Οι θετικές εξελίξεις και οι προκλήσεις του 2025. Του Φάνη Ουγγρίνη

Δικαιολογείται η -μετρημένη- αισιοδοξία στην αγορά, όμως δεν αρκεί για να ξεφύγουμε οριστικά από όσα μας οδήγησαν στην περιπέτεια των μνημονίων

Κατά καιρούς μου λένε ότι είμαι ανικανοποίητος και γκρινιάρης. Ότι εστιάζω υπερβολικά πολύ στα αρνητικά της ελληνικής οικονομίας, παραβλέποντας τα θετικά. Στην πραγματικότητα αναγνωρίζω ότι υπάρχουν θετικά, και μάλιστα αρκετά. Δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω:

την ονομαστική μεγέθυνση του ΑΕΠ, τη συρρίκνωση του λόγου δημόσιου χρέους/ΑΕΠ,

τη μείωση των φορολογικών δεικτών και της στατιστικης ανεργίας,

τη συνολική αύξηση της απασχόλησης (τετραπλές ακάλυπτες θέσεις εργασίας σήμερα σε σχέση με το 2021),

τη γενικότερη διόγκωση των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) και της βιομηχανικής παραγωγής,

την ενίσχυση των εξαγωγών σε σχέση με παλαιότερα (αν και υποχώρησαν το 2024),

τη γιγάντωση του τουρισμού,

τις αθροιστικά μεγαλύτερες καταθέσεις,

την πιστωτική επέκταση (που βέβαια δεν μπορεί να πάει μακριά όταν η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων έχει κάτω από 4 εργαζομένους και φοροδιαφεύγει συστηματικά),

την ετήσια αύξηση 2,5% των επενδύσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό, και

την εκτιμώμενη αναστροφή του brain drain (την οποία ενθαρρύνει και η πεσμένη βρετανική οικονομία).

Είναι εμφανής η κινητικότητα στους κλάδους της πληροφορικής, των φαρμάκων, των ξενοδοχείων και των logistics, δηλαδή σε δραστηριότητες που δεν μπορούν να ονομαστούν ραντιέρικες.

Πού πάσχει η οικονομία

Ωστόσο, θα ήμουν τυφλός ή μεροληπτικός αν δεν έβλεπα και τα αρνητικά. Σύμφωνα με τον ίδιο τον διοικητή της ΤτΕ, η οικονομία μας πάσχει από χαμηλή αποταμίευση νοικοκυριών, νεανική ανεργία, χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, επενδυτικό κενό, έλλειψη υγιούς εσωτερικού ανταγωνισμού, γήρανση ενεργού πληθυσμού, και υψηλό δημόσιο χρέος. Από τα παραπάνω, μόνο το τελευταίο πρόβλημα αντιμετωπίζεται δυναμικά, με πρόωρες εξοφλήσεις δανείων.

Κατά τ’ άλλα, η χώρα παραμένει δέσμια σαθρών σύγχρονων παραδοχών και ειδικών χαρακτηριστικών της μετεμφυλιακής περιόδου, εντελώς παρωχημένων και βλαβερών. Παρατηρείται στασιμότητα στο Χρηματιστήριο (ειδικά σε σύγκριση με το εξωτερικό), επιβράδυνση του ρυθμού επενδύσεων (η Ελλάδα 29η μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ σε ροές ΑΞΕ, στο 2% του ΑΕΠ το 2023, χαμηλότερα από το 2019), και υπερβολική εξάρτηση από επενδύσεις σε ακίνητα (~50% του συνόλου), χάρη στη golden visa.

