Η αυξανόμενη σημασία της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών άνθρακα θέτει το ερώτημα: υπάρχει ανάγκη για εθνική στρατηγική; Καθώς η παγκόσμια οικονομία μεταβαίνει προς μία πιο βιώσιμη ανάπτυξη, η τιμολόγηση του άνθρακα αναδεικνύεται σε κρίσιμο εργαλείο τόσο για τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου όσο και για τη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Οι αγορές δικαιωμάτων εκπομπών άνθρακα δεν επηρεάζουν μόνο τις περιβαλλοντικές πολιτικές, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις προσαρμόζουν τις στρατηγικές τους σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο ρυθμιστικό πλαίσιο.

Κι εδώ τίθεται το ερώτημα. Γιατί είναι απαραίτητη η τιμολόγηση του άνθρακα; Ας προσπαθήσουμε να το εξηγήσουμε. Η τιμολόγηση του άνθρακα βασίζεται στην αρχή ότι οι εκπομπές CO2 και άλλων αερίων θερμοκηπίου έχουν πραγματικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Ζημιές στις καλλιέργειες, ακραία καιρικά φαινόμενα, αύξηση του κόστους υγειονομικής περίθαλψης και άνοδος της στάθμης της θάλασσας είναι μόνο μερικές από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Ένα αποτελεσματικό σύστημα τιμολόγησης εξασφαλίζει ότι οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές λαμβάνουν υπόψη το πραγματικό κόστος των εκπομπών και υιοθετούν πιο βιώσιμες πρακτικές.

Πώς όμως λειτουργεί η αγορά δικαιωμάτων εκπομπών άνθρακα; Η τιμολόγηση του άνθρακα μπορεί να εφαρμοστεί μέσω δύο βασικών μηχανισμών: Με τον φόρο άνθρακα, που πρόκειται για έναν άμεσο τρόπο τιμολόγησης των εκπομπών, επιβάλλοντας ένα σταθερό κόστος ανά τόνο CO2. Αν και αποτελεί ένα σαφές και απλό μέτρο, δεν προσαρμόζεται εύκολα στις μεταβολές της αγοράς και το

Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών (ETS), ένα μοντέλο που η τιμή καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση των αδειών εκπομπών. Οι εταιρείες είτε αγοράζουν είτε πωλούν δικαιώματα εκπομπών, ανάλογα με το αν ξεπερνούν ή μειώνουν τα όριά τους. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι το Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών της ΕΕ (EU ETS), που αποτελεί τη μεγαλύτερη αγορά δικαιωμάτων εκπομπών άνθρακα παγκοσμίως.

Εκτός από τους βασικούς μηχανισμούς, υπάρχουν και εναλλακτικοί τρόποι διαχείρισης των εκπομπών, όπως:

η εσωτερική τιμολόγηση άνθρακα: Οι εταιρείες ενσωματώνουν το κόστος άνθρακα στις επιχειρηματικές τους αποφάσεις.

η αντιστάθμιση άνθρακα: Οι επιχειρήσεις αγοράζουν πιστώσεις, για να αντισταθμίσουν τις εκπομπές τους, επενδύοντας σε έργα που μειώνουν ή απορροφούν άνθρακα, όπως η αναδάσωση και

η χρηματοδότηση με βάση τα αποτελέσματα (RBCF): Οι επιχειρήσεις επιβραβεύονται οικονομικά για τη μείωση των εκπομπών τους μέσω περιβαλλοντικών δράσεων.

Παρά τα οφέλη, η τιμολόγηση του άνθρακα αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις όπως:

η διαρροή άνθρακα, το ενδεχόμενο, δηλαδή, οι επιχειρήσεις να μεταφέρουν την παραγωγή τους σε χώρες με χαμηλότερη περιβαλλοντική ρύθμιση.

η αναποτελεσματική εφαρμογή, μιας και η πολυπλοκότητα του συστήματος μπορεί να οδηγήσει σε δυσλειτουργίες, και

η κακή διαχείριση των εσόδων, μιας και τα έσοδα πρέπει να επανεπενδύονται στην πράσινη μετάβαση.

Η δημιουργία μίας εθνικής στρατηγικής είναι επιτακτική, για να διασφαλιστεί ότι η ελληνική βιομηχανία θα παραμείνει ανταγωνιστική στη διεθνή αγορά, αξιοποιώντας την τιμολόγηση του άνθρακα ως εργαλείο καινοτομίας και βιώσιμης ανάπτυξης. Η ανάπτυξη μίας ισχυρής εθελοντικής αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών άνθρακα (VCM) θα μπορούσε να προσελκύσει επενδύσεις και να ενισχύσει την ενεργή συμμετοχή πολιτών και επιχειρήσεων.

Η αγορά δικαιωμάτων εκπομπών άνθρακα δεν είναι απλώς ένα περιβαλλοντικό εργαλείο, αλλά μία κρίσιμη παράμετρος για την οικονομία και τη βιομηχανία. Ένα καλά σχεδιασμένο σύστημα τιμολόγησης μπορεί να συμβάλλει στη μείωση των εκπομπών, ενισχύοντας ταυτόχρονα την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα. Η διαμόρφωση μίας εθνικής στρατηγικής που θα εξισορροπεί τις περιβαλλοντικές και οικονομικές απαιτήσεις, είναι το κλειδί για τη μετάβαση σε μία κλιματικά ουδέτερη και οικονομικά βιώσιμη βιομηχανία.

*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 16.02.2025