Θεσσαλονίκη: Εξαρθρώθηκε σπείρα που καλλιεργούσε και διακινούσε κάνναβη σε Θεσσαλονίκη και Χαλκιδική
Βρέθηκαν οργανωμένες φυτείες και εργαστήρια υδροπονικής καλλιέργειας κάνναβης
O Μιχάλης Μιχαήλοβιτς, αδελφός του ιστορικού φύλακα των συμμαχικών νεκροταφείων, αφηγείται τη δική του ιστορία από το μέρος που μεγάλωσε
Φωτογραφίες: Άκης Ταχματζίδης
Ο κυρ Μιχάλης είχε χρόνια να πάει στο Ζέιτενλικ, το νεκροταφείο των συμμαχικών δυνάμεων από το Μακεδονικό μέτωπο. Μένει πολύ κοντά αλλά δεν τον βαστούν τα πόδια του πια. Έχει φτάσει 89 ετών. «Αν είχα καλά πόδια ήμουν νέος» λέει με στόμφο στην φωνή του, όποιος τον ξέρει, καταλαβαίνει. Και είναι πολύ αγαπητός στη Νεάπολη όπου ζει. Όλοι τον χαιρετάνε, όλοι του χαμογελούν.
Ένα πρωινό με ήλιο αλλά και κρύο δέχτηκε να μας ξεναγήσει στα νεκροταφεία, εκεί που μεγάλωσε, για να μας πει τις ιστορίες του. Κι είχε πολλά να πει. Βλέπετε είναι ένας Μιχαήλοβιτς, αδελφός του Γιώργου, του ιστορικού φύλακα του σέρβικου τομέα των νεκροταφείων. Ο κυρ Μιχάλης έζησε εκεί μέσα 24 χρόνια, από τότε που γεννήθηκε, το 1936. Η οικογένειά του φυλούσε τον σέρβικο τομέα για πάνω από 100 χρόνια. Συγκεκριμένα, από το 1922 όταν ήρθε ο μαυροβουνιώτης παππούς του, ο Σάββας, από την Σμύρνη και έγινε φύλακας, μέχρι το 2023 που ο αδελφός του πέθανε. Είχε αναλάβει μετά τον πατέρα του ο οποίος είχε αναλάβει μετά τον δικό του.
Είχαμε δώσει ραντεβού αργά το πρωί. Ο κυρ Μιχάλης ήταν έτοιμος, στην ώρα του, όπως πάντα. Είχε βάλει τα καλά του, ένα μαύρο παλτό, μπερέ, ένα κατακόκκινο κασκόλ και κρατούσε ένα ξύλινο μπαστούνι. Σα να είχε έρθει από μια άλλη εποχή, σα να πήγαινε μια πολύ επίσημη επίσκεψη. Είχε στο χέρι του μια σακούλα με ένα ηλεκτρονικό κεράκι για τον αδελφό του. Ήθελε ο ίδιος να την κουβαλάει σε όλη τη διαδρομή.
Στην είσοδο των νεκροταφείων ο κυρ Μιχάλης κοντοστέκεται για λίγα δευτερόλεπτα. Παρατηρεί την μεγάλη σιδερένια πόρτα. Είναι ίδια όπως πάντα, το ίδιο βαριά, το ίδιο παλιά. Πόσες εικόνες να πέρασαν από το μυαλό του; Από το βλέμμα του φάνηκε πως ήταν πολλές. «Τι σκέφτεστε» ρωτάω. «Τίποτα, τίποτα, πάμε» απαντά.
Στην είσοδο του νεκροταφείου πρώτα βρίσκεται ο σέρβικος τομέας. Υπάρχει ένας μεγάλος κενός χώρος και ευθεία το μαυσωλείο. «Εδώ ήταν το γήπεδό μας» λέει χαμογελώντας. «Χαμός γινόταν, ερχόταν όλη η γειτονιά και παίζαμε μπάλα και κρυφτό». Κοιτάει τους κήπους. «Όλα πράσινα ήταν αυτά, είχαμε πολλά ζαρζαβατικά. Με τον Γιώργο τα τσαπίζαμε. Τα δέντρα αυτά που βλέπεις ήταν μια σταλιά»
Αριστερά το σπίτι του φύλακα, εκεί που μεγάλωσε δηλαδή, μπροστά έχει μια ταμπέλα που γράφει cuvar που όπως μας εξηγεί, σημαίνει φύλακας στα σέρβικα.
