Θεσσαλονίκη: Πώς ήρθαν στο φως οι αρχαιότητες των σταθμών μετρό Βενιζέλου και Αγίας Σοφίας (βίντεο)
Σε συνέδριο που διοργανώνει το ΥΠΠΟ σε συνεργασία με την ΕΦΑ Πόλης Θεσσαλονίκης
«Η Θεσσαλονίκη αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση ως αντικείμενο μελέτης», τόνισε μεταξύ άλλων
Επίτιμος δημότης Θεσσαλονίκης είναι από σήμερα ο διακεκριμένος Βρετανός ιστορικός, συγγραφέας και καθηγητής του πανεπιστημίου Κολούμπια Μαρκ Μαζάουερ. Ο επιστήμονας είναι ειδικευμένος στην Ευρωπαϊκή, Βαλκανική και Ελληνική Ιστορία και είναι συνδεδεμένος ιδιαίτερα με τη Θεσσαλονίκη, έχοντας κάνει μια βαθιά έρευνα και συγγραφή σημαντικών βιβλίων. Ένα από αυτά με τίτλο «Θεσσαλονίκη Πόλη των Φαντασμάτων – Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, Εβραίοι 1430-1950» αποτελεί χαρτογραφία δύο δεκαετιών της πόλης.
Νωρίτερα σήμερα στην αίθουσα συνεδριάσεων του δημοτικού συμβουλίου πραγματοποιήθηκε η τελετή αναγόρευσής του.
Για την ευγνωμοσύνη του που δεν μπορεί να περιγράψει με λόγια μίλησε ο τιμώμενος. «Όλα αυτά τα χρόνια, με υποδέχεστε θερμά σε αυτήν την πόλη, που κατέχει μια τόσο ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου, και σήμερα με κάνετε μέρος της. Είμαι βαθιά συγκινημένος από τη μεγάλη τιμή που μου κάνετε και θέλω να σας ευχαριστήσω από καρδιάς για την καλοσύνη και τη γενναιοδωρία σας».
Ανέτρεξε στην πρώτη φορά που ήρθε στη Θεσσαλονίκη – σχεδόν πριν από πενήντα χρόνια. «Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για τον ρόλο που θα έπαιζε η πόλη αυτή στη ζωή μου», τόνισε. Το μόνο που θυμάμαι από την επίσκεψή μου στη Θεσσαλονίκη εκείνο το καλοκαίρι είναι μια συγκεκριμένη ανάμνηση. Είναι η γεύση μιας θέας στον Κόλπο. Πρέπει να είχα ανέβει στην Άνω Πόλη, η οποία εκείνη την εποχή ήταν πολύ υποβαθμισμένη, με πολλά ερειπωμένα σπίτια που ήταν ρημαγμένα από τον πόλεμο και πιθανώς πριν ακόμη από αυτόν. Θυμάμαι να στέκομαι μπροστά σε ένα παλιό σπίτι του οποίου οι τοίχοι και η στέγη ήταν μισογκρεμισμένοι, κι έτσι μπορούσες να δεις τη θάλασσα μέσα από αυτό», τόνισε ο ιστορικός.
Η Θεσσαλονίκη του δίδαξε τι είναι η ίδια η ιστορία, πριν ακόμη το συνειδητοποιήσει. Ωστόσο, η ιστορία μιας πόλης είναι κάτι ιδιαίτερο γιατί πάντα ξεφεύγει από το πλαίσιο, αναγκάζοντάς μας έτσι να εμβαθύνουμε όλο και περισσότερο. «Η Θεσσαλονίκη του παρόντος βρίσκεται εδώ ακριβώς που είμαστε τώρα. Αλλά η Θεσσαλονίκη του παρελθόντος – η πόλη του ιστορικού – βρίσκεται κάπου αλλού, κρυμμένη, περιμένοντάς μας σε απροσδόκητα μέρη», τόνισε.
Μίλησε για ένα θαυμάσιο νέο διαδικτυακό έργο – το UN Greece – το οποίο παρουσιάζει τα αρχεία και τις φωτογραφίες των υπηρεσιών του ΟΗΕ στη μεταπολεμική Ελλάδα. Το έργο αυτό έχει δημιουργηθεί από Έλληνες συναδέλφους του, μερικοί από τους οποίους βρίσκονταν στην εκδήλωση.
