώς, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα χωριά τους για να εγκατασταθούν στις μεγάλες πόλεις προκειμένου να βρουν καλύτερη δουλειά και ποιότητα(;) ζωής. Οι περισσότεροι επιλέγουν να εγκατασταθούν στην περιοχή της Αττικής αφού εκεί υπάρχουν όλες οι δημόσιες υπηρεσίες, τα κέντρα των αποφάσεων και το 50% της βιομηχανικής δραστηριότητας όλης της χώρας… Δυστυχώς η ελληνική περιφέρεια ερημώνει και έχει μετατραπεί σε πάρκο αναψυχής των κατοίκων των μεγάλων πόλεων.

Ελάχιστοι ακολουθούν αντίστροφη πορεία, δηλαδή φεύγουν από τις μεγαλουπόλεις για να επιστρέψουν στα χωριά τους. Συνήθως πρόκειται για συνταξιούχους που αποφασίζουν να επιστρέψουν στη γενέτειρά τους για να απολαύσουν πραγματική ποιότητα ζωής.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο δημοσιογράφος Βασίλης Σολιόπουλος που μετά τη συνταξιοδότησή του αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στο χωριό του, τη Στέρνα Βοΐου. Μία πανέμορφη περιοχή που δυστυχώς ερημώνει. Τα περισσότερα σχολεία είναι κλειστά, το μοναδικό κέντρο υγείας υπολειτουργεί χωρίς ασθενοφόρο και το 80% των κατοίκων βρήκε καταφύγιο στις μεγαλουπόλεις…

Πώς αποφασίσατε να επιστρέψετε στο χωριό σας;

Δεν ήταν μία εύκολη απόφαση που πάρθηκε από τη μία στιγμή στην άλλη. Έπρεπε να σταθμίσω πολλούς παράγοντες. Αρχικά έκανα ταμείο, όπως λέει ο λαός μας, δηλαδή τον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας. Μέσα από τη δουλειά μας έζησα μία ενδιαφέρουσα και γεμάτη ζωή, που είχε απ’ όλα. Είναι θετικός ο απολογισμός. Ζήσαμε τα ωραία χρόνια που η δημοσιογραφία είχε κύρος, κάτι που φυσικά δεν μας χαρίστηκε. Ο σεβασμός προς τον αναγνώστη, τον ακροατή, τον τηλεθεατή επέστρεφε σε μας ως σεβασμός.

Λόγω των επαγγελματικών μου υποχρεώσεων, στο χωριό μου δεν ερχόμουν τακτικά. Για τις τακτικότερες επισκέψεις μου στο Βόιο, σημαντικό ρόλο έπαιξε ένας επίσης επίμονος Βοϊώτης (δηλαδή συντοπίτης), ο συνάδελφος και αδερφικός μου φίλος, ο Βασίλης Παπαδημούλης. Επεκτείναμε και στους καλοκαιρινούς μήνες τις καθημερινές μας συναντήσεις και μάλιστα τις μεταφέραμε εδώ στα πάτρια εδάφη. Κάναμε νέους φίλους, μας έδειξαν τις ομορφιές του βουνού, μαγευτήκαμε από αυτές και κάθε τόσο «δημιουργούμε» ευκαιρίες να απολαμβάνουμε τις ομορφιές του Γράμμου και των γύρω βουνών.

Τελικά όμως οι μνήμες έχουν τον κυρίαρχο ρόλο. Οι μνήμες και τα βιώματα που μας καθόρισαν. Οι παιδικές μνήμες, τα εφηβικά σκιρτήματα και οι απογοητεύσεις, οι νεανικές αγωνίες και αργότερα οι απώλειες συνδέονται με τον τόπο. Έτσι παύουν να είναι αόριστες, γίνονται συγκεκριμένες και μετουσιώνονται σε ισχυρούς δεσμούς. Στον τόπο αυτό απέκτησα την σημαντικότερη γνώση. Έμαθα το πώς αναπαράγεται η φύση και τη νομοτέλειά της. Αυτός είναι ο λόγος όταν αναφέρομαι στο χωριό μου και στο Άνω Βόιο (στο ορεινό κομμάτι του δήμου που εκτείνεται βόρεια του ποταμού Αλιάκμονα) το αποκαλώ «Άγια Χώματα». Γι’ αυτό και την επιστροφή μου τη νιώθω ως ανάταση…

Πόσους κατοίκους είχε πριν από μερικές δεκαετίες το Βόιο και πόσους έχει τώρα;

Η πληθυσμιακή συρρίκνωση είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα του Άνω Βοΐου. Διευκρινιστικά να πούμε ότι δεν είναι επίσημη αυτή η ονομασία και ότι την χρησιμοποιούμε για προσδιορίσουμε το ορεινό τμήμα του δήμου Βοΐου.