Ο ίδιος δεν μιλάει τη γλώσσα ξέρει όμως τα βασικά. Βλέπει τα παράθυρα του σπιτιού. «Ξέρεις πόσες φορές τα έχω ασπρίσει εγώ αυτά;». Ρητορική η ερώτηση.
Λίγο πιο μπροστά είναι το άγαλμα του αδερφού του. Εκεί σταματά.
«Αχ ρε Γιώργο» λέει. «Ίδιο το κάνανε το καρντάσι μου, ίδιο» σχολιάζοντας το άγαλμα. «Ακόμα και την μύτη πέτυχαν». Καρντάσι του τον αποκαλεί ακόμα τον αδελφό του. «Στελλόπουλο τον έλεγαν στο επίθετο. Ήταν γιος της μάνας μου από Έλληνα πατέρα. Τον έκανε παιδί του ο πατέρας μου και πήρε το επίθετό μας και έγινε φύλακας» συνεχίζει.
«Εσείς πως και δεν γίνατε φύλακας κυρ Μιχάλη;»
«Δεν ήθελα. Αφού δεν είχε λεφτά, τι να κάτσω να κάνω; Ήμουν στην σερβική ζώνη στο λιμάνι εγώ» απαντά.
Βλέπει ύστερα τους σταυρούς στους τάφους. «Εμείς τα είχαμε συνέχεια γυαλισμένα. Κουβά, νερό και ελαφρόπετρα που είχαμε ρίξει εγώ κι ο αδελφός μου… τώρα έχουν μηχανήματα που καθαρίζουν, εμείς πού να τα βρούμε τότε αυτά».
Περπατάμε λίγο ακόμα και καθόμαστε σε ένα από τα παγκάκια μπροστά από το μαυσωλείο. «Τότε δεν υπήρχαν παγκάκια, μετά τα βάλανε» σχολιάζει και βγάζει ένα πακέτο με τσιγάρα Ρόθμαν.
Ανάβει ένα τσιγάρο και κοιτάει μπροστά του το επιβλητικό κτίριο. «Ο νονός μου το έκανε αυτό. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος λεγόταν. Ήταν πολιτικός μηχανικός και το έχτισε το ‘36 όταν γεννήθηκα. Αν δεν ήταν ο πατέρας μου να το κρατήσει… θα το είχαν διαλύσει οι Γερμανοί, τίποτα δεν θα είχε μείνει. Θέλαν τους μπρούτζους που ‘χει μέσα» εξηγεί και συνεχίζει να το κοιτάει. «2.000 νεκρούς έχει εκτός του μαυσωλείου και άλλους 6.000 μέσα» σημειώνει.
Αφού καπνίζει το τσιγάρο του και ξεκουράζεται λιγάκι, ξεκινάμε για το μαυσωλείο.
Μας δείχνει ένα παράθυρο πριν την είσοδο. «Εδώ υπάρχει ένας Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς, έχουμε το ίδιο όνομα» λέει. «Συγγενείς σας;» «Ε όλοι κάπως συγγενείς θα ‘μασταν, αλλά δεν τον ήξερα όχι. Αυτός πρέπει να ήτανε από το Μαυροβούνιο». Πάω να ανέβω τις σκάλες να μπω. «Προχώρα ευθεία» μου λέει. «Μα…» κάνω να απαντήσω. «Προχώρα σου λέω από αλλού είναι η είσοδος». Φυσικά είχε δίκιο.