«Βασίζεται σε ένα αρχείο που είχα συμβουλευτεί κάποτε στη Νέα Υόρκη πριν χρόνια, τα αρχεία του Οργανισμού Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως των Ηνωμένων Εθών [UNRRA], το οποίο περιλαμβάνει πλήθος φακέλων σχετικά με το διεθνές ανθρωπιστικό έργο που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή μετά το τέλος της Κατοχής. Εμπνευσμένος από το UN Greece, έκανα μία έρευνα στο διαδίκτυο πριν λίγες ημέρες και διαπίστωσα ότι τα αρχεία του UNRRA είχαν ψηφιοποιηθεί. Έτσι, άρχισα –όπως συνηθίζω να κάνω– να ανοίγω φακέλους σχεδόν τυχαία, παρακινούμενος από τα ονόματά τους ή ενίοτε απλώς από ένστικτο και περιέργεια».
Έτσι, αμέσως μεταφέρθηκε στην πόλη της Θεσσαλονίκης ογδόντα χρόνια πριν.
Υπήρχε ένας φάκελος με τίτλο ‘Ιστορίες Ανθρωπίνου Ενδιαφέροντος’ – ο οποίος παρουσιάζει ατομικές περιπτώσεις ανάγκης. Κάθε ιστορία καταλαμβάνει μία ή δύο σελίδες γραμμένες στη γραφομηχανή σε ξεθωριασμένο χαρτί της εποχής του πολέμου, με μία μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία των εμπλεκόμενων ατόμων δεμένη με έναν σκουριασμένο συρμάτινο συνδετήρα. Η φωτογραφία στην πρώτη ιστορία είναι τραβηγμένη σ’ ένα κατώφλι, σχεδόν σαν να εμποδίζει κάποιον να βγει έξω: απεικονίζει μια νευρική μαυροντυμένη γυναίκα που φαίνεται μεγαλύτερη από την ηλικία της να κοιτά τον φακό από το εσωτερικό ενός μικρού δωματίου με τα χέρια της σταυρωμένα.
Οι σανίδες του δαπέδου είναι φτιαγμένες από τραχύ ξύλο, η οροφή είναι χαμηλή και δεν φαίνεται τίποτα άλλο εκτός από ένα σχισμένο, ξεφτισμένο στρώμα καλυμμένο με κουρέλια και μια ξύλινη καρέκλα χωρίς κάθισμα. Όπως διαβάζουμε, ήταν το σπίτι της Καλλιόπης Α. και της οικογένειάς της που ζούσαν στην οδό Δαναού, έναν στενό δρομάκι στην Άνω Πόλη κοντά στα τείχη της πόλης με θέα στους κήπους του Πασά. Ο φάκελος αναφέρει ότι είναι πρόσφυγας από τον Πόντο, ότι ο σύζυγός της πέθανε από λιμό τον χειμώνα του 1941 και ότι έχει πέντε παιδιά. Το σπίτι τους είναι ένα χαμόσπιτο ενός δωματίου και η ίδια είναι άνεργη.
«Για αυτήν την οικογένεια,» καταλήγει ο φάκελος, «στην οποία με μια σύντομη έρευνα θα μπορούσαν να προστεθούν εκατοντάδες άλλες, η μοναδική σωτηρία είναι τα τρόφιμα που παρέχονται από τον UNRRA» Ακολούθησαν πολυάριθμες παρόμοιες ιστορίες.
«Πριν από ογδόντα χρόνια, η Θεσσαλονίκη ήταν – όπως άλλωστε τόσο συχνά στην ιστορία της- μια πόλη προσφύγων, απελάσεων, ζωών που ξεριζώθηκαν εν μέσω βίας και φτώχιας, εν μέσω του πολέμου. Τα αρχεία του UNRRA προσφέρουν μια ματιά στα γεγονότα, τίποτα περισσότερο, αφήνοντας τον ερευνητή να αποφασίσει αν θα αναζητήσει περισσότερα ίχνη των ανθρώπων που αναφέρονται σε αυτά. Κάθε παράγραφος εγείρει ερωτήματα που μπορείς να προσπαθήσεις να απαντήσεις ή να τα προσπεράσεις και να προχωρήσεις στην επόμενη.
»Υπάρχει, για παράδειγμα, ένας ειδικός φάκελος για Πολωνούς πολίτες που έτυχε να βρεθούν στην Ελλάδα το 1945 και ήθελαν να επιστρέψουν στην Πολωνία. Υπάρχει η ιστορία του Victor H., ο οποίος είπε στις αρχές ότι είχε επισκεφθεί τη Θεσσαλονίκη με το Πολωνικό Μονοπώλιο Καπνού όταν ξέσπασε ο πόλεμος το φθινόπωρο του 1939, κι έτσι παγιδεύτηκε στην πόλη καθ’ 'όλη τη διάρκεια του πολέμου.
»Πώς πέρασε όλα αυτά τα χρόνια; Πώς κατάφερε να επιβιώσει; Ή η ιστορία του Tadeusz M., ο οποίος είπε στον UNRRA ότι έφτασε στην πόλη τον Απρίλιο του 1943, παντρεύτηκε μια Ελληνίδα δύο χρόνια αργότερα και ήθελε να επιστρέψει μαζί της στην πατρίδα του. Απρίλιος του 1943; Τι μπορεί να οδήγησε έναν Πολωνό στην Ελλάδα εν μέσω του πολέμου; Ήταν από τη Βαρσοβία: τι θα μπορούσε να είχε πει ένας άνθρωπος αυτής της προέλευσης στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, τουλάχιστον σε αυτούς που ήταν ακόμη στην πόλη, για το τι πραγματικά συνέβαινε στην Πολωνία;», τόνισε ο Μαρκ Μαζάουερ.
Αυτό οδηγεί σε ένα άλλο έγγραφο που έπεσε στα χέρια του – μια ανακριτική αναφορά που γράφτηκε από έναν υπάλληλο του UNRRA που ήταν εγκατεστημένος στην Τσεχοσλοβακία.
«Η Θεσσαλονίκη αναφερόταν και σε αυτό το έγγραφο. Ο υπάλληλος του UNRRA προσπαθούσε να μάθει περισσότερες πληροφορίες για τα παιδιά που είχαν αρπαγεί από τα σπίτια τους στην Ανατολική Ευρώπη και είχαν αποσταλεί στη Γερμανία για εξαναγκαστική υιοθεσία και Γερμανοποίηση – υπήρχαν χιλιάδες τέτοια παιδιά των οποίων οι γονείς απεγνωσμένα προσπαθούσαν να τα εντοπίσουν μετά το τέλος του πολέμου. Είχε πάει στη Μπρατισλάβα για να ανακρίνει έναν ανώτερο αξιωματούχο των SS, τον Dieter Wisliceny, ο οποίος επρόκειτο να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου.
»Ο υπάλληλος του UNRRA είχε – ορθώς – ακούσει ότι ο Wisliceny ήταν υπεύθυνος για την οργάνωση της απέλασης των Εβραίων από την Τσεχοσλοβακία και την Ελλάδα και – λανθασμένα – ότι είχε οργανώσει τις μεταφορές παιδιών για Γερμανοποίηση. Ο Wisliceny διευκρίνισε ότι είχε ασχοληθεί ελάχιστα με τις μεταφορές των παιδιών, και πρόθυμα παρείχε τα ονόματα των τμημάτων που διαδραμάτισαν βασικό ρόλο. Στην πραγματικότητα, ο Wisliceny ενεπλάκη άμεσα στην οργάνωση της απέλασης του εβραϊκού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης στο Άουσβιτς και το όνομά του αναφέρεται σε πολλές ιστορίες ανθρώπων που είχαν την ατυχία να τον συναντήσουν στην πόλη κατά τους πρώτους μήνες του 1943. Η πιο πολύτιμη πληροφορία που έδωσε στον ανακριτή του- οποίος ίσως να μην εκτίμησε τη σπουδαιότητά της- ήταν ένα φαινομενικά ασήμαντο σχόλιο στο τέλος της ανάκρισης σχετικά με κάτι που είχε συμβεί αργότερα στη Γερμανία.
»Ο Wisliceny είπε ότι τον Φεβρουάριο του 1945 βρισκόταν στο Βερολίνο με τον ανώτερό του, τον Adolf Eichmann – τον αξιωματούχο που βρισκόταν ιεραρχικά υπό τον Himmler και ήταν άμεσα εμπλεκόμενος στην οργάνωση της Τελικής Λύσης του Εβραϊκού Ζητήματος. Ο Wisliceny συνέχισε λέγοντας: «Θυμάμαι που ήμουν με τον Eichmann [Richmann, όπως αναγράφηκε στο πρωτότυπο] όταν ελήφθη η εντολή από τον στρατηγό Muller, τον επικεφαλής της Γκεστάπο εκείνη την εποχή, να καταστραφούν όλα τα έγγραφα. Είδα την έναρξη της καταστροφής των φακέλων, και, παρόλο που δεν είδα την ολοκλήρωσή της, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο Eichmann κατέστρεψε τα πάντα», επεσήμανε.
Πρόκειται για μία από τις ελάχιστες αναφορές που συναντά κανείς στα αρχεία και αναγνωρίζει την εσκεμμένη γερμανική προσπάθεια να αφανιστούν όλα τα ίχνη των εντολών πίσω από τη γενοκτονία. Παρ' όλα αυτά, πολλά έγγραφα διασώθηκαν – αρκετά ώστε να μας επιτρέψουν να κατανοήσουμε τον δόλιο ρόλο που διαδραμάτισαν αυτοί οι άνδρες στη ζωή της Θεσσαλονίκης καθώς και πολλών άλλων περιοχών.
Σήμερα, στην Αίγυπτο, κοντά στη Διώρυγα του Σουέζ βρίσκεται το λεγόμενο Πηγάδι του Μωυσή. Στη σύγχρονη εποχή, η όαση αυτή ονομάζεται Oyun Musa και οι ιαματικές της πηγές, οι φοίνικες και οι βιβλικές αναφορές σε αυτήν προσελκύουν τουρίστες.
«Ωστόσο, το 1945, ο χώρος αυτός φιλοξενούσε έναν καταυλισμό του UNRRA, όπου διέμεναν 3.000 Έλληνες πρόσφυγες. Μια αναφορά για τον καταυλισμό αυτό και τους κατοίκους του αφηγείται την ιστορία του νεότερου ανεξάρτητου μέλους του καταυλισμού, ενός 12χρονου αγοριού που λεγόταν Θεόδωρος. Η ιστορία του, με τους απρόβλεπτους ρυθμούς της, με συγκίνησε βαθύτατα: ήταν μια ιστορία που για τη δύναμη της τύχης. Όπως διηγείται ο Θεόδωρος στον υπεύθυνο που τον έπεισε να μιλήσει, υποκινούμενος από την πείνας που ένιωθε κατά τη διάρκεια του πολέμου, εγκατέλειψε την οικογένειά του στην Αθήνα – ήταν τότε κάτω των δέκα ετών – και έφτασε μόνος του στη Θεσσαλονίκη, όπου, μη γνωρίζοντας κανέναν, έκανε θελήματα για έναν φούρναρη με αντάλλαγμα στέγη και λίγα αποφάγια.
»Όταν ο φούρναρης τον έδιωξε, κρύφτηκε σε ένα καΐκι για να πάει να βρει τη γιαγιά του στη Χίο, όπου και διαπίστωσε πως η κατάσταση εκεί ήταν ακόμη χειρότερη. Αποφάσισε λοιπόν να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, κρύφτηκε και πάλι σε ένα καΐκι που επέστρεφε στην πόλη μεταφέροντας πορτοκάλια. Όμως, μόλις βρέθηκαν στην ανοιχτή θάλασσα, οι ναύτες έδεσαν τους τρεις Γερμανούς στρατιώτες που επέβαιναν και ξαφνικά άλλαξαν πορεία προς το Τσεσμέ, στις τουρκικές ακτές. Από εκεί, η οδύσσεια του Θεόδωρου τον οδήγησε στη Σμύρνη και έπειτα στο Χαλέπι, όπου τον φρόντισε ένας Έλληνας στρατιώτης κι έπειτα τον εμπιστεύτηκε σε έναν φίλο, ο οποίος τελικά τον οδήγησε στον καταυλισμό του Σινά.
»Πρόκειται για μια ιστορία γεμάτη ανατροπές, η οποία αντικατοπτρίζει τη χαοτική φύση των χρόνων του πολέμου, όταν τόσα πολλά εξαρτιόνταν από ένα απροσδόκητο καπρίτσιο της μοίρας», πρόσθεσε ο Μαρκ Μαζάουερ.
Ο ίδιος ανέφερε πως η τύχη έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην ιστορία της δικής του εξελισσόμενης σχέσης με τη Θεσσαλονίκη, όταν του δόθηκε η ευκαιρία να υποβάλει αίτηση για μια υποτροφία και κατέληξε στην πρωτεύουσα της Βόρειας Ελλάδας.
«Ήταν εκείνος ο μήνας που πέρασα εδώ το καλοκαίρι του 1981 που με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο εξαιρετική είναι η πόλη. Εδώ ξεκίνησα να μαθαίνω ελληνικά, αλλά και την ιστορία της πόλης: θυμάμαι με ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη τον καθηγητή Βασίλειο Κόντη, πιθανότατα τον πρώτο που μου δίδαξε τη νεότερη ελληνική ιστορία. Άρχισα να εξερευνώ την Άνω Πόλη και να παρατηρώ τις μαρμάρινες εβραϊκές επιτύμβιες πλάκες που υπήρχαν συχνά σε πεζοδρόμια και τοίχους. Δεν γνώριζα ακόμη καλά την Αθήνα, αλλά την ήξερα αρκετά ώστε να εκτιμήσω ότι η Θεσσαλονίκη προσέφερε πολλά πράγματα που η Αθήνα δεν διέθετε – πρωτίστως τη διαρκή αίσθηση ενός αστικού παρελθόντος που εκτεινόταν μέσα από βασίλεια και αυτοκρατορίες για πολλούς αιώνες».
Η πρώτη του απόπειρα να γράψει για την πόλη ήταν ένα μικρό δοκίμιο βασισμένο σε ταξιδιωτικές αφηγήσεις Ευρωπαίων επισκεπτών.
Κάποια χρόνια αργότερα, ήταν η εποχή του σκανδάλου του Kurt Waldheim στην Αυστρία: επέστρεψε στην Ελλάδα ως τηλεοπτικός ερευνητής για να εξετάσει τη διάρκεια της θητείας του Waldheim ως αξιωματικός της υπηρεσίας πληροφοριών στη Θεσσαλονίκη. Ήταν άμεσα εμπλεκόμενος στην εποπτεία των αντιποίνων κατά των ανταρτών που λάμβαναν χώρα εκτός Θεσσαλονίκης, αλλά εκείνος ενώ προσπαθούσε να συλλέξει στοιχεία για τη συμμετοχή του στις απελάσεις, παράλληλα παρακολουθούσε και την ιστορία των Εβραίων.
«Στην Ελλάδα εκείνης της εποχής – στα τέλη της δεκαετίας του 1980 – η ιστορία των ανταρτών ήταν ήδη γνωστή και αποτελούσε αντικείμενο μελέτης από τους ιστορικούς: ο Ψυχρός Πόλεμος κάθε άλλο παρά είχε τελειώσει. Αλλά η ιστορία των μειονοτήτων όπως οι Εβραίοι, και πάνω απ' όλα τι τους συνέβη στον πόλεμο, εξακολουθούσε να παραμελείται. Μια μέρα, πήγα στα γραφεία της Κεντρικής Υπηρεσίας Εβραϊκών Κοινοτήτων Ελλάδας στο κέντρο της Αθήνας, επειδή μόλις είχαν παραλάβει μερικούς μεγάλους και εξαιρετικά σκονισμένους σάκους από το υπόγειο του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
»Όταν τους ανοίξαμε, διαπιστώσαμε ότι περιείχαν τα αρχεία ενός γραφείου με την ονομασία Υπηρεσία Διαχείρισης Ισραηλιτικών Περιουσιών (ΥΔΙΠ) που είχε συσταθεί στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του πολέμου. Αυτό ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μίας πόλης που συνέχιζε να ζει, αόρατη, στα αρχεία, καθώς η ΥΔΙΠ ήταν η υπηρεσία που διαχειριζόταν τις περιουσίες που άφησαν πίσω τους οι απελασθέντες και ανατέθηκαν σε νέους διαχειριστές, οι οποίοι συχνά κατέληγαν να γίνονται ιδιοκτήτες τους. Εκεί, μέσα σε αυτούς τους σάκους, βρισκόταν η ιστορία της πόλης ως περιουσία – τα σπίτια, τα καταστήματα και οι αποθήκες που είχαν αλλάξει χέρια και είχαν πια νέους ιδιοκτήτες – μια μυστική ιστορία λεηλασίας, εκμετάλλευσης, πλούτου και εξαθλίωσης. Άρχισα να μιλάω – αλλά δεν ήμουν ο μόνος, πολλοί άλλοι ερευνητές έκαναν το ίδιο – με επιζώντες και αυτόπτες μάρτυρες εκείνης της εποχής.
»Θα ήθελα να αναφέρω μερικούς από αυτούς: τον Moise Bourlas, την Erika Counio-Amariglio, τον Νίκο Κοκαντζή. Στη συνέχεια ήρθε το 1997, το έτος της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, γεγονός που ήταν τόσο σημαντικό καθώς έδρασε ως καταλύτης για την αλλαγή όλων όσων ξέραμε για την πόλη – μια μεγάλη έκρηξη σημαντικού επιστημονικού έργου, ιστοριών, φωτογραφικών άλμπουμ και εκθέσεων, καθώς και η απαρχή της αναβίωσης των μουσείων που έχουν κάνει τη Θεσσαλονίκη το δυναμικό πολιτιστικό κέντρο που είναι σήμερα», θυμήθηκε ο Μαρκ Μαζάουερ.
Οι πόλεις πάντοτε διαδραμάτιζαν κομβικό ρόλο στη ζωή του. Γεννήθηκε στο Λονδίνο, όπου έζησε τα είκοσι περίπου πρώτα χρόνια της ζωής μου, την πόλη που πάντοτε θεωρούσε σπίτι μου. Σήμερα ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη, την οποία επίσης νιώθει σαν σπίτι μου, χάρη στα παιδιά μου και τη γυναίκα μου, η οποία βρισκόταν στην εκδήλωση. Και όσο και αν υπάρχουν πόλεις όπως το Λος Άντζελες που δεν του αρέσουν καθόλου, «η Θεσσαλονίκη, σε μεγαλύτερο ίσως βαθμό από οποιοδήποτε άλλο μέρος που γνωρίζω, μας κάνει να αναλογιστούμε την τεράστια δύναμη των πόλεων να συνενώνουν τους ανθρώπους», όπως είπε.
Κλείνοντας, αναφέρθηκε στη συγγραφή του βιβλίου του «Πόλη των φαντασμάτων».
Η Θεσσαλονίκη αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση ως αντικείμενο μελέτης, όπως ανέφερε. «Οι ιστορικοί είναι, εκ φύσεως, εθνικιστές: μεγαλώνουμε κι αυτοί σε αυτόν τον κόσμο, όπως άλλωστε όλοι οι άνθρωποι. Έτσι λοιπόν, το να γράφεις για την ιστορία των Εβραίων της πόλης, όπως ο Νεχαμά, ή για τους Έλληνες, όπως ο Βακαλόπουλος συμβαίνει με τρόπο αυθόρμητο. Κι αυτό σίγουρα δεν ήθελα να το κάνω, για τον λόγο ότι ένιωθα πως δεν ήταν- πώς να το πω- αυτό που απαιτούσε η πόλη αυτή με την εξαιρετικά πλούσια και ποικιλόμορφη ιστορία της. Το κεντρικό θέμα ήταν το πώς αναδύθηκαν τα έθνη και άρχισαν να σκέφτονται τον εαυτό τους και το παρελθόν τους· πώς λοιπόν θα μπορούσε κανείς να το κατανοήσει αυτό χωρίς να προσπαθήσει, έστω και για λίγο, να ξεφύγει από τη λογική του εθνικισμού;
»Ο ιστορικός της Θεσσαλονίκης μπορεί να επιτελέσει δύο ρόλους, άκρως διαφορετικούς μεταξύ τους: ο ένας είναι εκείνος του μαχητή, ενώ ο άλλος παραπέμπει σε ρόλο θεού. Στην πρώτη περίπτωση, ο ιστορικός υπερασπίζεται την ιστορία της δικής του πλευράς. Στη δεύτερη περίπτωση, επιδιώκει να κατανοήσει τη σύγκρουση και να διεισδύσει στα συναισθήματα και τις φιλοδοξίες όλων των πλευρών.
»Το πρόβλημα έγκειται, φυσικά, στο ότι ο ιστορικός δεν είναι θεός και έχει τις δικές του προτιμήσεις και αδυναμίες. Επομένως, η ιστορία της πόλης είναι επίσης ένα είδος νοητικής και ηθικής πάλης για τον ιστορικό, όπως πιθανότατα είναι και για τον αναγνώστη. Θα ήθελα λοιπόν να κλείσω λέγοντας ότι αισθάνομαι πολύ τυχερός για τους ανθρώπους που γνώρισα εδώ και που με βοήθησαν να δω τον πλήρη καλειδοσκοπικό πλούτο του παρελθόντος της πόλης.
Υπό αυτή την έννοια, ο αείμνηστος και πολυαγαπημένος Γιάννης Μπουτάρης αποτέλεσε πηγή έμπνευσης τόσο για μένα, όσο και για πολλούς άλλους. Οι συνάδελφοί μου, επιστήμονες και ιστορικοί, υπήρξαν γενναιόδωροι με τη συντροφικότητα και την υποστήριξή που μου έδειξαν όλα αυτά τα χρόνια, με πρώτο από όλους τον αείμνηστο Ιωάννη Κολιόπουλο, από τον οποίο έμαθα τόσα πολλά», κατέληξε.
Στον χαιρετισμό του ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Στέλιος Αγγελούδης μίλησε για την τιμή που αποτελεί εκ μέρους του δήμου να υποδέχεται και να απονέμει αυτόν τον τίτλο στον Μαρκ Μαζάουερ, «αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό του έναν από τους πλέον διακεκριμένους μελετητές της ιστορίας αυτής της όμορφης και συναρπαστικής πόλης».
Ο διεθνώς καταξιωμένος ιστορικός και συγγραφέας συνδέθηκε όσο ελάχιστοι με τη Θεσσαλονίκη. «Γκρεμίζοντας μύθους και προκαταλήψεις, παρουσιάζει την πόλη ως ένα παλίμψηστο ανθρώπων και ιστοριών και προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό ένα μοναδικό ταξίδι στο μεγαλείο της ιστορίας μιας μητρόπολης, συμβάλλοντας παράλληλα καταλυτικά, ώστε να διαχειριστεί με ψύχραιμο και νηφάλιο τρόπο το παρελθόν της», τόνισε ο δήμαρχος.
Στάθηκε ιδιαίτερα στο τελευταίο χαρακτηριστικό, καθώς είναι γεγονός, όπως είπε, πως για δεκαετίες επιχειρήθηκε στη Θεσσαλονίκη μια συντονισμένη προσπάθεια να κρυφτεί κάτω από το χαλί ένα κομμάτι της πλούσιας ιστορίας αυτής της πόλης, ένα κομμάτι πολύχρωμο, πολύβουο και πολυσυλλεκτικό, που επιβεβαίωνε και υμνούσε τη μοναδικότητα της Θεσσαλονίκης. «Διαγράφοντας, όμως, ένα κομμάτι από το παρελθόν, δεν διαπράττεις μόνο ύβρι απέναντι στα όσα κατέγραψε η Ιστορία, αλλά υποθηκεύεις και το μέλλον.
Η Θεσσαλονίκη, λόγω ίσως και των οικονομικών συγκυριών, της ραγδαίας αποβιομηχάνισης, έκοψε τον ομφάλιο λώρο με το εξωστρεφές χθες, ‘τράβηξε χειρόφρενο’.
Η ‘πολύσπερμη πόλη’ του Γιώργου Σκαμπαρδώνη απεμπόλησε την πολυπολιτισμική ταυτότητά της, επέλεξε το δρόμο μιας ιδιότυπης απομόνωσης, επιδεικνύοντας μια ανεξήγητη φοβικότητα απέναντι στη συλλογική μνήμη.
Ο Μαρκ Μαζάουερ μέσα από τη γραφίδα του σηκώνει το πέπλο της σιωπής, καταργεί την προσπάθεια χειραγώγησης της συλλογικής συνείδησης και παραδίδει στην πόλη, ως πολύτιμο φυλαχτό, την πραγματική, ανόθευτη, ανεπιτήδευτη ιστορία της», επεσήμανε ο Στέλιος Αγγελούδης.
Η απονομή του τίτλου του επίτιμου δημότη έγινε με ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης. Μέσα από το έργο του Μαρκ Μαζάουερ ξετυλίγεται η καθημερινότητα των ανθρώπων που συγκροτούσαν το δημιουργικό, πολύγλωσσο μωσαϊκό της, η πολυχρωμία των βιωμάτων της, τα ιστορικά γεγονότα και οι συνθήκες που οδήγησαν στη διαμόρφωση της σημερινής εικόνας της αιώνιας αυτής πόλης.
«Την ίδια ώρα, επιβεβαιώνει τον κυρίαρχο ρόλο που καλείται να ανακτήσει ως μια σύγχρονη, εξωστρεφή, δυναμική περιφερειακή Μητρόπολη, σημείο αναφοράς στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, αξιοποιώντας τις καταβολές της και την κορυφαία γεωστρατηγική της θέση, διαμορφώνοντας τη νέα ταυτότητά της, με σημεία αιχμής την Καινοτομία, την Εκπαίδευση, τις Μεταφορές, τα Logistics και τον Τουρισμό», ανέφερε ο δήμαρχος .
Μίλησε ακόμη για μια Μια νέα ταυτότητα που ενώνει τις άκρες του νήματος, παύει να απεμπολεί το παρελθόν, απορρίπτοντας παράλληλα ως απαράδεκτους λεκτικούς βερμπαλισμούς των προηγούμενων ετών περί μιας δήθεν συμπρωτεύουσας που εκπορεύτηκαν από ένα στρεβλό αθηνοκεντρικό αναπτυξιακό μοντέλο που γέννησε μόνο ανισότητες.
