Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται και πάλι σε ένα σταυροδρόμι. Είναι δεύτερο στις δημοσκοπήσεις, αλλά τα ποσοστά του δεν φαίνεται να τραβούν την ανηφόρα. Αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα, εάν η πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα δεν φώναζε ότι η χώρα χρειάζεται άλλη μία, τουλάχιστον, πρόταση διακυβέρνησης, ένα ακόμη κόμμα εξουσίας.
Ζήτημα στρατηγικής
Το ζήτημα, όπως προκύπτει και όπως σχηματοποιείται στις παρούσες συνθήκες, είναι ζήτημα στρατηγικής. Είναι δε τόσο σοβαρό, που, αν δεν απαντηθεί σωστά, μπορεί να εγκλωβίσει το κόμμα σε συνθήκη στασιμότητας.
Το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντήσει το ΠΑΣΟΚ, πέρα και πάνω από δημοσκοπήσεις της στιγμής είναι ένα και μοναδικό. Είναι τόσο απλό που πρέπει να το κατανοήσει και να επιχειρήσει να το απαντήσει αυθεντικά, απλά, χωρίς περικοκλάδες και ευπρεπισμούς. Ποιους θέλει και ποιους πρέπει να εκπροσωπήσει στην ελληνική κοινωνία του 2025.
Μάχη του κέντρου δεν υπάρχει. Το ΠΑΣΟΚ και εκλογικά και δημοσκοπικά είναι πρώτο κόμμα σε όσους αυτοχαρακτηρίζονται ως κεντρώοι. Υπάρχουν σίγουρα κεντρώοι που επιλέγουν ακόμη και σήμερα τη Νέα Δημοκρατία -λογικό, αναμενόμενο και απολύτως εξηγήσιμο. Αυτοί όμως οι κεντρώοι, που ακόμη και σήμερα επιλέγουν Νέα Δημοκρατία, θα είναι και οι τελευταίοι που θα αλλάξουν πολιτική και κομματική τοποθέτηση, γιατί ορθολογικά δρώντας, εκτιμούν ότι η διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τους εκφράζει και τους ευνοεί. Μπορεί και, μάλλον, είναι ευνοϊκά ενταγμένοι στο πλέγμα οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, όπως αυτές διαμορφώνονται από τις πολιτικές σήμερα. Σε αυτό το εκλογικό τμήμα, η σύγκριση Μητσοτάκη-Ανδρουλάκη θα βγάζει νικητή τον πρώτο εις τον αιώνα τον άπαντα. Εκτός αυτού, είναι αυτοκτονικό να κοιτάς το σιντριβάνι, όταν δίπλα σου υπάρχει ωκεανός.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει μόνο μία επιλογή. Να γίνει ο εκφραστής της άλλης μισής Ελλάδας. Να εκφράσει αυθεντικά όλους εκείνους που είτε δυσφορούν είτε έχουν διαφορετικές απαιτήσεις από την πολιτεία, αλλά κυρίως αυτούς που νιώθουν ότι η Ελλάδα που διαμορφώνεται δεν τους χωράει. Δεν τους χωράει ταξικά, οικονομικά, κοινωνικά, μορφωτικά ή τους επιφυλάσσει τις τελευταίες θέσεις στο τρένο, χωρίς, μάλιστα, προοπτική ανοδικής κινητικότητας. Μόνο μέσα από αυτόν τον δρόμο μπορεί το ΠΑΣΟΚ να πραγματοποιήσει το αναγκαίο γι’ αυτό άλμα εκλογικής επιρροής και να δει τα ποσοστά του να πλησιάζουν αυτά της -σε δυσχέρεια- Νέας Δημοκρατίας. Η μάχη του κέντρου είναι επίκαιρη, όταν έχουμε δύο κόμματα-παρατάξεις που διεκδικούν από το 35% την εξουσία, όταν αυτή κρίνεται στο 40% plus.