Μπαίνοντας έχει σκάλες. Εκείνος κάθεται και κοιτάει. «Πω, πω, πώς τα άλλαξαν όλα εδώ μέσα». Κοιτάει όλες τις μικρές λεπτομέρειες, τις γωνίες, το βάψιμο των τοίχων, αν έχει υγρασία, αν είναι προσεγμένο. «Το σιάξανε, εντάξει» σχολιάζει. Δείχνει ικανοποιημένος με την εικόνα του μαυσωλείου. «Ξέρεις πως πλημμύριζε εδώ μέσα; Βγάζαμε νερό με τους κουβάδες» θυμάται. Κατεβαίνουμε σιγά σιγά τις σκάλες. Δίπλα έχει πολλά ενθύμια και φωτογραφίες του αδελφού του. Σχεδόν σε όλες σταματά και τον κοιτά. Κρατάει ακόμα τη σακούλα με τα κεράκια και λέει ένα «αχ Γιώργο» κάθε φορά που τον αντικρίζει.
Το μαυσωλείο μοιάζει με λαβύρινθο και στους τοίχους έχει χιλιάδες πλάκες με ονόματα και αριθμούς πάνω. «Παίζαμε κρυφτό εδώ μέσα» μας λέει και θυμάται με λεπτομέρεια σχεδόν κάθε σημείο. Μας δείχνει μια είσοδο για ένα τούνελ. «Εδώ κρυβόντουσαν οι Εβραίοι, το είχαν ως καταφύγιο. Κρυβόμασταν κι εμείς όταν παίζαμε κρυφτό» συνεχίζει. Παρατηρεί τις πλάκες. «Συρταρωτές είναι, βγάζεις την πλάκα με σκαρπινάκι και έχει συρτάρι μέσα. Στο συρτάρι είναι τα κόκκαλα» εξηγεί και μας πηγαίνει στο σημείο όπου προανήγγειλε πως υπάρχει ο συνονόματός του.
Βρήκε πολύ εύκολα τον διάδρομο ανάμεσα στους τόσους πανομοιότυπους διαδρόμους. Κοιτάει τον έναν τοίχο. «Κάπου εδώ είναι» λέει. Μιχαήλοβιτς βρίσκουμε πολλούς κανέναν όμως Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς. «Όλοι αυτοί είχαμε συγγένεια οπωσδήποτε» τονίζει και αρχίζουμε να ψάχνουμε τις πλάκες, μία - μία.Τρία άτομα για περίπου 100 - 200 πλάκες. Ψάχνουμε αρκετή ώρα αλλά τίποτα. «Κυρ Μιχάλη μήπως δεν είναι εδώ;»
«Εδώ είναι, ερχόμουν και το βλεπα όλη την ώρα». Βρίσκουμε πολλά ονόματα, όλα γραμμένα στα σέρβικα φυσικά, που μοιάζουν με το όνομά του, κανένα όμως δεν είναι αυτό.
«Αυτό;»
«Εδώ λέει Μάρκο δε βλέπεις;»
«Αυτό μήπως;»
«Εδώ λέει Μαλτιάκοβιτς. Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς σας είπα εγώ».
Δέκα λεπτά περίπου αργότερα, τον βρίσκει μόνος του.
«Μιχάηλο… νά τος, τον βρήκα. Το 348 είναι» και σκάει ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Κοίταξε την πλάκα λίγα δευτερόλεπτα.
«Τώρα και μ’ αυτόν μπορεί να χαμε όλοι συγγένεια, ποιος ξέρει;»
Βγαίνοντας από το μαυσωλείο ο κυρ Μιχάλης μας εξηγεί πως όλα όσα βρίσκονται εκεί μέσα προέρχονται από τη Σερβία, ακόμα και οι μπρούτζοι, ακόμα και οι πέτρες.
Ανεβαίνουμε ξανά τις σκάλες για την έξοδο.
«Δεν πρόκειται να τις ξανακατέβω αυτές τις σκάλες εγώ, τελείωσε πια είναι σίγουρο» μουρμουράει. Κοιτάει μια ακόμη φορά μέσα και προχωράει.
