- Newsroom
«Για να αχθεί η υπόθεση Τριαντόπουλου στο Δικαστικό Συμβούλιο και στον αρεοπαγίτη ανακριτή του Ειδικού Δικαστηρίου, πρέπει να υποβληθεί πόρισμα της επιτροπής και να αποφασίσει η Ολομέλεια της Βουλής την άσκηση δίωξης», τονίζει ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, πρώην αντιπρόεδρος της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και πρώην καθηγητής της Νομικής του ΑΠΘ, Ευάγγελος Βενιζέλος, σε συνέντευξή του αναφορικά με το αίτημα του πρώην υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, Χρήστου Τριαντόπουλου, να παρακαμφθεί η προανακριτική επιτροπή και να δικαστεί από δικαστές για την εμπλοκή του στο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών και ειδικότερα στη διαχείριση του τόπου του εγκλήματος τις αμέσως επόμενες ώρες και μέρες.
Όπως σημειώνει, μεταξύ άλλων, ο Ευ. Βενιζέλος στη συνέντευξή του στην εφημερίδα «Το Βήμα», «Αντιλαμβάνομαι τις πολιτικές σκοπιμότητες και ανάγκες αλλά σας δίνω μια απάντηση νομική, όπως θα την έδινα σε ένα απαιτητικό ακροατήριο μεταπτυχιακών φοιτητών. Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 86 του Συντάγματος, «Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από 30 τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών».
Ακολούθως, ο άλλοτε συνταγματολόγος του ΑΠΘ εξηγεί ότι οι κινήσεις του Χρ. Τριαντόπουλου και της κυβέρνησης Μητσοτάκη στο θέμα της προανακριτικής, αποτελούν προφανή καταστρατήγηση του Συντάγματος.
«Η κυβέρνηση προφανώς γνωρίζει ότι αν το Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου κρίνει ότι η ποινική δίωξη (δηλαδή η παραπομπή του κ. Τριαντοπούλου ενώπιόν του) είναι άκυρη, θα προκύψει μια κατάσταση μη διαχειρίσιμη πολιτικά από αυτή», απαντά ο ίδιος.
Κατά την άποψή του, «συνεπώς προσπαθεί να κάνει στην επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης και στην Ολομέλεια, τις ελάχιστες διαδικαστικές πράξεις που δίνουν την εντύπωση ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 86 παρ.3 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 3126/2003. Έτσι εξηγείται η θέση της κυβερνητικής πλειοψηφίας ότι της αρκεί η δικογραφία που διαβίβασε στη Βουλή η Εισαγγελία Λάρισας και με βάση την οποία ασκήθηκε δίωξη για την ίδια υπόθεση στα υπηρεσιακά πρόσωπα που είναι συμμέτοχοι του κ. Τριαντόπουλου. Με τον τρόπο αυτόν δεν θα εξεταστούν μάρτυρες και δεν θα αναζητηθούν έγγραφα και άλλα στοιχεία. Αλλά καλείται για παροχή εξηγήσεων ο κ. Τριαντόπουλος προκειμένου να τηρηθεί ο τύπος του άρθρου 244 ΚΠΔ. Όμως όλη αυτή η «απλουστευμένη» διαδικασία πρέπει να καταλήξει σε πόρισμα υπέρ της άσκησης δίωξης για συγκεκριμένες πράξεις και με βάση συγκεκριμένη ποινική διάταξη. Το πόρισμα αυτό πρέπει να συζητηθεί (φοβούμαι υπό συνθήκες ακραίας πολιτικής έντασης) στην Ολομέλεια και αυτή να ψηφίσει μυστικά την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του κ. Τριαντόπουλου με τουλάχιστον 151 ψήφους».
Υπό αυτό το πρίσμα «Πρόκειται για προφανή καταστρατήγηση του Συντάγματος, δηλαδή για περιγραφή του τύπου και για παραβίαση της ουσίας του στο πεδίο της ποινικής δικονομίας που είναι κατεξοχήν ευεπίφορο σε ακυρότητες που ελέγχονται δικαστικά σε εθνικό και διεθνές επίπεδο», προσθέτει ο Ευ. Βενιζέλος.
Επιχειρώντας να αποκρούσει το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι ο Χρ. Τριαντόπουλος προσπαθεί με τις κινήσεις του να επιταχύνει την απονομή δικαιοσύνης από τον «φυσικό» δικαστή, ο πρώην αντιπρόεδρος της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, υπογραμμίζει: «Ο αντίλογος που διατυπώνεται είναι ότι η καταστρατήγηση, δηλαδή η εκ του πλαγίου παραβίαση του Συντάγματος, γίνεται για «καλό σκοπό», για να επιταχυνθεί η παραπομπή στον «φυσικό» δικαστή, δηλαδή στον αρεοπαγίτη ανακριτή και το συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου και για να αποφευχθεί η άσκηση των δυνατοτήτων της αντιπολίτευσης στην επιτροπή διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης. Η προσέγγιση αυτή έχει αναμφίβολα επικοινωνιακά προσόντα, δεν είναι όμως νομικά ορθή. Ακούγεται ως εύλογη από όσους θέλουν οι υπουργοί να κρίνονται όπως και οι πολίτες απευθείας από τη Δικαιοσύνη και μάλιστα από τα κοινά ποινικά δικαστήρια και όχι το 13μελές Ειδικό Δικαστήριο, χωρίς καν προδικασία στη Βουλή».
Ωστόσο, συνεχίζει ο ίδιος, «με τη συγκεκριμένη όμως μεθόδευση θα ασκηθεί τυπική δίωξη μόνο για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος χωρίς κίνδυνο επέκτασης σε άλλα βαρύτερα αδικήματα και σε άλλα πολιτικά πρόσωπα και προσδοκία της κυβέρνησης είναι πλέον η απαλλαγή του κ. Τριαντόπουλου με βούλευμα. Και όλα αυτά για ένα παράπλευρο θέμα και όχι για τον θάνατο των 57 θυμάτων των Τεμπών. Άλλωστε αν η πλειοψηφία ήθελε να επιληφθεί αμέσως δικαστικό και όχι κοινοβουλευτικό όργανο, μπορούσε να συγκροτήσει το τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο εισαγγελέων που προβλέπεται στο άρθρο 5 παρ. 2 νόμου 3126/2003, το οποίο επιλαμβάνεται πριν η Ολομέλεια της Βουλής αποφασίσει τη συγκρότηση κοινοβουλευτικής επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης που εδώ συγκροτήθηκε, αλλά τώρα θεωρείται ενοχλητική».
Σε άλλο σημείο της συνέντευξής του, ο Ευ. Βενιζέλος εξηγεί για ποιον λόγο τυχόν νέα δίωξη κατά άλλου ή άλλων υπουργών για το δυστύχημα των Τεμπών, πρέπει να ασκηθεί μέχρι τη λήξη της εξελισσόμενης Β΄ συνόδου (σ.σ. έως τις αρχές Οκτωβρίου) της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου, για να μην επέλθει παραγραφή.
«Με την αναθεώρηση το 2001 διπλασιάστηκε ο χρόνος μέσα στον οποίο η Βουλή μπορεί να ασκήσει δίωξη κατά υπουργού και ορίστηκε ότι ο χρόνος αυτός είναι το τέλος της δεύτερης συνόδου της περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος. Αυτό επί δεκαετίες μπορούσε να γίνει μέχρι το τέλος της πρώτης συνόδου. Η αλλαγή θεωρήθηκε από όλα τα κόμματα σημαντική και για αυτό κατοχυρώθηκε συνταγματικά ενώ έως τότε το ζήτημα ρυθμιζόταν στον εκτελεστικό νόμο. Με την αναθεώρηση του 2019 και με ευρύτατη πλειοψηφία τροποποιήθηκε η παρ. 3 του άρθρου 86 του Συντάγματος και καταργήθηκε ο χρονικός περιορισμός για την άσκηση της σχετικής αρμοδιότητας της Βουλής», σημειώνει ο Ευ. Βενιζέλος.
Διευκρινίζει, δε, ότι ο εκτελεστικός νόμος «3126/2003 όλα αυτά τα χρόνια δεν τροποποιήθηκε και προβλέπει στην παρ. 2 του άρθρου 3 ότι: «Το αξιόποινο των πράξεων των Υπουργών, που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1, εξαλείφεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, εάν ως τότε η Βουλή δεν έχει αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του Υπουργού, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο νόμο αυτόν».
Ολόκληρη η συνέντευξη του Ευάγγελου Βενιζέλου στη Δήμητρα Κρουστάλλη για την εφημερίδα «Το Βήμα»
Δ. Κρουστάλλη: Ο Χρήστος Τριαντόπουλος ζήτησε να παρακαμφθεί το στάδιο της κοινοβουλευτικής επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης ώστε η υπόθεσή του να παραπεμφθεί το ταχύτερο ενώπιον του «φυσικού» ή μάλλον του νόμιμου δικαστή του. Η κυβέρνηση και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία αποδέχθηκαν πανηγυρικά την επιλογή αυτή που είχε προτείνει και ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης αλλά και οι οικογένειες των θυμάτων αντιδρούν έντονα θεωρώντας ότι πρόκειται για μεθόδευση που παραβιάζει το Σύνταγμα. Ποια είναι η θέση σας ως συντάκτη της σχετικής συνταγματικής διάταξης;
Ευ. Βενιζέλος: Αντιλαμβάνομαι τις πολιτικές σκοπιμότητες και ανάγκες αλλά σας δίνω μια απάντηση νομική, όπως θα την έδινα σε ένα απαιτητικό ακροατήριο μεταπτυχιακών φοιτητών. Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 86 του Συντάγματος, «Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από 30 τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.»
Δ. Κ.: Ενώ τώρα τι συνέβη;
Ευ. Β.: Στην προκειμένη περίπτωση υποβλήθηκε η πρόταση των 30 βουλευτών και αποφασίστηκε με συντριπτική πλειοψηφία η συγκρότηση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Συνεπώς, για να αχθεί η υπόθεση Τριαντόπουλου στο Δικαστικό Συμβούλιο και στον αρεοπαγίτη ανακριτή του Ειδικού Δικαστηρίου, πρέπει να υποβληθεί πόρισμα της επιτροπής και να αποφασίσει η Ολομέλεια της Βουλής την άσκηση δίωξης.
Μάλιστα ο εκτελεστικός νόμος 3126/2003 ορίζει στην παράγραφο 3 του άρθρου 6 ότι «Η Απόφαση για την άσκηση ποινικής δίωξης πρέπει να καθορίζει και να εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει και λειτουργεί ως άρση της ασυλίας, εάν ο Υπουργός έχει και τη βουλευτική ιδιότητα.». Αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, η άσκηση ποινικής δίωξης πάσχει από ακυρότητα και αυτή μπορεί να διαπιστωθεί από το Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου, τα πέντε μέλη του οποίου (τρία από τον Άρειο Πάγο και δύο από το Συμβούλιο της Επικρατείας) θα κληρωθούν.
Δ. Κ.: Θεωρείτε ότι η κυβέρνηση παραγνωρίζει αυτόν τον κίνδυνο;
Ευ. Β.: Η κυβέρνηση προφανώς γνωρίζει ότι αν το Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου κρίνει ότι η ποινική δίωξη (δηλαδή η παραπομπή του κ. Τριαντοπούλου ενώπιόν του) είναι άκυρη, θα προκύψει μια κατάσταση μη διαχειρίσιμη πολιτικά από αυτή.
Συνεπώς προσπαθεί να κάνει στην επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης και στην Ολομέλεια, τις ελάχιστες διαδικαστικές πράξεις που δίνουν την εντύπωση ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 86 παρ.3 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 3126/2003. Έτσι εξηγείται η θέση της κυβερνητικής πλειοψηφίας ότι της αρκεί η δικογραφία που διαβίβασε στη Βουλή η Εισαγγελία Λάρισας και με βάση την οποία ασκήθηκε δίωξη για την ίδια υπόθεση στα υπηρεσιακά πρόσωπα που είναι συμμέτοχοι του κ. Τριαντόπουλου. Με τον τρόπο αυτόν δεν θα εξεταστούν μάρτυρες και δεν θα αναζητηθούν έγγραφα και άλλα στοιχεία. Αλλά καλείται για παροχή εξηγήσεων ο κ. Τριαντόπουλος προκειμένου να τηρηθεί ο τύπος του άρθρου 244 ΚΠΔ. Όμως όλη αυτή η «απλουστευμένη» διαδικασία πρέπει να καταλήξει σε πόρισμα υπέρ της άσκησης δίωξης για συγκεκριμένες πράξεις και με βάση συγκεκριμένη ποινική διάταξη. Το πόρισμα αυτό πρέπει να συζητηθεί (φοβούμαι υπό συνθήκες ακραίας πολιτικής έντασης) στην Ολομέλεια και αυτή να ψηφίσει μυστικά την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του κ. Τριαντόπουλου με τουλάχιστον 151 ψήφους.
