
Προς στιγμήν αναρωτήθηκα με ποιο θέμα θα ξεκινούσα να ξετυλίγω το κουβάρι της συζήτησης με τους σπουδαστές Δημοσιογραφίας, αμέσως μετά την παρουσίαση του φετινού θεσμού «Ανοιχτής Θεατρικής Σκηνής της πόλης 2025» που διοργανώνει ο δήμος Θεσσαλονίκης, ειδικότερα αφού τα μέλη των 18 σχημάτων που συμμετέχουν φέτος στην προσπάθεια στάθηκαν μπροστά στο κοινό και τους δημοσιογράφους που παρακολουθούσαν την συνέντευξη Τύπου και μίλησαν για τη δουλειά τους.
Τα ζητήματα που είχα να κουβεντιάσω με τους σπουδαστές του ΙΕΚ ήταν αρχικά η δημιουργία του ρεπορτάζ για να ενημερώσουν τον κόσμο, το Μέσο για το οποίο προορίζονταν και άρα πώς θα το διαφοροποιούσαν, τι έπρεπε να κρατήσουν και τι όχι, και φυσικά οτιδήποτε θα μπορούσε να τους δώσει πληροφορίες για το πολιτιστικό θέμα που έχει να κάνει με τα συγκεκριμένα θεατρικά σχήματα αλλά και τους μικρούς θιάσους της πόλης μας, τα ζητήματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι όπως οι θεατρικές σκηνές που μπορούν να τους υποδεχθούν, τα υψηλά κόστη που πρέπει να καταβάλουν για να παρουσιάσουν τη δουλειά τους, η έλλειψη στέγης, οι όροι εργασίας, οι προοπτικές τους.
Οι τοποθετήσεις των συντελεστών των θεατρικών σχημάτων άνοιξαν επίσης μπροστά μας ορίζοντες συζήτησης και προσέγγισης έργων και θεμάτων διαχρονικών, που απασχόλησαν την κοινωνία ανά τους αιώνες αλλά και σήμερα, όπως είναι η μοναξιά, η απώλεια, η αγάπη, ο έρωτας, η διαφορετικότητα, η κακοποίηση ακόμη και ο χωροχρόνος… Δεκαοκτώ θίασοι -όχι όλοι νέοι- δεκαοκτώ θεατρικές ομάδες, ετοιμάζονται να μας ταξιδέψουν με τον τρόπο τους στα βάθη της ψυχής μας και να μας πιάσουν από το χέρι να «περάσουμε απέναντι» τις σκέψεις μας από τις 22 Μαρτίου έως και τις 22 Μαΐου, στο Θέατρο «Άνετον», στην αποθήκη Δ’ στο Λιμάνι, στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο και στο ισόγειο του κτιρίου του Κέντρου Μουσικής Θεσσαλονίκης.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται φέτος, με τον δήμαρχο Στέλιο Αγγελούδη να ευχαριστεί τους συντελεστές για την συμμετοχή τους και να επισημαίνει την βαρύτητα που έχουν για την πόλη μας, και τον αντιδήμαρχο Πολιτισμού, Τουρισμού Βασίλη Γάκη να επικοινωνεί τα θέματα που απασχολούν τους μικρούς θιάσους της πόλης, με κυρίαρχο την στέγη και να αναφέρεται στην προσπάθεια βελτίωσης των υποδομών.
Στη διάρκεια των παρουσιάσεων και καθώς εναλλάσσονταν οι θεματολογίες σκεφτόμουν τον εαυτό μου κάποια χρόνια πίσω όταν ασχολούμουν με το ερασιτεχνικό θέατρο σπουδάζοντας αρχικά στο Εργαστήρι Δραματικής Τέχνης Παράθλαση με τους εξαιρετικούς Μόνα Κιτσοπούλου και τον Γιώργο Γκασνάκη που μεγάλωσαν γενιές ηθοποιών, στην συνέχεια στην ΧΑΝΘ με τον αείμνηστο θεατράνθρωπο, ιδρυτή του θεάτρου Αναζήτηση Αχιλλέα Ψαλτόπουλο, στο θεατρικό Εικαστικό Καλλιτεχνικό Κέντρο Πούπουλο που έχει στο τιμόνι την ακούραστη, πάντα δημιουργική Ρίτα Πουταχίδου και μέχρι πρότινος στην θεατρική ομάδα Γιάφκα με σκηνοθέτη την Μάρω Βλάχου. Μαζί ανεβάσαμε έργα, που με τη διεισδυτική σκηνοθετική της ματιά ξεχώρισαν, μέχρι που φτάσαμε με τον Παπαδιαμάντη στην Μονή Λαζαριστών.
Θα σταθώ όμως σε μέρος από τις θεματολογικές ενότητες που ακούσαμε γιατί θέλω να επισημάνω για άλλη μία φορά ότι είναι σημαντικό να σταθούμε κοντά στους ανθρώπους που έχουν την ανάγκη μας είτε λόγω διαφορετικότητας, είτε λόγω της κακοποιητικής συμπεριφοράς που δέχονται και όσο περνά από το χέρι μας να τους ενδυναμώσουμε. Γιατί η κοινωνία πρέπει να πάει μπροστά με συμπόρευση. Και η ισότητα, άλλο ένα θέμα που παραμένει ανοιχτό. Πήρα την αφορμή από το άκουσμα της «Δεσποινίς Τζούλια» του Στρίντμπεργκ.
Ο αγώνας της γυναίκας για ισότητα
Ένα θεατρικό έργο του 1888 που αναδεικνύει το σύγχρονο γυναικείο -και όχι μόνο- ζήτημα. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου παρακολουθούμε τον αγώνα της γυναίκας για ισότητα αλλά και την πάλη των τάξεων, το αίσθημα της επιβίωσης, της υπεροχής, της επικράτησης του ισχυρότερου της σύγκρουσης με άνισους όρους… Τοποθετείται στην παραμονή του θερινού ηλιοστασίου στην υπόγεια κουζίνα του κτήματος ενός κόμη. Η κόρη του Τζούλια ο υπηρέτης Ζαν και η μαγείρισσα Κριστίν, γίνονται κουβάρι μέσα από πάθη και αλληλεξαρτήσεις που οδηγούν στην καταστροφή. Η Τζούλια και ο Ζαν, γίνονται εραστές γι’ αυτή τη νύχτα κρυμμένοι πίσω από τα κοινωνικά προσωπεία τους, τα στερεότυπα και τα βασικά τους ένστικτα μέχρι που αλληλοεξοντώνονται και παραδίδονται στο κοινό άοπλοι και ταπεινωμένοι. Η πάλη των φύλλων ναυαγεί.
Στο θέατρο Παράθλαση είχα ανέβει σε ένα πάγκο -της κουζίνας- για τον μονόλογο όπου η Τζούλια εξομολογείται για τη μητέρα της ότι δεν ήταν αριστοκράτισσα και τον τρόπο που την μεγάλωσε. Η Δεσποινίς Τζούλια είχε μία μητέρα ανυπότακτη, μία γυναίκα αμφιθυμική απέναντι στη γυναικεία της φύση που είναι διαφορετική από την ανδρική. «Ακούστε, η μητέρα μου δεν ήταν αριστοκράτισσα. Η οικογένειά της ήταν ταπεινής καταγωγής. Ανατράφηκε με όλες εκείνες τις ιδέες της εποχής της για ισότητα και ελευθερία της γυναίκας και τα παρόμοια. Έτσι είχε μία ακλόνητη αποστροφή για τον γάμο. Όταν την ζήτησε ο πατέρας μου, του αρνήθηκε κατηγορηματικά λέγοντας πως ποτέ δεν θα γινόταν γυναίκα του αλλά στο τέλος υπέκυψε. Και από όσο ξέρω ήρθα στον κόσμο εγώ χωρίς τη θέληση της μητέρας μου. Η επιθυμία της ήταν να με αναθρέψει σαν παιδί της φύσης όπως έλεγε και με ανάγκαζε να μαθαίνω όλα όσα μαθαίνουν τα αγόρια για να σταθώ λέει παράδειγμα πως σε τίποτε δεν μπορεί να διαφέρει μία γυναίκα από έναν άνδρα...».
Το κορίτσι στο έργο του Στρίντμπεργκ παλεύει από την πρώτη στιγμή που γεννιέται. Διαμορφώνει την σεξουαλικότητά μέσα από την μητέρα του ενοχοποιημένα για να περάσει στο άλλο φύλλο. Η μητέρα στο έργο στρέφει την κόρη της ενάντια στην ανδρική φύση και ενώ η Τζούλια το θέλει να αγαπηθεί από τον πατέρα της, αισθάνεται να προδίδει την ίδια της τη μάνα, και άρα την αποστολή της.
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 23.03.2025