Λίγα μέτρα πιο κάτω είναι ο τάφος του αδελφού του, γεμάτος λουλούδια. Υπάρχουν πολλοί Σέρβοι που επισκέπτονται το νεκροταφείο για να τιμήσουν προγόνους τους και πολλοί αφήνουν και από ένα λουλουδάκι στον κυρ Γιώργο ο οποίος φύλαγε και πρόσεχε τον τομέα για περίπου 60 χρόνια.
«Έχει άλλα τρία κεριά εδώ κυρ Μιχάλη»
«Α ναι; Ε, τα δύο είναι δικά μου».
Έπειτα κοιτάει ψηλά, τα δέντρα. «Ξέρεις πόσα πουλιά είχε εδώ; Τα κυνηγούσα με ένα δεκαεξάρι με μπρούτζινη σφαίρα που την έφτιαχνα μόνος μου, ένα χτυπούσα έξι πέφτανε. Ήταν παγωμένα τα καημένα. Μέχρι και χήνα είχε πετύχει».
«Μα καλά που την βρήκατε την χήνα;»
«Μωρέ ξέρεις τι γινόταν εδώ; Όλα χωράφια και μπαξέδες ήταν γύρω γύρω, πολλή φύση. Όλα αυτά ήταν παρτέρια, τα ποτίζαμε κάθε μέρα. Καμία σχέση με τώρα. Μετά χτίστηκαν τα σπίτια»
Γυρνάει το κεφάλι του να κοιτάξει τον χώρο και χαμογελά. «Εδώ ήταν όλη η περιπέτεια» σημειώνει και θυμάται τους υπόλοιπους φύλακες από τους άλλους τομείς. Θυμάται τον Γάλλο, τον Άγγλο, τον Ρώσο, τον Ιταλό.
«Εδώ ερχόμουν έβρισκα το καρντάσι μου 5 η ώρα και πότιζα. Ευτυχώς και τώρα καθαρά τα έχουν» σημειώνει δείχνοντας τα παρτέρια δίπλαστους τάφους.
Μας μιλάει για τους παρτιζάνους που οι τάφοι τους ήταν εκεί. «Αυτοί οι τάφοι δεν έχουν σταυρό βλέπεις;» λέει και ύστερα μας δείχνει το μερος που χτυπήσαν τον πατέρα του οι Γερμανοί. «Αυτή η πόρτα εδώ ήταν, εκεί τον χτύπησαν απ΄έξω. Όταν ήρθαν να δουν τον χώρο για να κάνουν νεκροταφείο το ‘40. Τους χώρισε ο θείος μου που ήξερε 12 γλώσσες» εξηγεί και θυμάται πως εκείνη την εποχή στο νεκροταφείο είχαν έρθει οι στρατιώτες από την Αλβανία που κατασκηνωναν και έτρωγαν από τον πλούσιο μπαξέ τους. Θυμάται επίσης όταν οι Γερμανοί επίταξαν το γραφείο του πατέρα του. «Πρέπει να υπάρχει ακόμα το σημάδι από την μπουνιά που είχε ρίξει ο Γερμανός στο γραφείο. Παίζανε χαρτιά βλέπεις και είχε θυμώσει». Δυο φορές τον έστειλαν τον μπαμπά του στο κελί μελλοθανάτου λέει, και τις δύο φορές τον έσωσε ο θείος του.
Καθόμαστε ξανά σε παγκάκι και ανάβει άλλο ένα τσιγάρο. Θυμάται τον άλλον αδελφό του, τον Βασίλη που πέθανε 26 χρονών. «Έφυγε αυτός και μας άφησε εμάς, εμένα και τον Γιώργο να φάμε τη σαπίλα της ζωής. Περάσαμε δύσκολα» λέει χαρακτηριστικά και θυμάται τον κυρ Γιώργο να τον κουβαλάει με το καρότσι του τσιμέντου για να τον πάει στο νοσοκομείο όταν κάποτε είχε αρρωστήσει.
«Τα βράδια κάθομαι και σκέφτομαι όλα αυτά και αναρωτιέμαι, τελικά λέω να γεννιέσαι ή να μη γεννιέσαι;» διερωτάται και ξεφυσάει.