Πρόκειται για προφανή καταστρατήγηση του Συντάγματος, δηλαδή για περιγραφή του τύπου και για παραβίαση της ουσίας του στο πεδίο της ποινικής δικονομίας που είναι κατεξοχήν ευεπίφορο σε ακυρότητες που ελέγχονται δικαστικά σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.
Δ.Κ.: Η άλλη άποψη θεωρεί ότι έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η παραπομπή του πολιτικού προσώπου στον φυσικό του δικαστή.
Ευ. Β.: Ο αντίλογος που διατυπώνεται είναι ότι η καταστρατήγηση, δηλαδή η εκ του πλαγίου παραβίαση του Συντάγματος, γίνεται για «καλό σκοπό», για να επιταχυνθεί η παραπομπή στον «φυσικό» δικαστή, δηλαδή στον αρεοπαγίτη ανακριτή και το συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου και για να αποφευχθεί η άσκηση των δυνατοτήτων της αντιπολίτευσης στην επιτροπή διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης. Η προσέγγιση αυτή έχει αναμφίβολα επικοινωνιακά προσόντα, δεν είναι όμως νομικά ορθή. Ακούγεται ως εύλογη από όσους θέλουν οι υπουργοί να κρίνονται όπως και οι πολίτες απευθείας από τη Δικαιοσύνη και μάλιστα από τα κοινά ποινικά δικαστήρια και όχι το 13μελές Ειδικό Δικαστήριο, χωρίς καν προδικασία στη Βουλή.
Με τη συγκεκριμένη όμως μεθόδευση θα ασκηθεί τυπική δίωξη μόνο για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος χωρίς κίνδυνο επέκτασης σε άλλα βαρύτερα αδικήματα και σε άλλα πολιτικά πρόσωπα και προσδοκία της κυβέρνησης είναι πλέον η απαλλαγή του κ. Τριαντόπουλου με βούλευμα. Και όλα αυτά για ένα παράπλευρο θέμα και όχι για τον θάνατο των 57 θυμάτων των Τεμπών. Άλλωστε αν η πλειοψηφία ήθελε να επιληφθεί αμέσως δικαστικό και όχι κοινοβουλευτικό όργανο, μπορούσε να συγκροτήσει το τριμελές γνωμοδοτικό συμβούλιο εισαγγελέων που προβλέπεται στο άρθρο 5 παρ. 2 νόμου 3126/2003, το οποίο επιλαμβάνεται πριν η Ολομέλεια της Βουλής αποφασίσει τη συγκρότηση κοινοβουλευτικής επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης που εδώ συγκροτήθηκε, αλλά τώρα θεωρείται ενοχλητική.
Δ.Κ.: Ο σημερινός χειρισμός στην Προανακρτική έχει παραλληλιστεί με αυτά που έγιναν στην αντίστοιχη επιτροπή για την υπόθεση Novartis. Πιστεύετε ότι συσχετίζονται;
Ευ. Β.: Το 2018, στο πλαίσιο της υπόθεσης Novartis, η επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης πάλι με το αφήγημα «όλα στον φυσικό δικαστή» πρότεινε να σταλεί η δικογραφία των «κουκουλοφόρων» πίσω στη γνωστή Εισαγγελία θεωρώντας ότι δεν υπάρχει καν αρμοδιότητα της Βουλής αλλά ούτε και του Ειδικού Δικαστηρίου. Και τότε προσπάθησαν να το περιλάβουν αυτό στο Σύνταγμα εκ των υστέρων, αλλά απέτυχαν. Δυστυχώς τα θεσμικά παθήματα δεν έγιναν μαθήματα.