«Η Θεσσαλονίκη ήταν και είναι ένα σταυροδρόμι, ανοιχτό στα πάντα, θρησκείες, ιδέες, φιλοσοφίες, ρεύματα, πολιτισμούς. Μια πόλη των ανοιχτών οριζόντων που προσλάμβανε και αφομοίωνε, χωρίς, όμως, ποτέ να χάσει την προσωπικότητά της, τον εαυτό της και τη συνείδησή της.
Σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, στην ‘εποχή των τεράτων’, το έργο του Μαρκ Μαζάουερ έρχεται ως διαρκής υπενθύμιση της δύναμης της μνήμης, της κατανόησης και του αλληλοσεβασμού. Μέσα από τα γραπτά του, η Θεσσαλονίκη δεν είναι μόνο μια πόλη με ένδοξο παρελθόν, αλλά ένας ζωντανός οργανισμός που συνεχίζει να γράφει τη δική του ιστορία στο χρόνο, να εξελίσσεται και να εμπνέει», τόνισε μεταξύ άλλων ο Στέλιος Αγγελούδης.
Η αναγόρευσή του σε επίτιμο δημότη έγινε μετά από πρόταση του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου Σπύρου Βούγια, που μίλησε για μια ιστορική μέρα, αλλά και για τα στοιχεία του Μαζάουερ που τονίζουν την αυτοπεποίθηση των κατοίκων. Τόνισε ότι ανατρέχει στο παραπάνω βιβλίο αναζητώντας στις σελίδες του εικόνες που τον βοηθούν να διαμορφώσω στέρεες απόψεις για την ιστορία της πόλης.
«Έχοντας την ευκαιρία να μιλήσω μαζί του διαπίστωσα ότι πέρα από σπουδαίος ιστορικός είναι και χαρισματικός αφηγητής. Η μεγάλη ιστορική προσφορά του βιβλίου αυτού είναι ότι δεν αρκείται σε μια έθνικ παρουσίαση της Θεσσαλονίκης αλλά εξετάζει τις απόψεις των κατοίκων της ως μια ενιαία ολιστική προσέγγιση. Θεωρώ τον Μαζάουερ παγκόσμιο πρεσβευτή της πόλης μας, έναν city ambassador. Αυτή η τελετή πιστεύω ότι είναι η αρχή μιας πιο σταθερής και μόνιμης συνεργασίας. Τιμούμε έναν εξέχοντα πολίτη του κόσμου, Έλληνα από επιλογή και τώρα και δημότη της Θεσσαλονίκης από ερευνητικό ενδιαφέρον και αγάπη», τόνισε μεταξύ άλλων ο Σπύρος Βούγιας μιλώντας για την πρωτοβουλία του να προτείνει στον δήμαρχο την εκδήλωση αυτή.
Για τον διακεκριμένο ιστορικό και το έργο του μίλησε ο προσωπικός του φίλος, Καθηγητής Ιστορίας Νεωτέρων Χρόνων ΑΠΘ, Βασίλης Γούναρης υπογραμμίζοντας ότι ο Μαζάουερ έχει βάλει ψηλά τον πήχη του επιτυχημένου ιστορικού. «Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς συνοπτικά για το έργο του χωρίς να τον αδικήσει», επεσήμανε και τόνισε πως αυτό διέπεται από εγκυρότητα, ερευνητική ακρίβεια, υπέρβαση των προκαταλήψεων, αποτελεσματική δημοσιοποίηση του έργου που μπορεί να παρουσιάσει ποικίλες αφηγήσεις. «Όταν κάποιος μελετήσει το βιογραφικό και συγγραφικό έργο του, παρακολουθώντας σταθερά την πορεία του για σαράντα χρόνια διαπιστώνει ότι ο Μαζάουερ ήταν high flyer εξαρχής», είπε μεταξύ άλλων αναφερόμενος επίσης στην ευρύτητα και τη διεισδυτικότητα της ματιάς του γνωστού ιστορικού.
Σε συνέδριο που διοργανώνει το ΥΠΠΟ σε συνεργασία με την ΕΦΑ Πόλης Θεσσαλονίκης
Η ανακοίνωση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Η ενέργεια έγινε σήμερα το πρωί σε ώρα διαλείμματος, στο πλαίσιο της δράσης «Ενεργοί Πολίτες»