Στο κοφτερό μυαλό του «Πετεφρή»

Τη Δευτέρα η κηδεία του Πάνου Θεοδωρίδη

Βασίλης Κεχαγιάς
Γράφει Βασίλης Κεχαγιάς Κριτικός Κινηματογράφου - Δημοσιογράφος

Καθόταν στο καφέ «Stretto», στην οδό Καρόλου Ντηλ, παρέα με τους επονομαζόμενους «strettistas» και μοίραζε αφειδώς τις ιστορίες του. Το αφηγηματικό του χάρισμα, ο Πάνος Θεοδωρίδης δεν άφηνε ευκαιρία να πάει χαμένο. Το ακόνιζε καθημερινά, όπου του δινόταν η ευκαιρία, αλλά πριν απ’ όλα το ασκούσε, κοφτερό και οξύαιχμο, στην καθημερινότητα, στις συναναστροφές του. Κάποτε άρχισε να το θέτει και σε «επαγγελματική» υπηρεσία. Έγραψε πεζά, ποιήματα, ιστορίες από τη Θεσσαλονίκη, άπειρα άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, σενάρια για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Εκεί, μάλιστα, χάρισε και έναν από τους πιο ιστορικούς τίτλους στην ιστορία του Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Το «Δοξόμπους» του Φώτου Λαμπρινού, αυτή μάλιστα η ταινία, προκάλεσε μία από τις μεγαλύτερες εκρήξεις του β’ εξώστη, ο οποίος ανέκραζε σκωπτικά τον τίτλο του φιλμ, κάθε που τον δυσαρεστούσε μία από τις επόμενες προβολές. Υπέγραφε ως Πετεφρής, κυρίως στα κοινωνικά, διαδικτυακά μέσα, και παρά την ιστορική παραπομπή του προσωνύμιου, προερχόμενο, μάλλον, από το αγαπημένο του υπογώνιο μούςι -λάτρευε κάθε τεχνολογική πρόοδο.

Πρώτος μας έφερε στα γυρίσματα της εκπομπής «Εκατογραφία» ένα smartphone, δώρο της αγαπημένης του κόρης, η οποία κατοικούσε στο Βέλγιο και ήταν το πρώτο στόμα που άκουσα να ισχυρίζεται ότι αυτό το «μαραφέτι» θα κατακτήσει τον κόσμο. Γνώριζε τον μοναδικό τρόπο που έχει η Ιστορία να σου δείχνει τον δρόμο για το μέλλον. Διάβαζε συνεχώς και μανιωδώς τα πάντα, χωρίς να υποτιμά κανένα είδος γραφής, ακόμη και το πλέον λαϊκότροπο. Όπως, όμως, χαρακτηριστικά έλεγε ένας από τους «strettistas», ο κολλητός του και πρόωρα χαμένος Δημήτρης Παπάζογλου, «δεν είναι που διαβάζει τόσο πολύ, είναι που θυμάται, σε βαθμό εκνευριστικό, όλα αυτά που διαβάζει».

Τα διαβάσματά του ήξερε να τα εξαργυρώνει σε αφηγηματικότητα, προφορική και γραπτή. Χωρίς το ύφος του ιστοριοδίφη, συνδύαζε γεγονότα, με τρόπο που το άθροισμά τους να ανοίγει δρόμο για την ανάγνωση του μέλλοντος. Στο καταφύγιό του, στην Αγροσυκιά Πέλλας, κατέφευγε, όταν ήθελε να συναντήσει την ηρεμία του και τον συγγραφικό του οίστρο. Αυτή η γη, που φιλοξένησε τόσους ετερόκλητους πληθυσμούς, παιδί των οποίων ήταν και ο ίδιος (του άρεσε να περιγράφει το αντιθετικό ζεύγος των γονιών του, όντας ο ίδιος «ντοπιοπόντιος», όπως τους αποκαλούσαν), μάλλον τον ενέπνευσε για την πιο γνωστή του δημιουργία, που σιγοτραγούδησαν όλοι κάποια στιγμή τους στίχους του: «στη Μακεδονία του παλιού καιρού, γνώρισα τη μάνα του Αλέξανδρου». Κανένας ιστορικός, κανένας συγγραφέας, κανένα γραπτό δεν απέδωσε με τέτοιο συνοπτικό και ποιητικό τρόπο τις μνήμες αυτής της γης εν μέσω του Μακεδονικού ζητήματος.

Με τον τρόπο του έδειξε την ποίηση ως τον πυκνότερο τρόπο να μιλήσεις για όσα αδυνατεί να αρθρώσει λόγο η επιστήμη της Ιστορίας και η στέγνα της πολιτικής. Ήταν που ήξερε και αγαπούσε την ποίηση. Τον φανταζόμουν τα βράδια, μακριά από τους «strettistas», έξω από την τύρβη της καθημερινότητας, που ουδέποτε περιφρόνησε (εξαίρετος μηχανικός, με ειδίκευση στις αναστηλώσεις βυζαντινών μνημείων, άνθρωπος του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, κάποτε διευθυντής του Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, Θεσσαλονίκη ’97) να κάθεται στο ημίφως, σαν κάτω από γκαζόλαμπα, και να ζυμώνει τη φαντασία του με τη μαγιά της ευαισθησίας, την οποία έμοιαζε να κρύβει κάτω από την αλεγκρία του. Να την μεταποιεί σε στίχους, λογοτεχνικές γραμμές, περίτεχνα άρθρα εφημερίδας. Τώρα, στη θέση του, κάποιοι άλλοι θα τα διαβάζουν, σε ανάλογο ημίφως, και θα δανείζονται τη ζωή που όλα αυτά κουβαλάνε μέσα τους.

Η κηδεία του Πάνου Θεοδωρίδη θα γίνει τη Δευτέρα στα κοιμητήρια Αναστάσεως του Κυρίου.

*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 16.02.2025