Τα κελιά του Γεντί Κουλέ γίνονται έργα τέχνης! (φωτ, βίντεο)
Μέσα από την έκθεση της Μαρίας Κομπατσιάρη που παρουσιάζεται στον εμβληματικό χώρο της Θεσσαλονίκης
Eπιστημονική ημερίδα στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης για το Επταπύργιο, ένα μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς
- Newsroom
Το παρελθόν ενός μνημείου παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς στη Θεσσαλονίκη, που συνδέεται με σκοτεινές σελίδες της ιστορίας μας, ξεδίπλωσαν μελετητές, σε επιστημονική ημερίδα που πραγματοποιήθηκε στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης (ΚΙΘ) και την οποία συνδιοργάνωσαν το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας ΑΠΘ, ο Δήμος Θεσσαλονίκης/ΚΙΘ, σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης. Βασικό θέμα συζήτησης ήταν το Επταπύργιο, γνωστό και με την οθωμανική ονομασία Γεντί Κουλέ, που βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο των τειχών της πόλης και αποτελείται από το βυζαντινό φρούριο με τους δέκα πύργους, αλλά και τα νεότερα κτίσματα των φυλακών, που έχουν χτιστεί εντός και εκτός του κτηρίου.
«Ένα μνημείο φυλακή, κολαστήριο, που συνδέθηκε με τη δικτατορία του Μεταξά, τη Γερμανική κατοχή, τον Εμφύλιο και τέλος τη Χούντα των Συνταγματαρχών», είπε στο χαιρετισμό της η αναπληρώτρια προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης Ελισάβετ Τσιγαρίδα, τονίζοντας ωστόσο ότι το υπουργείο Πολιτισμού, ως φορέας προστασίας και διαχείρισης του μνημείου, «αντιμετωπίζει με σεβασμό τις διαφορετικές πτυχές της μακράς ιστορίας του, σε μια προσπάθεια να αναδείξει τη διπλή ταυτότητα του Επταπυργίου, ως βυζαντινό μνημείο και ως φυλακή».
Η ημερίδα είχε τίτλο «Επταπύργιο 1912-1989. Η ιστορία της φυλακής και η εμπειρία του εγκλεισμού», ενώ οι ομιλητές έπιασαν το νήμα από ακόμη πιο νωρίς, στην πρώτη συνεδρία με θέμα «Γεντί Κουλέ: Από την οθωμανική κληρονομιά στο ελληνικό σωφρονιστικό σύστημα». Στη συνέχεια συζητήθηκαν οι συνθήκες κράτησης, τα βασανιστήρια, οι πολιτικοί κρατούμενοι και οι εκτελέσεις, φτάνοντας μέχρι τον σημερινό χαρακτήρα του μνημείου, όπου πραγματοποιούνται ξεναγήσεις αλλά και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις.
Το Γεντί Κουλέ στα οθωμανικά χρόνια και ο υπερπληθυσμός των φυλακών
Στον κανονισμό του 1880 που που αποσκοπούσε στη βελτίωση των συνθηκών κράτησης και την προσαρμογή της νομοθεσίας στη νέα εποχή, αναφέρθηκε ο υποψήφιος διδάκτορας του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Χρήστος Κυριακόπουλος. «Στο πλαίσιο εφαρμογής του Κανονισμού, εκτιμάται ότι άρχισαν οι προσπάθειες για την εκκίνηση των δημόσιων κεντρικών φυλακών Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν έχει εξακριβωθεί η ημερομηνία ίδρυσής τους. Αν και οι φυλακές του Επταπυργίου υπήρξαν ο πλέον διαβόητος χώρος κράτησης της οθωμανικής ελληνικής περιόδου για την πόλη, ωστόσο φαίνεται πως δεν ήταν ούτε ο μοναδικός, αλλά ούτε και ο παλιότερος χώρος εγκλεισμού κρατουμένων», ανέφερε χαρακτηριστικά, θυμίζοντας ότι ως χώροι εγκλεισμού χρησιμοποιούνταν μεταξύ άλλων το Διοικητήριο στις αρχές του 1870, αλλά και ο Λευκός Πύργος από τα τέλη του ίδιου έτους έως το 1900. «Τον Φεβρουάριο του 1907, εξαιτίας του υπερπληθυσμού των δυτικών φυλακών του Επταπυργίου, ο Λευκός Πύργος μετατράπηκε εκ νέου σε φυλακή και σε πρώτη φάση μεταφέρθηκαν εκεί 400 κατάδικοι», διευκρίνισε.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο κορεσμός των φυλακών οφείλονταν στη μεγάλη διάρκεια και παράταση των διαδικασιών εκδίκασης των δικαστικών υποθέσεων και αποτέλεσμα είχε να κρατούνται στους ίδιους θαλάμους κρατούμενοι διαφορετικών θρησκειών. «Η κατάσταση αυτή προκαλούσε συχνούς καυγάδες μεταξύ μουσουλμάνων, Ελλήνων, Βουλγάρων και Βλάχων καταδίκων», είπε, για να προσθέσει και τις προβληματικές συνθήκες υγιεινής, κυρίως με τη διάθεση των λυμάτων και τα αποχωρητήρια. «Λόγω του υπερπληθυσμού, ορισμένοι κρατούμενοι δεν μπορούσαν να βρουν κρεβάτι και κοιμόταν στο πάτωμα. Υπό αυτές τις συνθήκες, γρήγορα εμφανίστηκαν διάφορες ασθένειες όπως η επιδημία τύφου και ειδικά οι παλιοί σωλήνες αποχέτευσης προκαλούσαν διαρκώς ασθένειες όπως η χολέρα, ενώ λίγο αργότερα ξεσπά και η επιδημία της ευλογιάς».