Δύο είναι τα κύρια αστικά κέντρα του Άνω Βοίου, η Νεάπολη, με 26 χωριά στην περιφέρειά της και το Τσοτύλι με «ενδοχώρα» 37 χωριών, ενώ ο πιο απομακρυσμένος και ορεινός οικισμός, ο Πεντάλοφος έχει γύρω του μόλις τρία χωριά. Είναι οι τρεις αντίστοιχες Δημοτικές Ενότητες.

Οι αριθμοί είναι αποκαρδιωτικοί. Σύμφωνα με την απογραφή του 1961 οι κάτοικοί τους ανέρχονταν σε 18.368 άτομα, ενώ το 2021 απογράφηκαν 9.216 κάτοικοι. Η πραγματικότητα ακόμα χειρότερη επειδή πολλοί έρχονται να απογραφούν στα χωριά τους εκφράζοντας έτσι το ενδιαφέρον τους γι’ αυτά, όμως αυτό μόνο δεν φτάνει.

Εκτός από τη Νεάπολη η οποία αύξησε τον πληθυσμό της περίπου κατά 200 κατοίκους, όλοι οι άλλοι οικισμοί παρουσιάζουν τεράστια μείωση. Για να ακριβολογούμε η κατάσταση είναι τραγική, έως απογοητευτική.

Στα χωριά της Δημοτικής Ενότητας Νεάπολης ο πληθυσμός τα τελευταία 60 χρόνια μειώθηκε κατά 79,4%, ενώ στα χωριά του Τσοτυλίου η αντίστοιχη μείωση είναι 84,5%.

Πολύ δύσκολη η αντιμετώπιση της κατάστασης, απαιτεί συνδυασμό δράσεων, καλό σχεδιασμό, σωστό προγραμματισμό και χρόνο.

Με τι ασχολούνταν οι κάτοικοι και πώς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους;

Παλαιότερα κύρια πηγή εισόδων των κατοίκων ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Το μεγαλύτερο εισόδημά τους προερχόταν από την καπνοκαλλιέργεια και το συμπλήρωναν με την κτηνοτροφία και καλλιέργειες που εξασφάλιζαν τη διατροφική επάρκειά τους. Ίσως σ’ αυτό και την εργατικότητά τους να οφείλεται ότι οι άνθρωποι αυτοί έκαναν προκοπή.

Θα φανεί παράξενο, αλλά τις αρχές της δεκαετίας του ’80 σύμφωνα με στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, οι ιδιωτικές καταθέσεις των κατοίκων της επαρχίας Βοΐου, εξαιρουμένων των επαγγελματιών και εμπόρων ξεπερνούσε το 1,2 δισεκατομμύριο δραχμές…

Στα πιο ορεινά χωριά, όπου ήταν ελάχιστη η καλλιεργήσιμη γη, οι κάτοικοι στράφηκαν σε άλλες ασχολίες. Έμαθαν να δουλεύουν αυτό που υπήρχε άφθονο στον τόπο τους, την πέτρα. Από αυτά τα χωριά, που είναι γνωστά και ως μαστοροχώρια, προέρχονται οι διάσημοι Δυτικομακεδόνες κτιστάδες. Οι παρέες τους ταξίδευαν σε όλη την Ελλάδα, στην Κωνσταντινούπολη και σ’ όλα τα Βαλκάνια κτίζοντας σπίτια εκκλησίες και γεφύρια. Έφευγαν την άνοιξη, συνήθως του Αγίου Γεωργίου και επέστρεφαν «καζαντισμένοι» (με κομπόδεμα) το φθινόπωρο του Αγίου Δημητρίου.

Τη δεκαετίες του ’60 και του ’70 με την έκρηξη της ανοικοδόμησης στα μεγάλα αστικά κέντρα, με το μεγάλο κύμα της αστυφιλίας, πολλοί εγκαταστάθηκαν σε μεγαλοπόλεις ακολουθώντας συνήθως τα παιδιά τους που έφευγαν για να συνεχίσουν τις σπουδές τους.

