Πειραιάς: Χειροπέδες σε δύο αλλοδαπούς στη Νίκαια-Στο αμάξι τους περισσότερο από ένα κιλό κοκαΐνης
Oι κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν στο Τμήμα Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Νίκαιας – Αγ. Ιωαν. Ρέντη το οποίο επιλήφθηκε προανακριτικά
Στην έκδοση των απομνημονευματικών γραπτών του Ν. Κασομούλη, ο οποίος όργωσε την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, φθάνοντας και στη Μακεδονία, διακρίνεται ένας παθιασμένος αγωνιστής και ένας καλλιγράφος, με παράδοξο τρόπο, συγγραφέα
Στην έκδοση των απομνημονευματικών γραπτών του Νικόλαου Κασομούλη, ο οποίος όργωσε την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, φθάνοντας και στη Μακεδονία, διακρίνει κάποιος έναν παθιασμένο αγωνιστή και έναν καλλιγράφο, με παράδοξο τρόπο, συγγραφέα. Μπορεί ως πολεμιστής να υπήρξε, εσκεμμένα, δεύτερης γραμμής, αλλά η βιωματική του μνήμη αποκτά ιδιαίτερη χάρη, ακριβώς λόγω μίας «αυθαίρετης» ελληνικής γλώσσας. Σήμερα γοητεύει με τον αυθορμητισμό της και το πάθος να περιγράψει τα γεγονότα τα οποία βίωσε. Η δύσκολη τούτη διττή στόχευση, του Κασομούλη πολεμιστή και γραφιά, περιγράφεται γλαφυρά από τον κλασικό ιστορικό Γιάννη Βλαχογιάννη, στον πρόλογο του βιβλίου «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833»:
« (…) Μένει τελευταία η τάξη των χωρίς όνομα παλιό γενναίων, που ξαφνικά δείξαν ξεχωριστή παλικαριά και πήραν όνομα λαμπρό και το δοξάσανε σαν απλοί πολεμιστάδες πρώτα, και γλήγορα σαν αρχηγοί. Οι νέοι αυτοί ανεπίσημοι, ας του πούμε, και πρωτόφαντοι πολεμιστάδες, που χαλάσαν τον κανόνα της παλιάς οργανωμένης Παλικαριάς, πότε πολεμούσαν ανεξάρτητοι, με διαταγές της κυβέρνησης, πότε μπαίναν από κάτου, σε άλλους παλιούς οπλαρχηγούς. Όμως για να μη μπήκε κανείς κάτου από το νόμο της νέας Παλικαριάς δε χρειαζόταν άλλο παρά η ίδια η παλικαριά, «να το λέει η περδικούλα». Αυτή τη χάρη, την ανήσυχην ορμή που σπρώχνει τον άνθρωποι στον κίνδυνο, στη δόξα και στο θάνατο, λίγοι την έχουν. Ο Κασομούλης δεν την είχε αυτή τη χάρη. Αν και παλικάρι ο ίδιος, και με νου σωστό και φρόνιμο, όπως το δείχνουν τα έργα του, ίσως μάλιστα γιατί είχε νου σωστό και φρόνιμο, δεν την είχε αυτή τη χάρη. Δεν είχε την τρέλα που ρίχνει τον άνθρωπο σ’ έργα απόκοτα, μεγάλα και λαμπρά.