Δεν είναι να απορεί κανείς. Παγκοσμίως, η χώρα βρίσκεται στην 113η θέση ως προς την οικονομική ελευθερία (στη χειρότερη θέση από τις δυτικές χώρες). Συνεχίζεται η παραδοσιακή βραδεία έγκριση μεγάλων επενδύσεων (οικείο παράδειγμα τα κινηματογραφικά στούντιο στα Βασιλικά). Σημειώνεται μικρή βελτίωση της παραγωγικότητας, παρά τους χαμηλούς μισθούς (σύμφωνα με τη Eurostat, στο τρίτο τρίμηνο του 2024 το ωριαίο κόστος εργασίας αυξήθηκε κατά 4,6% στην ευρωζώνη, όταν στην Ελλάδα καταγράφηκε μείωση του κατά 2,9%), και μία από τις χαμηλότερες φορολογίες μερισμάτων σε επίπεδο Ένωσης και ΟΟΣΑ.

Χαμηλή ανταγωνιστικότητα

Το 76% των μελών του ΣΕΒΕ ομολογούν ότι δεν εξάγουν, ως συνέπεια της διαχρονικά χαμηλής ανταγωνιστικότητας. Αυτή εν πολλοίς οφείλεται:

στην έλλειψη κατάλληλου εργατικού δυναμικού (πολύ κάτω από τον αντίστοιχο μ.ο. του ΟΟΣΑ, λόγω μη συντονισμου της παιδείας με την αγορά εργασίας),

στο απρόβλεπτο κανονιστικό πλαίσιο (πρόσφατο το φιάσκο με τα πράσινα δώματα),

στις δαιδαλώδεις διαδικασίες της Δικαιοσύνης,

στην κοστοβόρα ενέργεια,

στην ασταθή ηλεκτροδότηση (ανεπαρκείς υποδομές μεταφοράς ηλεκτρισμού, εμπόδιο και στην αποκεντρωμένη παραγωγή από ΑΠΕ),

στο αδικαιολόγητα ακριβό διαδίκτυο (κυρίως εκτός Αθηνών-Θεσσαλονίκης), και

στην ανεπαρκή χρηματοδότηση των ΜμΕ.

Παράλληλα, η εσωτερική αγορά είναι σχετικά ασθενική, θύμα της μη αρκούντως ανταποδοτικής φορολογίας (εξαιτίας επιβάρυνσης στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, όπως πιστοποιεί και ο δείκτης GINI για την Ελλάδα), της μειωμένης αγοραστικής δύναμης των πολιτών (συνδυαστικό αποτέλεσμα εισαγόμενου πληθωρισμού και δράσης καρτέλ), και της παραμονής εκτός επίσημης οικονομίας εκατοντάδων χιλιάδων οφειλετών (οφειλές άνω των 100 δισ. € είναι εκτός ρυθμίσεων, κατά κανόνα λόγω αντικειμενικής αδυναμίας).

Όπως βλέπετε, τα αρνητικά είναι δυστυχώς πολύ περισσότερα από τα θετικά, και υπάρχουν επιπρόσθετες προκλήσεις. Η τουριστική επέκταση στις Κυκλάδες και αλλού πλέον έφτασε στα όρια της, άρα θα πρέπει να αναζητηθούν καινούργιες λύσεις. Η ολοκλήρωση λειτουργίας του RRF θα στερήσει την πραγματική οικονομία από πολύτιμους πόρους. Δίχως χειροπιαστή βελτίωση της ποιότητας ζωής ίσως αναζωπυρωθεί το brain drain.

Πώς μας επηρεάζουν οι εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον

Τυχόν επιδείνωση της ύφεσης στη Γερμανία θα δυσχεράνει την κατάσταση σε όλη την Ευρώπη.Ένα παγκόσμιο χρηματιστηριακό κραχ (ειδικά στα ομόλογα και στις νέες τεχνολογίες) θα μπορούσε να προκαλέσει ολέθριες αλυσιδωτές αντιδράσεις. Ως έχουν, οι τρέχοντες αναπτυξιακοί ρυθμοί είναι απελπιστικά χαμηλοί, εφόσον θέλουμε να μιλάμε για σύγκλιση στο ορατό μέλλον.

Από την άλλη, υπάρχουν ρεαλιστικές ευνοϊκές προοπτικές.