Σήμερα πόσα σχολεία λειτουργούν στην περιοχή;

Η τεράστια μείωση του πληθυσμού αποτυπώνεται με δραματικό τρόπο στη λειτουργία των σχολείων. Για παράδειγμα στο ιστορικό γυμνάσιο Τσοτυλίου στο οποίο λειτουργούσε και οικοτροφείο, φοιτούσαν 700 μαθητές ενώ σήμερα φοιτούν 72…

Ζοφερή είναι η εικόνα που αφορά τη λειτουργία των δημοτικών σχολείων. Έκλεισαν τα σχολεία στα 64 συνολικά χωριά. Οι μαθητές με λεωφορεία και ταξί μεταφέρονται στο κοντινότερο σχολείο, στη Νεάπολη, το Τσοτύλι ή στον Πεντάλοφο. Τα κτίρια σε πολλά χωριά παραχωρήθηκαν για τη στέγαση των πολιτιστικών συλλόγων.

Υπάρχουν άλλες υπηρεσίες, κέντρα υγείας, καταστήματα για να εξυπηρετηθεί ο κόσμος;

Δυστυχώς κλείνουν μία-μία και δημόσιες οι υπηρεσίες. Πρώτα έκλεισαν καταστήματα των τραπεζών. Σήμερα λειτουργούν μόνο δύο. Μία τράπεζα στην Νεάπολη και μία στο Τσοτύλι η οποία λειτουργεί μόνο δύο μέρες την εβδομάδα…

Το άλλοτε αξιοζήλευτο Κέντρο Υγείας σήμερα είναι υποστελεχωμένο, δεν υπάρχει ασθενοφόρο και για τη μεταφορά ασθενών θα πρέπει να έρθει ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ από την Κοζάνη. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μεγάλη ανασφάλεια στους κατοίκους των χωριών, που στο σύνολό τους είναι ηλικιωμένοι.

Στη δημοτική αρχή πρέπει να πιστώσουμε τη μεταφορά στο Τσοτύλι της Σχολής Πυροσβεστών η δυναμικότητα της οποίας σύντομα θα ανέρχεται σε 400 άτομα γεγονός που αποτελεί σημαντική τόνωση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της πόλης.

Επίσης γίνεται πραγματικότητα ένα πάγιο αίτημα για τη λειτουργία του Δουρμουσόγλειου Γηροκομείου Τσοτυλίου. Ήδη υπογράφηκε η σύμβαση ενοικίασης του κτιρίου μεταξύ του δήμου και της εταιρείας που θα αναλάβει τη λειτουργία του. Μία ιδιαίτερα χρήσιμη δομή για την περιοχή.

Νέοι άνθρωποι έρχονται να εγκατασταθούν μόνιμα στο Βόιο;

Δυστυχώς είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις εγκατάστασης νέων οικογενειών στην περιοχή. Δυστυχώς με τις πολιτικές επιλογές για την περιφέρεια σε χωριά με λίγους κατοίκους, οι εργασιακές ευκαιρίες είναι πολύ περιορισμένες έως ανύπαρκτες. Η εύρεση δουλειάς που σου ταιριάζει μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη. Η πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας είναι ελάχιστες και πρέπει να μετακινηθείς σε μεγαλύτερες πόλεις για να εξυπηρετηθείς.

Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια άλλαξε ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται από την ΕΕ οι φθίνουσες ορεινές και απομακρυσμένες περιοχές. Η αντιμετώπισή τους δεν γίνεται με βάση τον αριθμό των κατοίκων, αλλά με τις δυνατότητες και τις προοπτικές για την ανάπτυξής τους. Υπάρχουν παραδείγματα εφαρμογής σχετικών προγραμμάτων στην Ευρώπη, και «καλές πρακτικές» μάλιστα με θεαματικά αποτελέσματα. Προγράμματα που μπορούν να προσαρμοστούν στις δικές μας ανάγκες.