Ήταν άνθρωπος, όπως λέμε, καλλιεργημένος, όχι βέβαια στην Ελληνική γραμματική -κατά τα χρόνια της Σκλαβιάς- η κύρια έννοια της μόρφωσης ήταν τα «καλά γραμματικά» - αλλά στα κοινωνικά ήθη τα φιλάνθρωπα, που τα απόχτησε ζώντας μέσα σε χώρα από παράδοση βυζαντινή δοσμένη, όπως και οι άλλες χώρες της δυτικής Μακεδονίας, στην κοινοτική πρόοδο, στο εμπόριο, που κι αυτό ημερώνει και καλλιεργεί τον άνθρωπο, μάλιστα το εμπόριο με ξένες χώρες μακρινές, και τέλος σε κάθε έργο προοδευτικό. Τα πρώτα μαθήματα στο σκολειό τα πήρε παιδί δώδεκα χρονών, όταν ο πατέρας του βρισκότανε στην Τσαρίτσανη, μπλεγμένος εκεί, σε πατριωτικές ανησυχίες. Τότε πήρε και τα πρώτα πατριωτικά μαθήματα, με τον πατέρα του δάσκαλο σ’ αυτά. Καταλαβαίνει κανείς τι αξία θα είχαν τα πρώτα εκείνα γράμματα - που ήταν και τα τελευταία - αν ρίξει τη ματιά του στο χειρόγραφο του Κασομούλη, γεμάτο ανορθογραφίες, ασυνταξίες, αμέτρητες γενικές απόλυτες και γλωσσικά παρανοήματα. Ο Κασομούλης αρχίζει τη διήγησή του από τη στιγμή που κινάει από τις Σέρρες, στελμένος από τον έμπορο πατέρα του στην Αίγυπτο, Δεκέμβρη του 1820. Θα πη λοιπόν πως είναι μπασμένος κάπως στα εμπορικά και, σαν πιο «γραμματισμένος» από τον πατέρα του, έχει γυμναστή και εις την εμπορική αλληλογραφία. Το Ν. Κασομούλη τον απαντούμε από τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης, ικανό να χειρίζεται μιαν απλή λόγια, αν και ασύντακτη γλώσσα, καθώς το δείχνουν και οι πρώτες επαναστατικές επιστολές του. Το φαινόμενο δεν είναι περίεργο, γιατί είναι γενικό. Κάθε μαθητούδι, πριν ακόμη ξεσκολήσει τα πρώτα γράμματα, άρχιζε να τραυλίζει και τις πρώτες ελληνικούρες. Λαός ολάκερος πολεμούσε, με την καρδιά του, να ξεμάθει την γλώσσα του τη μητρική».
Αποσπάσματα από τα «Ενθυμήματα» του Νικολάου Κασομούλη
Λόγος θαυμαστός, γύρω από τη Θεσσαλονίκη
Από τα τεσσάρων τόμων «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833», από τις πλέον αξιόπιστες και εμπεριστατωμένες απομνημονευματικές καταθέσεις για τον αγώνα του ’21, ο Νικόλαος Κασομούλης γράφει για την καθοριστική 18η Φεβρουαρίου του 1822:
«Με δύο πολεμικά βρίκια Ψαριανά και με όσους στρατιώτας πάλιν εδυνήθην να κάμω εκπλεύσαντες από Ψαρά, εις το εν ο Γέρο-Στέργιος και εις το άλλον εγώ, εις τας 22 εφθάσαμεν εις τα παράλια του Ολύμπου.
Εγώ τον Στέργιον, καθώς τον είδα φανατισμένον, δεν του ωμολόγησα τίποτες από τα διατρέχοντα του εσωτερικού μας εις Πελοπόννησον, αλλ’ ούτε τα σχέδια οπού είχαμεν με τον Οδυσσέαν.
Το πλοίων εις το οποίον αυτός ευρίσκετο ή ταχύτερον ή εύρεν αρμοδιότερον τον καιρόν, πρόλαβεν και εβγήκεν εις το Ελευθεροχώρι την αυγήν και ημείς με το άλλο μόλις εφθάσαμεν το εσπέρας.
Πολλάκις από μικρά λάθη διαδιδόμενα τα πράγματα καταντούν εις μεγάλα και εις αποτυχίαν ενός επιχειρήματος.
Ο γερό-Στέργιος φανατιασμένος -δεν ηξεύρω τι οίστρος τον έκαμεν, και εβγήκεν. Αμέσως επήγεν εις τον Διαμαντήν, ανήγγειλε το φθάσιμον μου, με όλα τα αναγκαία, την συμφωνίαν των Ψαριανών μεθ’ ημών, και όσα άλλα ήξευρεν και έμαθεν. Ο Διαμαντής, θερμοκέφαλος, δεν καρτέρησεν, παρά αμέσως έγραψαν γράμματα πος όλους τους Καπιτανέους, Σιρέους, Λαζαίους, Τζαχίλαν, Μάντζιαρην, Μπζιωταίους, Μπλαχαβαίους, Γιωταίους, κατά τον μεσημβρινόν και έως εις τον Στορνάρην, με επίτηδες πεζόν. Γράφει και εις τον Καρατάσον, εις τον Ζαφειράκην και εις τον Γάτσον, προς το δυτικόν, και τους ειδοποιούσαν εκεί, το φθάσιμον μου, με όλα τα αναγκαία.
Οι Καπιταναίοι ζηλωταί - έτοιμοι εις το πρώτον, ο λαός αγανακτισμένος από τα βαθέματα των Τούρκων και προδιατεθειμένοι όλοι, άρχισαν να ανάπτουν τα αίματά των, και ήταν ανυπόμονοι όλοι να κτυπήσουν - να ιδούν την ανάστασίν των.