«Και τι απαντάτε σε αυτό;»
«Να μη γεννιέσαι» λέει με σιγουριά. «Γιατί αν γεννιέσαι ύστερα δύσκολα είναι».
Αναπολεί τα χρόνια που πέρασαν. «Εγώ απ τη ζωή μου ήμουν ευχαριστημένος, τίποτα δε στερήθηκα.
Όλα τα είχα αλλά μετά τα 40 μου. Ως τότε πάλι γλεντούσα γιατί ζαμανφουτίστας ήμουν δεν καταλάβαινα τίποτα αλλά ήταν δύσκολα. Ύστερα παντρεύτηκα κιόλας, τίποτα δεν τους έλειψε. Έκανα 40 δουλειές, έτρεχα παντού. Μου κάνανε 50 προξενιά για να παντρευτώ μα δεν ήταν τυχερό. Όταν μου φέρανε τη Θοδώρα όμως, από τα πόδια άρχισα να την βλέπω προς τα πάνω. Βγήκαμε, γνωριστήκαμε και αρραβωνιαστήκαμε».
«Ερωτευτήκατε;»
«Πες το κι αυτό» λέει και την αναπολεί.
«Τέτοιες γυναίκες δε βγαίνουν πια, καλός άνθρωπος. Με βοήθησε ο Θεός και την βρήκα».
«Μα τη διαλέξατε. Αφού σας έκαναν τόσα προξενιά και δε θέλατε καμία, μόνο σε αυτήν είπατε ναι» του λέω.
«Βρε ο Θεός την έστειλε σου λέω» επιμένει. «Τι δουλειά είχε τέτοια γυναίκα με μένα;». Ακόμα την σκέφτεται κάθε βράδυ παρόλο που έχουν περάσει χρόνια από τότε που έφυγε από τη ζωή.
«Ο Θεός με βοήθησε πολύ, έζησα καλή ζωή. Με βοήθησε αλλά δε περίμενα από αυτόν, τα χέρια μου πιάνανε, μου έδωσε μάτια, χέρια. πόδια για να μπορώ να κάνω αυτά που έπρεπε, κα τα έκανα όλα. Τι άλλο να κάνει κι αυτός».
Έβγαλε από την τσέπη του έναν παλιό φάκελο σε πολύ καλή κατάσταση γεμάτος πολύ παλιές φωτογραφίες τις οποίες πρόσεχε σαν φυλαχτό. Μας έδειξε την οικογένεια του, την γυναίκα του που τόσο αγαπούσε, τα αδέλφια του, το σπίτι τους, τα νεκροταφεία.
«Πού είστε όλοι ρε; πού είστε; με αφήσατε μόνο μου εδώ σαν το αγγούρι;» αναρωτιέται και ξεφυσάει. Ανάβει ακόμα ένα τσιγάρο.
«Περνάνε τα χρόνια. Μετά τα 50, δύο - δύο τα ανεβαίνεις» σημειώνει.
Μας είπε πολλές ιστορίες ο κυρ Μιχάλης. Δεν γινόταν να δημοσιευθούν φυσικά όλες. «Θα μας πιάσει η Γκεστάπο αν τα γράψεις όλα» λέει. Είχε πάει κιόλας μεσημέρι, το Ζέιτενλικ θα έκλεινε σε λίγο. Ξεκινάμε προς την έξοδο. Φτάνουμε στην πόρτα και κοιτάει για μια τελευταία φορά μέσα. «Πώς νιώθετε τώρα;» ξαναρωτάω. «Πώς να νιώθω; Το σπίτι μου είναι».
Βρέθηκαν οργανωμένες φυτείες και εργαστήρια υδροπονικής καλλιέργειας κάνναβης
Όπως λένε θα συνεχίσουν να παραμένουν στο μπλόκο μέχρι να ικανοποιηθούν τα αιτήματα τους
Σε συνέδριο που διοργανώνει το ΥΠΠΟ σε συνεργασία με την ΕΦΑ Πόλης Θεσσαλονίκης
Η ανακοίνωση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης