- Newsroom
«Δεν υφίσταται καμία συμφωνία για τυπική ή άτυπη αναστολή του διαλόγου με την Τουρκία», υπογραμμίζει ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» και σημειώνει πως ανεξαρτήτως του ότι δεν έχει ακόμη βρεθεί κοινός τόπος για να εκκινήσει η συζήτηση για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, αποτελεί στρατηγική επιλογή η συνέχιση του διαλόγου, όπως καθορίστηκε στη Διακήρυξη των Αθηνών της 7ης Δεκεμβρίου 2023.
Όπως αναφέρει μάλιστα, το επόμενο διάστημα θα υπάρξει συνάντηση που θα αφορά τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης στις 28 Απριλίου στη Θεσσαλονίκη και ελληνική επιχειρηματική αποστολή στην Κωνσταντινούπολη στις 8-9 Μαΐου στο πλαίσιο της Θετικής Ατζέντας.
«Ο δομημένος ελληνοτουρκικός διάλογος έχει παραγάγει απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα», επισημαίνει χαρακτηριστικά και αναφέρει την επανεκκίνηση της συζήτησης για το Κυπριακό υπό την αιγίδα του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, το ότι πλέον δεν υπάρχουν οι μαζικές παραβιάσεις εθνικού εναερίου χώρου του παρελθόντος, τον έλεγχο κυκλωμάτων διακινητών στο Αιγαίο, την αύξηση του διμερούς εμπορίου, τη διεύρυνση της τουριστικής κίνησης με την καθιέρωση της γρήγορης θεώρησης εισόδου σε Τούρκους πολίτες και τις οικογένειές τους, η οποία φέτος καταλαμβάνει επιπλέον δύο νησιά, την Πάτμο και τη Σαμοθράκη.
Επιστέγασμα του διαλόγου, αναφέρει, είναι το περιοδικό Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, «το οποίο θα πραγματοποιηθεί στην Άγκυρα σε χρόνο που θα το επιτρέψουν οι υποχρεώσεις του πρωθυπουργού και του Τούρκου Προέδρου».
Ο ίδιος επισημαίνει πως κρατά τους διαύλους επικοινωνίας με τον Τούρκο ομόλογό του ανοικτούς, συζητώντας περιοδικά για τα διμερή, περιφερειακά και διεθνή ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος, ώστε να διατηρείται ένα ήπιο κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών και να προλαμβάνονται εντάσεις.
«Ας μην εθελοτυφλούμε», αναφέρει. «Το να διατηρείται ένα σχετικά ήρεμο κλίμα στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας για σχεδόν δύο χρόνια, χωρίς να αφιστάμεθα από τις βασικές μας θέσεις, δεν είναι ούτε αυτονόητο ούτε δεδομένο. Και, πάντως, σε συνθήκες διεθνούς αβεβαιότητας και ασσυμετρίας είναι εξαιρετικά σημαντικό».
Αναφερόμενος στον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό, σημειώνει πως η Ελλάδα θέτει, για πρώτη φορά, τους κανόνες για την οργάνωση και κατανομή των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στον θαλάσσιο χώρο και, παράλληλα, αποτυπώνει σε χάρτη τα απώτατα δυνητικά όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.
«Αν και ο χάρτης δεν συνιστά περαιτέρω οριοθέτηση των θαλασσίων αυτών ζωνών, που βάσει διεθνούς δικαίου αποτελεί αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ κρατών με παρακείμενες ή αντικείμενες ακτές, ακολουθεί τις αρχές του διεθνούς συμβατικού και εθιμικού δικαίου της θάλασσας και προβλέπει πλήρη επήρεια στα νησιά».
Όπως τονίζει, οι θέσεις της Τουρκίας για τα ζητήματα αυτά είναι γνωστές και είχαν διατυπωθεί επανειλημμένα στο παρελθόν. «Έχουμε εμπιστοσύνη στη νομική θέση που διατυπώνουμε, άλλωστε δεσμευόμαστε από τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας που έχουμε υπογράψει και κυρώσει, και για τον λόγο αυτό είναι πάγια εθνική θέση η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για τη συγκεκριμένη και μόνο διαφορά».
Σημειώνει δε πως ήταν γνωστό ότι η Ελλάδα όφειλε να αποστείλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την αρχή εθνικού χωροταξικού σχεδιασμού και «ο σχεδιασμός αυτός δεν συνδέεται με την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου ούτε λειτουργικά ούτε χρονικά».
«Λειτουργικά, το οποιοδήποτε μεμονωμένο έργο δεν μπορεί να ισοζυγίζεται με ένα καθολικό σχεδιασμό, ο οποίος είναι μείζονος σημασίας και, επιπλέον, συνιστά υποχρέωση που πηγάζει από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης», αναφέρει. «Εξάλλου, το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης δεν προϋποθέτει την ύπαρξη θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, πολλώ μάλλον διότι η έρευνα και η πόντιση επιφανειακών καλωδίων σε ανοικτή θάλασσα προστατεύεται απολύτως από το διεθνές δίκαιο».
Και προσθέτει πως και «χρονικά, δεν υφίσταται καμία σύμπτωση», καθώς ο «Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός είναι προϊόν πολύμηνης και σύνθετης τεχνικής εργασίας, που ανακοινώθηκε την ίδια ημέρα με την ολοκλήρωση της διοικητικής επεξεργασίας του σχεδίου Προεδρικού Διατάγματος ανακήρυξης ΑΟΖ στο Ιόνιο από το Συμβούλιο της Επικρατείας, δεδομένου ότι θα έπρεπε να περιλάβει τις δύο διακρατικές συμφωνίες καθορισμού ΑΟΖ και την επέκταση των χωρικών υδάτων έως το ακρωτήριο Ταίναρο».
Από την άλλη πλευρά, σημειώνει, το έργο ηλεκτρικής διασύνδεσης, «απαιτεί πολλαπλές συνέργειες με την ανάδοχο εταιρεία, τα συναρμόδια υπουργεία και φορείς και θα συνεχιστεί στον κατάλληλο χρόνο, προσβλέποντας στην ακώλυτη πρόοδο του έργου. Σε όσους συστηματικά αμφισβητούν, απαντάμε με πράξεις».
Τονίζει δε, πως ο ίδιος δεν είχε αναφερθεί σε συγκεκριμένη ημερομηνία επανεκκίνησης εργασιών ή έκδοσης Navtex για το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης, ούτε θα μπορούσε να είχε συμβεί αυτό διότι οι συγκεκριμένες ενέργειες δεν είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του υπουργείου Εξωτερικών.
«Ο καθένας μπορεί να καταλάβει την τεχνική συνθετότητα ακόμη και για την έκδοση τμηματικών navtex για ένα έργο που περιλαμβάνει θαλάσσια έρευνα, σε πρώτη φάση, τουλάχιστον 6 μηνών», αναφέρει ο υπουργός Εξωτερικών. «Αισθάνομαι ότι με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που διαμορφώνεται σχετικά με το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης, χάνεται η μεγάλη εικόνα της Ελλάδας που ψηλώνει καθημερινά. Μιας Ελλάδας με δυναμική διπλωματία, ανθεκτική οικονομία, ενεργειακή αυτονομία και ισχυρή άμυνα».
Τέλος, σημειώνει πως η σύγκλιση του 1ου Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας (ΑΣΣ) Ελλάδας-Αιγύπτου στις 7 Μαΐου 2025 στην Αθήνα, «είναι ιστορικό ορόσημο της πολιτικής βούλησης των δύο κρατών να θεσμοθετήσουν Στρατηγική Εταιρική Σχέση, να διευρύνουν και να εμβαθύνουν τη διμερή τους συνεργασία, με έμφαση στους τομείς της οικονομίας, ενέργειας, μετανάστευσης, παιδείας και πολιτισμού».
«Σε αυτή τη γεωπολιτικά εύθραυστη περιοχή, Ελλάδα και Αίγυπτος είναι πυλώνες σταθερότητας», υπογραμμίζει. «Οι απόψεις μας συγκλίνουν σε θέματα που αφορούν την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, τις οικουμενικές προκλήσεις των καιρών και την περιφερειακή αρχιτεκτονική ασφαλείας».
«Η σταθερότητα της Αιγύπτου είναι ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα. Αθήνα και Κάιρο αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία στην ελευθερία της ναυσιπλοΐας. Ας μην ξεχνάμε ότι η Αίγυπτος συνορεύει με δύο κράτη σε παρατεταμένη κρίση, τη Λιβύη και το Σουδάν».
«Ο ρόλος της είναι καθοριστικός για την ανάσχεση των μεταναστευτικών ροών προς τη χώρα μας», επισημαίνει και προσθέτει πως έχει συμφωνηθεί η καθιέρωση νόμιμης οδού μετανάστευσης για την μετάκληση εργατικού δυναμικού από την Αίγυπτο και προωθούμε το εμβληματικό έργο ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Αιγύπτου (GREGY Interconnector), το οποίο θα μεταφέρει καθαρή ηλεκτρική ενέργεια από την Αίγυπτο στην Ευρώπη, μέσω Ελλάδας, συμβάλλοντας στην ενεργειακή ασφάλεια της ηπείρου και καθιστώντας τη χώρας μας έτι περαιτέρω ενεργειακό κόμβο στην ευρύτερη περιοχή. «Είναι προπάντων μια συμφωνία-υπόδειγμα αρμονικής συνύπαρξης γειτονικών λαών και διπλωματικής σύμπλευσης, με τεράστια πρόσθετη αξία για τη χώρα μας», καταλήγει.