Τι κερδίζεις και τι χάνεις όταν μένεις μόνιμα σε ένα ορεινό χωριό με λίγους κατοίκους;

Η ζωή σε ένα χωριό με λίγους κατοίκους γοητεύει με την απλότητα της, μία απλότητα που όμως κρύβει δύσκολες επιλογές. Τι κερδίζεις και τι χάνεις αφήνοντας πίσω την πόλη για την αγκαλιά της φύσης; Η απουσία του θορύβου και του συνωστισμού της πόλης είναι αναμφίβολα το μεγαλύτερο κέρδος. Ο ρυθμός της ζωής επιβραδύνεται, δίνοντας χώρο στην ηρεμία και την επαφή με τον εαυτό σου. Η φύση γίνεται καταφύγιο και πηγή έμπνευσης. Σε ένα μικρό χωριό, οι σχέσεις μεταξύ των κατοίκων είναι πιο στενές και αυθεντικές. Η αίσθηση της κοινότητας είναι έντονη, με γείτονες που γνωρίζονται, βοηθιούνται και μοιράζονται τις χαρές και τις λύπες τους. Η καθημερινή επαφή με την φύση φέρνει μία αίσθηση ελευθερίας και πληρότητας. Η καθημερινότητα απλοποιείται. Η ζωή δεν περιστρέφεται γύρω από τον ανταγωνισμό και την υπερβολική κατανάλωση Το κόστος στέγασης, μετακίνησης και διατροφής είναι χαμηλότερο. Η ζωή σε ένα χωριό με λίγους κατοίκους είναι μια σημαντική απόφαση που απαιτεί προσεκτική σκέψη και ιεράρχηση των προσωπικών σου προτεραιοτήτων. Είναι μία επιλογή που μπορεί να φέρει μεγάλη γαλήνη και πληρότητα, αλλά και να δημιουργήσει δυσκολίες.

Το καλοκαίρι επιστρέφουν οι παλιοί κάτοικοι στα χωριά τους;

Το καλοκαίρι το Βόιο ζωντανεύει. Η σιωπή, η βαριά σιωπή της εγκατάλειψης, διακόπτεται. Είναι η εποχή που η διασπορά επιστρέφει. Οι μετανάστες, παιδιά του Βοΐου που έχουν αναζητήσει την τύχη τους μακριά, επιστρέφουν στις ρίζες τους. Τα αυτοκίνητα, φορτωμένα με αποσκευές και νοσταλγία, φθάνουν στα χωριά και πρόσωπα χαραγμένα από χρόνια σκληρής δουλειάς και μακριά από τον τόπο τους, λάμπουν. Τα μάτια, αναζητούν τα οικεία τοπία, τα πρόσωπα που είχαν μείνει πίσω. Τα σπίτια ανοίγουν. Οι αυλές, για χρόνια χορταριασμένες, γεμίζουν ζωντάνια. Συναντήσεις γεμάτες συναισθήματα, συζητήσεις με ατελείωτες ιστορίες κι αναμνήσεις. Οι παλιές φιλίες αναζωπυρώνονται. Ο χρόνος, για λίγες εβδομάδες, σταματάει να τρέχει. Μέσα στην απλότητα των χωριών, στην ησυχία των βουνών, οι μετανάστες βρίσκουν ξανά τον εαυτό τους. Η επιστροφή τους είναι ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο. Και όταν έρθει η ώρα να ξαναφύγουν, ένα κρυφό δάκρυ, μία μελαγχολίας συνοδεύει τα βήματά τους και ένα πικρό χαμόγελο που ίσως διαρκέσει μέχρι την επόμενη καλοκαιρινή αναγέννηση.

Γίνονται και κάποιες εκδηλώσεις την περίοδο του καλοκαιριού;

Ο Αύγουστος στο Βόιο είναι ένα φαντασμαγορικό θέαμα, μία ατέλειωτη σειρά από πανηγύρια που ξεδιπλώνονται σε κάθε χωριό, σκαρφαλωμένο στις πλαγιές των βουνών ή κουρνιασμένο στις κοιλάδες. Είναι η εποχή των πανηγυριών, η εποχή που η ζωή βρίσκει τους ρυθμούς της στους παραδοσιακούς ήχους. Τα τραπέζια στήνονται στις πλατείες, φορτωμένα με παραδοσιακά φαγητά. Το κρασί ρέει άφθονο, κόκκινο και πικάντικο σαν την ίδια τη ζωή, και ο κόσμος γελάει και χορεύει, χαρούμενος και απελευθερωμένος. Κάθε χωριό είχε τον δικό του τρόπο να γιορτάζει, κάθε χωριό είχε τη δική του παράδοση, αλλά το κλαρίνο είναι, ο κοινός παρονομαστής, η ψυχή των πανηγυριών. Ο ήχος του διαπερνά την ατμόσφαιρα, μελωδίες παλιές και γνώριμες, που μεταφέρουν τους χορευτές σε ένα χορό αέναο. Τα πρόσωπα ακτινοβολούν χαρά και ζωή. Τα πανηγύρια του Αυγούστου στο Βόιο είναι η γιορτή της ζωής, η ζωντανή μαρτυρία της αντοχής και της ομορφιάς της ελληνικής υπαίθρου.