Οι συνθήκες κράτησης την περίοδο του Μεσοπολέμου
Τη δεύτερη μικρότερη και πιο στενάχωρη φυλακή της χώρας αποτελούσε το Επταπύργιο το 1935, σύμφωνα με τον ιστορικό και μεταδιδακτορικό ερευνητή στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ Κώστα Τζιάρα, αφού υποστηρίζει ότι, μετρώντας τη χωρητικότητα σε κυβικά μέτρα, κατατάσσονταν δέκατη στις έντεκα, με μικρότερη μόνο αυτή της Κεφαλονιάς. «Το 1935 αντιστοιχούσαν σε κάθε κρατούμενο στις φυλακές Επταπυργίου 2,7 τ.μ.. Ο συνωστισμός σε συνδυασμό με τις γενικότερες συνθήκες κράτησης στην κατάσταση του μεσαιωνικού κτηρίου, επηρέασαν άμεσα τη νοσηρότητα», σημείωσε, λέγοντας ότι κατά τα έτη 1929-1933 που υπάρχουν οι πιο λεπτομερείς αναφορές, φαίνεται ότι σταθερά κάθε χρόνο νοσούσαν περισσότεροι από τους μισούς κρατουμένους, κυρίως από ελονοσία, φυματίωση και παιδικές παθήσεις, ασθένειες που εμφάνιζαν σχεδόν πάντοτε μετά την είσοδό τους στη φυλακή. «Το ποσοστό αυτό, 52% για την ακρίβεια, ήταν διπλάσιο από το μέσο όρο νοσηρότητας των κρατούμενων στις ελληνικές φυλακές. Στη συντριπτική πλειοψηφία νοσηλεία προσφερόταν εντός του σωφρονιστικού καταστήματος και μόνο σπάνια σε εξωτερικά νοσοκομεία. Σε πέντε χρόνια καταγράφηκαν 53 θάνατοι εντός της φυλακής, κυρίως από φυματίωση, πνευμονία και άλλες ασθένειες του αναπνευστικού. Από τους δηλωμένους πανελλαδικά θανάτους εντός των ελληνικών φυλακών, το 20% περίπου αφορούσε κρατούμενους του Επταπυργίου», κατέληξε ο κ. Τζιάρας.
Εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου
Στο θέμα των εκτελέσεων των πολιτικών κρατουμένων αναφέρθηκε από την πλευρά της η υποψήφια διδακτόρισσα του τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών & Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Παρθενόπη Βέργου. Μίλησε για την ίδρυση των Έκτακτων Στρατοδικείων, που ήταν αρμόδια για την εκδίκαση υποθέσεων που σχετίζονταν με τις παραβάσεις του ψηφίσματος της 18ης Ιουνίου 1946, δηλαδή, με οποιαδήποτε ενέργεια, στρεφόταν εναντίον του εθνικόφρονος κράτους. «Τα στρατοδικεία, με τελεσίδικες αποφάσεις και μέσα από σύντομες δίκες, όριζαν την ποινή των κατηγορουμένων, όπως φυλάκιση και θανατική ποινή, που στηρίζονταν αποκλειστικά σε πολιτικά κριτήρια. Και ενώ τους πρώτους μήνες από την εφαρμογή της έκτακτης νομοθεσίας, οι δίκες αφορούσαν κυρίως μεμονωμένες πράξεις, από το 1947 αφορούσαν πλέον μεγάλες ομάδες πολιτών», επισήμανε.