Δ.Κ.: Στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών είπατε ότι αν προκύψει ζήτημα άσκησης δίωξης και κατά άλλου υπουργού για τα Τέμπη, προκειμένου να αποφευχθεί η ερμηνευτική αμφισβήτηση για τον χρόνο μέσα στον οποίο η Βουλή μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά της αυτή, πρέπει οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι το πέρας της παρούσας Β´ συνόδου αυτής της βουλευτικής περιόδου και συνεπώς ότι η σύνοδος δεν πρέπει να λήξει με την έκδοση σχετικού διατάγματος πριν το ακραίο χρονικό σημείο που είναι η παραμονή της πρώτης Δευτέρας του Οκτωβρίου οπότε κατά το Σύνταγμα πρέπει να αρχίσει η επόμενη σύνοδος. Γιατί κάνατε αυτή την προειδοποίηση;
Ευ. Β. : Με την αναθεώρηση το 2001 διπλασιάστηκε ο χρόνος μέσα στον οποίο η Βουλή μπορεί να ασκήσει δίωξη κατά υπουργού και ορίστηκε ότι ο χρόνος αυτός είναι το τέλος της δεύτερης συνόδου της περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος. Αυτό επί δεκαετίες μπορούσε να γίνει μέχρι το τέλος της πρώτης συνόδου. Η αλλαγή θεωρήθηκε από όλα τα κόμματα σημαντική και για αυτό κατοχυρώθηκε συνταγματικά ενώ έως τότε το ζήτημα ρυθμιζόταν στον εκτελεστικό νόμο. Με την αναθεώρηση του 2019 και με ευρύτατη πλειοψηφία τροποποιήθηκε η παρ. 3 του άρθρου 86 του Συντάγματος και καταργήθηκε ο χρονικός περιορισμός για την άσκηση της σχετικής αρμοδιότητας της Βουλής.
Δ.Κ.: Όμως ο εκτελεστικός νόμος έμεινε ίδιος.
Ευ. Β.: Ο εκτελεστικός νόμος 3126/2003 όλα αυτά τα χρόνια δεν τροποποιήθηκε και προβλέπει στην παρ. 2 του άρθρου 3 ότι: «Το αξιόποινο των πράξεων των Υπουργών, που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1, εξαλείφεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, εάν ως τότε η Βουλή δεν έχει αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του Υπουργού, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο νόμο αυτόν.»
Υποστηρίζεται από κάποιους στον επιστημονικό διάλογο ότι η κατάργηση του εδαφίου του άρθρου 86 παρ. 3 του Συντάγματος για το όριο της χρονικής αρμοδιότητας της Βουλής συμπαρασύρει σε κατάργηση την παρ. 2 του άρθρου 3 του νόμου 3126/2003 ή ότι αυτή κατέστη αντισυνταγματική και παραμεριστέα και άρα δεν τίθεται ζήτημα εξάλειψης του αξιόποινου αν τελειώσει η δεύτερη τακτική σύνοδος. Όμως από το 1864 έως το 2001 το Σύνταγμα δεν προέβλεπε όριο της κατά χρόνο αρμοδιότητας της Βουλής, αλλά αυτό προβλεπόταν στον εκτελεστικό νόμο, όπως συμβαίνει ακόμη τώρα. Επιπλέον, ενώ το Σύνταγμα από το 2001 έως το 2019 αναφερόταν στο χρονικό όριο άσκησης της αρμοδιότητας της Βουλής («Η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παρ.1 αρμοδιότητα της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου»), ο νόμος 3126/2003 προβλέπει ότι επέρχεται «εξάλειψη του αξιόποινου», δηλαδή χρησιμοποιεί μια έννοια όχι κοινοβουλευτικού αλλά ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Τέλος, ο παραμερισμός ευνοϊκότερης ουσιαστικής ποινικής διάταξης ως αντισυνταγματικής μπορεί να προσκρούει στον θεμελιώδη κανόνα της τυποποίησης του ποινικού φαινομένου κατά το άρθρο 7 του Συντάγματος και το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν είναι κάτι τόσο απλό όσο ο παραμερισμός των άλλων αντισυνταγματικών νόμων.
Τώρα ανακοινώνει η κυβέρνηση την πρόθεσή της να τροποποιήσει τον εκτελεστικό νόμο, όμως η σχετική διάταξη είναι ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η αναδρομική ισχύς δυσμενέστερης διάταξης απαγορεύεται. Μια τέτοια τροποποίηση εν έτει 2025 δεν λύνει κανένα ερμηνευτικό ζήτημα. Οπότε η μόνη ασφαλής λύση είναι αυτή που πρότεινα, οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες να ολοκληρωθούν μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεύτερης συνόδου. Και δεν αναφέρομαι στον κ. Τριαντόπουλο αλλά στο βασικό και μείζον γεγονός των Τεμπών.
Δ.Κ.: Αναφέρεστε στον Κώστα Καραμανλή;
Ευ. Β.: Προφανώς αυτός ήταν ο αρμόδιος υπουργός.