
Πριν 15 χρόνια, στις 23 Απριλίου του 2010, η χώρα έμπαινε στην περιπέτεια των μνημονίων. Σήμερα, θα πίστευε κανείς ότι πολιτικό προσωπικό και κοινωνία έχουμε πάρει το μάθημά μας. Ότι θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μη ξαναφτάσουμε εκεί. Μάλλον ματαίως…
Πού οφείλεται η πεσιμιστική διάθεση του υπογράφοντος; Πόσο δικαιολογημένη μπορεί να είναι όταν η κυβέρνηση κομπορρημονεί για την επίτευξη «θηριώδους πρωτογενούς πλεονάσματος» τη χρονιά που μας πέρασε; Για ποιο λόγο να είμαστε ανασκουμπωμένοι όταν οι διεθνείς οίκοι αναβαθμίζουν -έστω με αστερίσκους- την ελληνική οικονομία; Για πολλούς λόγους. Όχι τόσο διότι οι «διεθνείς οίκοι» δεν είχαν πάρει πρέφα το 2009 ότι η ελληνική οικονομία ετοιμαζόταν με φόρα να χτυπήσει τα βράχια. Ούτε διότι όλοι πλέαμε σε πελάγη ευτυχίας λίγο πριν καταβυθιστούμε στη σκληρή πραγματικότητα. Κυρίως διότι πολιτικό σύστημα και κοινωνία στερούνται στοχοπροσήλωσης.
Την εβδομάδα που μας πέρασε, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι μετά την υπερεπίτευξη των στόχων του 2024 αναμένεται ακόμα καλύτερη δημοσιονομική πορεία για το τρέχον έτος. Συνεπώς, από τον επόμενο Νοέμβριο αποφάσισε να δείξει τη γαλαντομία της, μοιράζοντας ως «κοινωνικό μέρισμα» το ποσό των 1,1 δισ. ευρώ που αντιστοιχούν σε ένα ενοίκιο της τάξης των 800 ευρώ σε όσους χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους στερούνται πρώτης κατοικίας και τη μισθώνουν. Την ίδια ώρα θα μοιράσει και ένα επίδομα 250 ευρώ πάλι στους χαμηλοσυνταξιούχους, ως δήθεν κοινωνική ενίσχυση. Και εκεί που θα περίμενες κόμματα και κοινωνία να τους πάρουν με τις λεμονόκουπες γιατί οι εξαγγελίες στερούνται εύλογου στόχου και δεν αποτελούν μέρος ενός συνεκτικού σχεδίου είδαμε τους πολίτες να επιχαίρουν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης να πλειοδοτούν σε παροχές. «Ψίχουλα» τα χαρακτήρισαν. «Έπρεπε να είναι περισσότερα», ψέλλισαν.
Ωστόσο, οι εξαγγελίες αποτελούν τρανή απόδειξη ότι δεν λάβαμε το μάθημά μας. Εξακολουθούμε να πετάμε τα χρήματα που μαζεύονται από το υστέρημα του ελληνικού λαού δίχως σχέδιο και δίχως προοπτική. Το στεγαστικό επίδομα των 800 ευρώ ούτε το πρόβλημα της στέγασης θα επιλύσει ούτε τη φοροδιαφυγή θα πατάξει. Το ποσό αυτό θα δικαιολογήσει περαιτέρω αυξήσεις των ενοικίων (στην ουσία θα επιδοτηθεί από το κράτος ο ιδιοκτήτης και όχι ο μισθωτής) γιατί αυξάνει το διαθέσιμο εισόδημα για στέγαση. Τροφοδοτεί τη ζήτηση και όχι την προσφορά. Την ίδια ώρα δεν κινητροδοτεί τον πολίτη για να «αποκαλύψει» φορολογητέα ύλη. Τούτο θα μπορούσε να γίνει και δίχως επιδόματα. Αρκεί το ποσό του ενοικίου να εξέπιπτε από το φορολογητέο εισόδημα των ιδιωτών ή να επαναφέρονταν το τεκμαρτό μίσθωμα (3% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου), όπως στο παρελθόν.
Να μη μοιράζαμε μέρος αυτού του πλεονάσματος; Προφανώς να το μοιράζαμε. Εάν, πράγματι, είχαμε ορθή ιεράρχηση των στόχων, αντίληψη των προβλημάτων και εννοούσαμε όσα κατά καιρούς λέμε, το ποσό αυτό θα έπρεπε να διανέμεται ετησίως για την επιδότηση γέννησης δεύτερου ή και τρίτου παιδιού. Επιδοτούμε την αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων, αλλά ουδέν πράττουμε για την αντιμετώπιση του προβλήματος της υπογεννητικότητας όταν δηλώνουμε ότι στο μέλλον δεν θα υπάρχουν Έλληνες σε τούτη τη χώρα. Και όταν συνομολογούμε ότι εξαιτίας της υπογεννητικότητας, οι σημερινοί σαραντάρηδες δε θα πάρουν ποτέ σύνταξη και οι σημερινοί συνταξιούχοι δεν θα δουν ποτέ αξιοπρεπείς συντάξεις. Ένα δισεκατομμύριο ευρώ σημαίνει, στην πράξη, επίδομα 20.000 ευρώ για κάθε νέο παιδί. Εάν γεννιούνταν -και λόγω του επιδόματος- 50.000 νέα παιδιά τον χρόνο, η εικόνα της χώρας στο μέλλον θα ήταν διαφορετική.
Ωστόσο, προτιμάμε να πετάμε τα χρήματα από το ελικόπτερο. Επιδόματα χωρίς κανένα κοινωνικό πολλαπλασιαστή. Χωρίς καμία προστιθέμενη αξία. 15 χρόνια μετά παραμένουμε ανεπίδεκτοι μαθήσεως…
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 27.04.2025