Παράλληλα ο δήμος Βοΐου διοργανώνει μουσικές εκδηλώσεις και συναυλίες με γνωστούς τραγουδιστές και συγκροτήματα.

Μαζί με τον Βασίλη Παπαδημούλη αξιοποιώντας τις εμπειρίες μας κάθε καλοκαίρι διοργανώνουμε θεματικές πολιτιστικές εκδηλώσεις, ελάχιστη προσφορά στο χωριό του την Κορυφή Βοΐου.

Πως βλέπετε το μέλλον του Βοίου και γενικότερα της ελληνικής περιφέρειας; Θα ερημώσει ακόμη περισσότερο;

Πέρα από την γενική διαπίστωση ότι η περιφέρεια εγκαταλείφτηκε δεν θέλω να εκφέρω άποψη γιατί δεν έχω την απαιτούμενη πληροφόρηση.

Για το Βόιο, όμως, μπορώ να πω κατηγορηματικά πως βρισκόμαστε σ’ ένα πολύ κρίσιμο σημείο. Δεν είναι πολύς ο χρόνος που έχουμε. Στενεύουν ασφυκτικά τα περιθώρια. Η ερήμωση των χωριών επιταχύνεται ανησυχητικά. Το 80% του πληθυσμού που απέμεινε είναι ηλικιωμένα άτομα και σε πολλά χωριά είναι μονοψήφιος ο αριθμός των κατοίκων.

Οι απόψεις του τύπου «τίποτε δεν πρόκειται να γίνει» ισοδυναμούν με συναίνεση και συνενοχή στην ερήμωση του τόπου.

Τι πρέπει να γίνει από την ελληνική πολιτεία για να μην ερημώσουν όλες αυτές οι πανέμορφες ορεινές περιοχές που διαθέτει η χώρα μας;

Η πολιτεία πρώτα απ’ όλα πρέπει να στηρίξει θέματα που εξαρτώνται αποκλειστικά από την κεντρική διοίκηση όπως για παράδειγμα είναι ο πρωτογενής τομέας. Να στηρίξει ουσιαστικά τους αγρότες, να πρωτοστατήσει στη δημιουργία των απαραίτητων υποδομών, ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης στην περιφέρεια και να δοθούν κίνητρα σε νέα ζευγάρι και γενικότερα στους νέους για να εγκατασταθούν σ’ αυτήν. Στην αυτοδιοίκηση Α’ και Β’ βαθμού απομένει να κάνει ελκυστικά τα κίνητρα.

Ο δικός μας τόπος, το Βόιο, είναι ένας ευλογημένος τόπος έχει όλες τις προϋποθέσεις και μπορεί να αντιστραφεί η σημερινή κατάσταση.

Χρειάζεται να καταρτιστεί ένα ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο με καινοτόμες προτάσεις που θα αναφέρονται σε όλους τους οικονομικούς και κοινωνικούς τομείς του Βοΐου και θα αναδεικνύει τα μοναδικά χαρακτηριστικά της περιοχής.

Από την αγροτική ανάπτυξη και επιχειρηματική δραστηριότητα, την απασχόληση και την ήπια τουριστική ανάπτυξη, την υγεία και την πρόνοια, τον πολιτισμό και τον αθλητισμό, μέχρι την ανάπτυξη του εθελοντισμού και την κοινωνική αλληλεγγύη. Ακόμα και την ανάπτυξη σχέσεων με τους απόδημους Βοϊώτες.

Η υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου δεν είναι εύκολη υπόθεση και μπορεί να γίνει σταδιακά και με ενεργό συμμετοχή των τοπικών παραγωγικών δυνάμεων, των φορέων και των κατοίκων με τον Δήμο στον κυρίαρχο ρόλο.

Θετικά αντιμετωπίζει το θέμα ο δήμαρχος Βοΐου Χρήστος Ζευκλής στον οποίο εκφράσαμε τις ανησυχίες μας. Όπως είπε ότι ο δήμος διεκδικεί κάθε ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και ότι εργάζεται στην κατεύθυνση αυτή, ότι παρακολουθεί τις προκηρύξεις των προγραμμάτων και διεκδικεί κάθε ευρωπαϊκή χρηματοδότηση.

*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 30.03.2025

Loader