Απαντών ευχαρίστως ο αείμνηστος Καρατάσος προς τον Διαμαντήν, γράφει και εις εμένα ιδιαιτέρως ζητών την παρουσία μας με τα πλοία εις Θεσσαλονίκης να την πυροβολήσωμεν, ώστε να φέρωμεν αντιπερισπασμόν,
Φορτωμένα τα πλοία από διάφορα πολεμοφόδια, και αδύνατα να πλησιάσουν εις φρούριον να πυροβολήσουν, καθείς ημπορούσε να συμπεράνη ότι αυτό το κίνημα, αν δεν ήτον ανόητοι, ήτον μόνον τούτον κινδυνώδες.
Πριν εγώ έβγαλε εζήτησα από τους πλοιάρχους την χάριν αυτήν, οίτινες και συγκατάνευσαν.
Εσηκώθημεν εις τα πανιά, και με έναν σιγανόν μαΐστρον αέρας προχωρούσαμεν προς τον κόλπον.
Εις τον λιμένα της Επανομής, εμποδιζόμενα από ενάντιον Βορέαν ήσαν τέσσερα ευρωπαϊκά εμπορικά πλοία, τα οποία διευθύνοντο και αυτά εις Θεσσαλονίκην. Διευρυνόμενα και τα εξ μαζί, εφαίνοντο μακρόθεν ως ένας στολίσκος, όστις ευρέθη προ ημερών εις Θεσσαλονίκην, ότι δηλαδή υπάρχει ακόμη έξω από τον λιμένα.
Πλησιάσαντες τα δύο ιδικά μας έως εις μίαν ήμισυν βολήν διεύθυναν την πρώρην προς την Καλαμαριά δεξιά.
Τα ευρωπαϊκά άραξαν με τας σημαίας των, και απ’ αυτά εβγήκεν η υποψία των Τούρκων. Έως να δώσουν εκείνα την αναφορά των εις το λιμεναρχείον, οι εδικοί μας ε γύρισαν την πρώρην προς το Μπες-Τσινάρ. Αριστερόν μέρος του λιμένος και διευθυνόμενοι ούτως έως εις μίαν βολήν άντικρυ του σκαλώματος, εσήκωσαν ευθύς τας Ελληνικάς σημαίας και άρχισαν να πυροβολούν.
Εγώ με το τηλεσκόπιον εκοίταζα τι εγίνετο. Είδα φεύγοντας όλους με βίαν από την ακρογιαλιάν προς το φρούριον, και κανέναν εις τους πύργους Τούρκοι εις τους προμαχώνας να κτυπήσουν.
Με την ιδίαν διεύθυνσιν απεράσαμεν και τον προμαχώνα του Βαρδαρίου λεγόμενον, και έως εις το Μπες-Τζινάρι οι Τούρκοι δεν μας αντήκρουσαν και απορούσαμεν την αιτίας δια την ακινησίαν αυτήν των Τούρκων. Στρέψαντες την πρώρην προς τον προορισμένον λιμένα μας, με τον ίδιον αέρας εφθάσαμεν το εσπέρας εις Ελευθεροχώρι.
Την ιδίαν στιγμή εβγήκα έξω και τράβηξα κατ’ ευθείαν εις το μοναστήρι Μακρυράχης, όπου ήτον τοποθετημένος ο Καπετάν Διαμαντής Νικολάου.
Εβγήκαν εις προϋπάντησιν μου και αυτός όλοι. Εν ασπάσθηκε ν με όλους και καθήσαντες εδιηγήθην εν περιλήψει όσα υπόφερα και έως πού άφησα την υπόθεσίν μας».
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 23.03.2025
Oι κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν στο Τμήμα Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Νίκαιας – Αγ. Ιωαν. Ρέντη το οποίο επιλήφθηκε προανακριτικά
Πέσιμο από σκάλες δείχνουν τα πρώτα ευρήματα-Συνεχίζονται οι έρευνες από την ΕΛΑΣ
Τη διαμνημόνευση και το μετάλλιο παρέλαβαν ο γιος και η κόρη του Έφεδρου Ανθυπολοχαγού του Ιερού Λόχου κατά την περίοδο 1941-1945
Οι δημοσιεύσεις δεν φορτώνουν και οι ανανεώσεις ξεκίνησαν να καθυστερούν λίγο μετά τις 21:00