Εκλογική επιρροή
Η δημοσκοπική του στασιμότητα δεν οφείλεται, όπως το κατηγορούν, στο γεγονός ότι παίρνει δήθεν ριζοσπαστικές θέσεις και φλερτάρει με τον αντισυστημισμό. Οφείλεται στο ότι δεν έχει πείσει επαρκώς «την άλλη μισή Ελλάδα» ότι θέλει και μπορεί να εκφράσει αυθεντικά τα δικά της αιτήματα. Στο ότι, δηλαδή, δεν είναι αρκούντως αντιπαραθετικό με την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τις πολιτικές της. Υπάρχει ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας που αναζητά -δικαίως ή αδίκως- άλλη κουβέντα - εναλλακτική. Αυτό είναι ή θα έπρεπε να είναι το κοινό του ΠΑΣΟΚ. Η -με ιστορικούς όρους- πλατιά μάζα των νέων μη προνομιούχων της χώρας. Σε αυτούς πρέπει να προσθέσει και όσους από το 2009 και μετά απέχουν -και αυτούς πρέπει να καλέσει το ΠΑΣΟΚ στη δική του κάλπη. Η άνοδος των αντισυστημικών κομμάτων -πρόσκαιρη λόγω συνθήκης- μπορεί να καταστεί μόνιμη, εάν δεν δοθεί διέξοδος.
Τακτική
Τη δεδομένη στιγμή το μόνο κόμμα που υπό προϋποθέσεις μπορεί να δει ο Έλληνας να κυβερνά τη χώρα, πέραν της Νέας Δημοκρατίας, είναι το ΠΑΣΟΚ. Αυτό είναι ένα τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τα άλλα κόμματα του χώρου. Οι προϋποθέσεις όμως είναι σκληρές και διαμορφώνουν και τα αριθμητικά δημοσκοπικά μεγέθη. Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο τακτικές: ή προτάσσει πορεία αυτόνομη που οδηγεί στην πρώτη εκλογική θέση με τις αναγκαίες προσαρμογές που περιγράψαμε επάνω ή θα ανοίξει διάλογο για συνεργασίες. Η πρώτη επιλογή είναι πιο σωστή υπό την προϋπόθεση όμως ότι το κάνει. Η δεύτερη θα δημιουργήσει πιθανά αναταράξεις και νέου τύπου δυσκολίες στην κομματική του συνοχή και λειτουργία. Όμως, αυτόνομη πορεία με στόχο την πρώτη θέση στις εθνικές εκλογές σημαίνει αύξηση της εκλογικής επιρροής -τίποτε λιγότερο. Ειδάλλως, θα κινδυνεύσει να γίνει έρμαιο περιπαικτικών σχολίων στον δημόσιο διάλογο.
Το παράδειγμα του 2007-2009
Για όσους θυμούνται τις δημοσκοπήσεις, μετά την ήττα του 2007 και υπό τη διαρκή πίεση προς την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αλλά και τον ριζοσπαστισμό μετά την δολοφονία Γρηγορόπουλου, ο τότε ΣΥΡΙΖΑ, υπό τον φέρελπι Αλέξη Τσίπρα είχε καταγράψει μία εκρηκτική άνοδο και εμφανιζόταν για 2-3 φεγγάρια 2ο κόμμα. Όσο όμως πλησιάζαμε στις κάλπες, με το ΠΑΣΟΚ να διαμορφώνει μία εμφανώς διαφοροποιημένη πρόταση από τη Νέα Δημοκρατία, ήρθαν και οι εκλογικές νίκες.
Άρα, το ΠΑΣΟΚ δεν έχει κανέναν λόγο ούτε να φοβάται τον ριζοσπαστισμό ούτε να υποχωρήσει σε «καλέσματα» νομιμοφροσύνης και ήπιας αντιπολίτευσης που δεν ταράζει τα νερά. Εάν εκπροσωπήσει αυθεντικά την «άλλη μισή Ελλάδα», μπορεί να γίνει και πάλι κόμμα εξουσίας. Για να το πετύχει όμως χρειάζεται κρουστότητα θέσεων και πολιτικού λόγου, διακριτότητα σε πλείστα όσα πεδία από τις πολιτικές της Νέας Δημοκρατίας και στόχευση στα σημαντικά. Αγοραστική δύναμη, Υγεία, κράτος πρόνοιας, έμμεση φορολογία και ανισότητες.
* Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 16.02.2025