Τόνισε ακόμα ότι στην περίπτωση που η ποινή του θανάτου είχε απαγγελθεί ομόφωνα από τους πέντε δικαστές ή αν συμφωνούσαν τουλάχιστον τέσσερις από τους πέντε, τότε η εκτέλεση γινόταν σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από 3 έως 5 ημέρες, χωρίς ο κατηγορούμενος να μπορεί να υποβάλλει αίτηση χάριτος. Αντίθετα, σε περίπτωση τριών ψήφων υπέρ και δύο κατά της ποινής, ο φάκελος του κατηγορούμενου διαβιβαζόταν στο Συμβούλιο Χαρίτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης και η απόφαση σχετικά με την υπόθεσή του, μπορούσε να καθυστερήσει μήνες, ίσως και χρόνια. «Σε αυτό το σημείο, η αποκήρυξη του κομμουνισμού μπορούσε να μετατρέψει τη ποινή του θανάτου σε ισόβια κάθειρξη, αν και αυτό δεν αποτελούσε πάντα κανόνα. Συνεπώς, η δημόσια καταγγελία της κομμουνιστικής ιδεολογίας ενώπιον του Δικαστηρίου, αποτελούσε κίνητρο για τον κατηγορούμενο ώστε να ...γλιτώσει τη θανατική καταδίκη, παράλληλα όμως εξυπηρετούσε την κυρίαρχη ιδεολογία της περιόδου, καθώς καταγραφόταν ως επιτυχία για το κράτος η παραδοχή των κομμουνιστικών αδικημάτων από τους ίδιους τους κατηγορούμενους. Αντίθετα, η άρνηση της αποκήρυξης των επιλήψιμων ιδεών, αποτελούσε και την παραδοχή της ενοχής για τον κατηγορούμενο», υπογράμμισε η κ. Βέργου.
Το ...τελετουργικό των εκτελέσεων
Στη συνέχεια της ομιλίας της η υποψήφια διδακτόρισσα ανέφερε ότι οι πρώτες εκτελέσεις στο Επταπύργιο ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1946 και περιέγραψε το τελετουργικό των εκτελέσεων, που είναι γνωστό από πλήθος μαρτυριών και φωτογραφικό υλικό από τον τύπο της εποχής. «Οι φύλακες έμπαιναν κατά τη διάρκεια της νύχτας στους θαλάμους των κρατουμένων και μετέφεραν όσους επρόκειτο να εκτελεστούν το επόμενο πρωί στο κελί απομόνωσης ή σε ξεχωριστό δωμάτιο. Τα ξημερώματα έφτανε το εκτελεστικό απόσπασμα με τον βασιλικό επίτροπο, τον γιατρό, τον εκπρόσωπο του δήμου και τους χωροφύλακες. Οι μελλοθάνατοι έβγαιναν στον προαύλιο της φυλακής με τα χέρια δεμένα. Προηγουμένως, δύο κατάδικοι είχαν βγει από το χώρο της φυλακής κρατώντας φτυάρια και έσκαβαν τους τάφους των μελλοθανάτων. Το εκτελεστικό απόσπασμα τους οδηγούσε στον τόπο της εκτέλεσης παρουσία του ιερέα. Εκεί οι στρατιώτες έδεναν τα μάτια όσων το επιθυμούσαν. Ο βασιλικός επίτροπος διάβαζε την καταδικαστική απόφαση του έκτακτου στρατοδικείου. Με τη διαταγή "πυρ" από τον επικεφαλής αξιωματικό, εκτελούνταν οι καταδικασθέντες και σε πολλές περιπτώσεις γινόταν δεύτερη και τρίτη βολή, εξ επαφής στο κεφάλι. Ο γιατρός πιστοποιούσε το θάνατο και γινόταν η ταφή παρουσία του ιερέα», είπε.
Πάντως, λόγω της μεγάλης έκτασης γύρω από τις φυλακές, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί το ακριβές σημείο των εκτελέσεων. Ωστόσο, υποστήριξε ότι τα πτώματα θάβονταν επί τόπου, με τους τάφους να ξεχωρίζουν μόνο από την καμπύλη που σχηματίζονταν στο έδαφος. Μάλιστα, επικαλέστηκε αναφορά του Ηλία Πετρόπουλου, ότι «η κάθε μάνα ήξερε τον τάφο του παιδιού της από ένα μικρό σημάδι, παλουκάκι, τούβλο, κονσερβοκούτι» και «κάπου-κάπου ερχόταν στο επισήμως ανύπαρκτο νεκροταφείο των φυλακισμένων, μία χαροκαμένη και σιγόκλαιγε».
«Σύμφωνα με την έρευνα στα εξαιρετικά βιβλία θανάτων του Δήμου Θεσσαλονίκης της περιόδου 1946-1949, στο Επταπύργιο εκτελέστηκαν 184 θανατικές καταδίκες που επιβλήθηκαν από το Έκτακτο Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης. Αρχικά, το 1946 είναι καταγεγραμμένες μεμονωμένες εκτελέσεις ενός ή δύο ατόμων, ενώ οι πολυπληθείς εκτελέσεις, αλλά και η μεγαλύτερη συχνότητα αυτών, εμφανίζονται από το 1948 και συγκεκριμένα την άνοιξη», κατέληξε η κ. Βέργου.
Μέσα από την έκθεση της Μαρίας Κομπατσιάρη που παρουσιάζεται στον εμβληματικό χώρο της Θεσσαλονίκης
Στόχος είναι η ενθάρρυνση των παιδιών και των γονέων να υιοθετήσουν έναν υγιεινό τρόπο ζωής
Φέρουν ελαφρά τραύματα από αιχμηρό αντικείμενο
Υπό την απειλή μαχαιριού απέσπασαν τα κινητά τηλέφωνα νεαρών επιβατών