Η λήξη των πολέμων σε Ουκρανία (με χρηματικά οφέλη από την ανασυγκρότηση της χώρας και την πτώση του κόστους τροφίμων και πρώτων υλών) και Μέση Ανατολή (με μείωση των ενεργειακών τιμών) θα ενδυναμώσει την ελληνική ανάκαμψη.

Η ειρήνευση γενικά θα απελευθερώσει κεφάλαια που δεν τοποθετούνται στην περιοχή μας λόγω γεωπολιτικής αστάθειας.

Η προσέλκυση σαφώς περισσότερων data centers είναι εφικτή, λόγω διεθνών αναγκών της Τεχνητής Νοημοσύνης.

Ενωσιακοί στρατηγικοί τομείς, όπως η παραγωγή πολεμικού υλικού, οι νέες ενεργειακές πηγές και οι εξορύξεις περιζήτητων μετάλλων προσφέρουν νέες ευκαιρίες στη χώρα.

Οι υπό υλοποίηση εμπορικοί διάδρομοι IMEC και 3si γεννούν εύλογες αναπτυξιακές προσδοκίες.

Η ενδεχόμενη εκμετάλλευση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων οπωσδήποτε θα δυναμώσει τα κρατικά ταμεία, προς όφελος των επόμενων γενεών.

Επιβελημένη η εθνική βιομηχανική πολιτική

Tέλος, η εντελώς επιβεβλημένη εφαρμογή εθνικής βιομηχανικής πολιτικής δύναται να προσελκύσει «παραδοσιακές» επενδύσεις που εστιάζουν σε συντόμευση της εφοδιαστικής αλυσίδας, σε φθηνότερη παραγωγή τροφίμων, σε πτυχές της «αργυράς οικονομίας» (silver economy), σε ιδιωτικά ΑΕΙ, και σε συνδυασμένες μεταφορές. Η εν λόγω πολιτική οφείλει ταυτόχρονα να είναι ελκυστική στις υφιστάμενες επιχειρήσεις, να ταιριάζει στο μέγεθος της εθνικής οικονομίας, να διαθέτει αξιοπρεπή κρατικά κεφάλαια για μεγάλο χρονικό ορίζοντα, να συμπεριλαμβάνει όσο το δυνατόν περισσότερους συμμετέχοντες, και να είναι αρκούντως ανοιχτόμυαλη και ευέλικτη (απαρχαιωμένος ο ισχύον διαχωρισμός μεταξύ μεταποίησης και υπηρεσιών), ειδικά μπροστά στις ιδιαιτερότητες της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης. Με πιο απλά λόγια, η νέα βιομηχανική πολιτική προϋποθέτει φθηνό χρήμα, ξεκάθαρες χρήσεις γης, ταχείες αδειοδοτήσεις, κατάλληλο εργατικό δυναμικό, πολιτική σταθερότητα, μαζικότητα, και τεχνοκρατική προσήλωση στη στοχοθεσία της, ασχέτως κυβέρνησης

Δικαιολογείται λοιπόν η -μετρημένη- αισιοδοξία στην αγορά, όμως δεν αρκεί για να ξεφύγουμε οριστικά από όσα μας οδήγησαν στην περιπέτεια των μνημονίων. Εν πάση περιπτώσει, η λιακάδα των πρώτων ημερών του 2025 δεν μπορεί παρά να μας κάνει να νιώθουμε καλά για το αύριο. Ειδικά αν αναλογιστούμε και πόσοι τουρίστες συνέρρευσαν στη Θεσσαλονίκη μέσα στις γιορτές, αναβαθμίζοντας την ως πιθανό δωδεκάμηνο προορισμό city break. Προς το παρόν κάτι είναι κι αυτό, τουλάχιστον μέχρι να αποκτήσουμε περισσότερες βιομηχανίες και άξιο λόγου οικοσύστημα καινοτομίας.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 05.01.2025
Loader